Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος: Προωθούμενη ρύθμιση παραγραφής υφ’ όρον του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας με τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Ημερομηνία δημοσίευσης: Nov 11, 2013 9:3:49 AM

Τετάρτη, 11 Σεπτεμβρίου 2013

EΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ             Αθήνα 9-9-2013

ΠΡΩΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ                      Αρ. πρωτ.  87  

Κτίριο 16 Γραφείο 204                             

Τηλ. 210 8222548 Fax 210 8254211

Email: eisag@otenet.gr                       

                                              

        

                                                 

ΠΡΟΣ :

                                                                      

           Τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και     

                  Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Χαράλαμπο Αθανασίου  

          

       

Θέμα : Προωθούμενη ρύθμιση παραγραφής υφ’ όρον του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας με τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Αξιότιμε κύριε Υπουργέ, 

Με το πρώτο άρθρο  της τροπολογίας με αριθμό 777/5-9-2013 του Υπουργείου σας,  στο προς ψήφιση την 9 & 10-9-2013 Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Αναδιάρθρωση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κ.λπ διατάξεις του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων», προβλέπεται η υφ’ όρον παραγραφή του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας, κατ’ ανάλογη εφαρμογή αντίστοιχης ρύθμισης του Ν 4043/2012, ώστε να επιταχυνθεί η απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης και να αποσυμφορηθούν τα ποινικά δικαστήρια από το φόρτο του όγκου τέτοιων υποθέσεων.

(Α) Κατ’ αρχάς επιθυμούμε να υπενθυμίσουμε την πάγια άποψη της Ένωσής μας ότι δεν αποτελεί δογματικά και συστηματικά ορθή νομοτεχνική πρακτική η κατά καιρούς πρόβλεψη παραγραφής κατηγοριών αδικημάτων, με επίκληση ως δικαιολογητικού λόγου τούτου της επιτάχυνσης της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Είναι αυτονόητο ότι η επιβάρυνση του Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης (ΣΠΔ) επέρχεται προεχόντως από την ανορθολογική τάση του νομοθέτη να εγκληματοποιεί και να ποινικοποιεί ακατάσχετα, ευκαιριακά και συστηματικά απαράσκευα συμπεριφορές, με σκοπό μάλλον την άσκηση πολιτικής ξένης με τη λογική του Ποινικού Δικαίου, παρά την καίρια αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου.

Θα πρέπει, περαιτέρω, να σημειωθεί ότι η ανά τακτά χρονικά  διαστήματα «αναβίωση» νόμων περί υφ’ όρον παραγραφής του αξιοποίνου ορισμένων αδικημάτων (βλ. τους Ν 3346/2005, 3904/2010 και 4043/2012), πέραν του γεγονότος ότι έχει δεχθεί επιστημονική κριτική, φαίνεται να αδιαφορεί για το κόστος και το δυναμικό των αρχών εφαρμογής του νόμου (αστυνομία, προανακριτικοί υπάλληλοι, εισαγγελείς, δικαστικοί επιμελητές, δικαστήρια), οι οποίες ασχολήθηκαν σε διάφορα χρονικά και διαδικαστικά στάδια με το χειρισμό των παραγραφομένων εν μια νυκτί υποθέσεων.

(Β) Η ειλικρινής και οργανωμένη προσπάθεια αντιμετώπισης της επιβάρυνσης του ΣΠΔ απαιτείται να περιλαμβάνει, κατά την άποψή μας : (i)ενίσχυση της διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελέα να αρχειοθετεί ποινικές υποθέσεις, με παράλληλη αναθεώρηση της αρχής της νομιμότητας για τα αδικήματα ήσσονος σημασίας, (ii) θαρραλέα απεγκληματοποίηση και αποποινικοποίηση συμπεριφορών που δεν θίγουν εμφανώς τους βασικούς όρους της κοινωνικής συμβίωσης, ώστε να απαιτείται να αναχθούν σε ποινικά ενδιαφέρουσες, (iii) διεύρυνση και ευρεία εφαρμογή θεσμών διευθέτησης της ποινικής υπόθεσης κατά παρέκκλιση του ΣΠΔ, συμπεριλαμβανομένου του θεσμού του «plea bargaining», (iv) υιοθέτηση βασικών σημαντικών Συστάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως τηςR(87)18 «για την απλούστευση της Ποινικής Δικαιοσύνης», της R(92)16 και τηςR(2000)22 «για τις κυρώσεις και μέτρα που εκτίονται στην κοινότητας», τηςR(95)12 «για τη διαχείριση της Ποινικής Δικαιοσύνης»  κ.λπ., ενώ παρεμφερείς προβλέψεις περιλαμβάνονται ήδη σε ποινικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα οποία η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να ευθυγραμμίσει την εσωτερική νομοθεσία της, με τυπικό μάλιστα τρόπο, μετά την ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας.

(Γ) Παρά τις ανωτέρω επιφυλάξεις μας, επιθυμούμε να θέσουμε υπόψη σας και να ζητήσουμε να προωθήσετε άμεσα νέα τροπολογία στο προς συζήτηση Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, με την οποία, σε συνέχεια των λοιπών προβλέψεων περί παραγραφής υφ’ όρον κατά το πρότυπο του Ν 4043/2012, θα αντιμετωπίζεται με τρόπο νομικά ορθό το ζήτημα των υποθέσεων ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης που απομένουν «εκκρεμείς» όταν οι αντίθετές τους παραγράφονται υφ’ όρον. Με τις εκκρεμείς αυτές υποθέσεις στο παρελθόν τα δικαστήρια αντιμετώπισαν σημαντικά προβλήματα, αφού θα έπρεπε να «απολογηθούν» στους διαδίκους ότι για λόγους αναγόμενους στη βούληση του νομοθέτη, ο αντίδικός τους «αθωώθηκε» ουσιαστικά, αφού αιφνιδίως η παράβαση στην οποία υπέπεσε «παραγράφηκε» χωρίς προφανή λόγο. Τούτο είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της δυσπιστίας του πολίτη στη Δικαιοσύνη και την απαξίωση στα μάτια του της λειτουργία της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας.

Η προτεινόμενη, επομένως, ρύθμιση τίθεται μετά την παράγραφο (2) του πρώτου άρθρου της τροπολογίας 777/5-9-2013 και έχει ως εξής :

(παρ. 3) «Δικογραφίες για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 229, 224 § 2, 363-362 ΠΚ) που εδράζονται σε μηνύσεις που υπήχθησαν στην παρούσα διάταξη, τίθενται αυτοδικαίως στο αρχείο με πράξη που αρμοδίου Εισαγγελέα, σε οιονδήποτε δικονομικό στάδιο και να ευρίσκονται. Σε περίπτωση αναβίωσης της ποινικής  δίωξης υπό τους όρους και τις προυποθέσεις της παρ. 1 εδ. β’ του παρόντος  άρθρου, η δικογραφία ανασύρεται εκ του αρχείου μη υπολογιζομένου του χρόνου της παρ.1 εδ. γ’ του παρόντος για την παραγραφή.

(4) Προκαταβλητέα δικαστικά έξοδα, ήτοι το παράβολο υπέρ Δημοσίου από  100 ευρώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46 παρ. 2 ΚΠΔ και το τέλος πολιτικής αγωγής από 50 ευρώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 63 ΚΠΔ, επιστρέφονται στον εγκαλούντα από το Δημόσιο Ταμείο κατόπιν αίτησής του στον αρμόδιο Εισαγγελέα η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας 6 (έξ) μηνών από την υφ’ όρον παύση της ποινικής δίωξης ή την αρχειοθέτηση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος. Σε  περίπτωση αναβίωσης της ποινικής  δίωξης υπό τους όρους και τις προυποθέσεις της παρ.1 εδ.β’  του παρόντος ο εγκαλών καλείται να δηλώσει εάν επιθυμεί την επανεκκίνηση της ποινικής διαδικασίας, καταβάλλοντας σε αυτή την περίπτωση εκ νέου παράβολο υπέρ Δημοσίου από 100 ευρώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46παρ. 2 ΚΠΔ.»

Έχουμε την άποψη ότι αν τέτοια ρύθμιση υιοθετηθεί, θα συμβάλει θετικά στην άρση των συναφών προβλημάτων που συνόδευσαν την εφαρμογή των Ν 3346/2005, 3904/2010και 4043/2012.

Με τιμή

                            Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Ε.Ε.

                       Ο Πρόεδρος                                      Ο  Γενικός Γραμματέας

      Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης                Δημήτριος Ζημιανίτης        

        Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου                   Εισαγγελέας Πρωτοδικών