Εγκύκλιος Εισ. Αρείου Πάγου για Ν.4198/2013,

Ημερομηνία δημοσίευσης: Mar 29, 2014 10:2:28 AM

Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου 2013

Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν.4198/11-10-2013 «α. Παραγράφεται τοαξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεστείμέχρι 31.8.2013: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ονόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές....β.Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις,

Εξάλλου, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 8 παρ. 4 του ίδιου, ως άνω, νόμου«α. Ποινές στερητικές τις ελευθερίας διάρκειας μέχρι έξι μηνών Tfou έχουν επιβληθεί μεαποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσονοι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι επιβληθείσες ποινές δενέχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου,παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσειμέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, νέα από δόλο αξιόποινηπράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική τηςελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών....β. Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρωαποφάσεις τίθενται   στο αρχείο   με πράξη του

Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι μετη νομοθετική αυτή παρέμβαση σκοπείται η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων απόυποθέσεις που κρίθηκαν αυθεντικά ως ήσσονος σημασίας, με κριτήριο το ύψος

τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου...... ».

αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου...... ».

(κλικ)

ελληνική δημοκρατία                                           Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2013.

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ                                       

ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ                                    

Προς: τους κ.κ. ΕισαγγελείςΕφετών και Πρωτοδικών της Χώρας

Με αφορμή ερώτημα που μας ετέθη από τη Διευθύνουσα την ΕισαγγελίαΠρωτοδικών Αθηνών, σχετικά με την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 4 τουΝ.4198/11-10-2013, το οποίο, αποτελεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, σαςγνωρίζουμε τα εξής:

είτε της απειλούμενης είτε της επιβληθείσης ποινής, με την προϋπόθεση ότι η σχετικήκαταδικαστική απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη και δεν έχει εκτιθεί η ποινή μεοποιονδήποτε τρόπο μέχρι την δημοσίευση του νόμου αυτού. Ειδικά για τις χρηματικέςποινές που έχουν επιβληθεί αθροιστικά με στερητικές της ελευθερίας ποινές, οι οποίεςεμπίπτουν στις κατά τα άνω προβλέψεις του νόμου, η αρχειοθέτηση των αποφάσεων μόνογια τις τελευταίες και η εξακολούθηση της διαδικασίας για τις χρηματικές ποινές, όχι μόνοδεν είναι σύμφωνη με το σκοπό του νομοθέτη, αλλά αντίκειται στη συστηματική και λογικήσύλληψη της περί ης πρόκειται ρύθμισης. Και τσύτο"δτότΊ7εκτός του ότιδεν αναχαιτίζεταιησώρευση υποθέσεων στα ακροατήρια των ποινικών δικαστηρίων, είναι εύκολααντιληπτή η ενδεχόμενη υποκείμενη αντίφαση, δηλαδή για την ίδια αξιόποινη πράξη, εκτου λόγου ότι η υπόθεση έχει εισαχθεί, λόγω ασκήσεως εφέσεως, στο ακροατήριο μόνοως προς τη χρηματική ποινή, ο κατηγορούμενος να αθωωθεί και ταυτόχρονα η ίδιαυπόθεση για την οποία έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνεισε διάρκεια τους έξι μήνες, να έχει αρχειοθετηθεί. Περαιτέρω, στην περίπτωση που έχειεπιβληθεί αμιγώς χρηματική ποινή, η σχετική απόφαση, πάντα με την προϋπόθεση ότι δενέχει καταστεί αμετάκλητη, τίθεται στο αρχείο, καθόσον, κατά τους ορισμούς του υπόψηνόμου, παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη όλων των πράξεων (εκτός από τιςεξαιρέσεις του νόμου) κατά των οποίων απειλείται χρηματική ποινή, η κατά τα άνω δεεξάλειψη του αξιοποίνου επέρχεται σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και πριν τοαμετάκλητο της σχετικής απόφασης. Τυχόν δε διάκριση και συνακόλουθα διαφορετικήαντιμετώπιση των περιπτώσεων «απειλούμενης» και «επιβληθείσης» χρηματικής ποινής,αντιβαίνει όχι μόνο στο γράμμα και στο σκοπό του νόμου, αλλά έρχεται σε αντίθεση και μετην αξιούμενη ευθυδικία, ως ειδικότερης έκφανσης της γενικής αρχής της Δίκαιης Δίκης,που πρέπει να διατρέχει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν όσα διαλαμβάνονται στις υπ1 αριθμ. 3/5-7-2005 και 7/27-10-2005 εγκυκλίους μας.