ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

Ημερομηνία δημοσίευσης: Dec 08, 2012 3:33:47 PM

ΠΈΜΠΤΗ, 23 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 2012

http://dikastis.blogspot.gr/2012/08/blog-post_23.html

Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη – Πρωτοδίκη – μέλους του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε.

Το ζήτημα των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών τελεί, δυστυχώς, διαχρονικά και όχι μόνο τούτη την περίοδο της αποκαλούμενης κρίσης, σε μία διαρκή και για πολλούς όχι ανεξήγητη εκκρεμότητα.

Και λέω δυστυχώς, διότι, πάντοτε, την απαρχή για την επίλυση του ζητήματος αυτού προς μία σωστή θεσμική κατεύθυνση, έστω και πρόσκαιρα, αποτελούσε η δικαστική διεκδίκηση, που ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή (που μάλλον αργεί) θα αποτελέσει παρελθόν. Αξίζει, δε, να σημειωθεί, κρίνοντας και από το περιεχόμενο της σχετικής τελευταίας αγωγής, που ασκήθηκε περί το έτος 2005, ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών δεν τέθηκαν σε αντιστοιχία με αυτές των λοιπών άμεσων οργάνων του κράτους, αλλά μέσω των αγωγών αυτών αναδείχθηκε ουσιαστικά μία επί σειρά ετών θεσμική εκτροπή, συνιστάμενη στο να λαμβάνουν αποδοχές υπέρτερες των δικαστικών λειτουργών υπάλληλοι του στενού δημόσιου τομέα. Διευκρινίζω ότι η αμέσως προηγούμενη παρατήρηση μου σκοπό έχει να καταδείξει το μέγεθος της θεσμικής αυτής απόκλισης και όχι να συσχετίσει τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με μισθολόγια, που ισχύουν στο δημόσιο τομέα.   Σε πόσες άραγε περιπτώσεις συνέβαινε αυτό επί σειρά πολλών ετών ουδόλως μπορούμε να γνωρίζουμε. Με αφορμή το όλο θέμα, που βρίσκεται και στο επίκεντρο της επικαιρότητας, θα ήθελα να θέσω στην κρίση των συναδέλφων τα εξής:

Α) Η ουσιαστική σημασία της ύπαρξης κοινωνικών δικαιωμάτων στο Σύνταγμα σημαίνει ότι η ελευθερία δεν πραγματώνεται μόνο με τη μέθοδο της κρατικής αποχής (όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των ατομικών δικαιωμάτων) αλλά και με τη συνδρομή, την παρέμβαση και την παροχή της κρατικής εξουσίας, ήτοι με την κατοχύρωση αξιώσεων για υλικές, κοινωνικές ή θεσμικές παροχές του Κράτους (βλ. Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Γ΄, Θεμελιώδη δικαιώματα σελ. 201 επ. και 221). Από τη στιγμή, που ο νομοθέτης υλοποιεί το περιεχόμενο ενός κοινωνικού δικαιώματος τίθεται το ζήτημα εάν αυτός ο νόμος, που υλοποιεί κοινωνικές διατάξεις του Συντάγματος επιδέχεται περιορισμό. Κατά μία άποψη (θεωρία του απόλυτου κοινωνικού κεκτημένου, βλ. Θεμιστοκλής Τσάτσος, Το πρόβλημα της ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, Ανάτυπο 1970, σελ. 23 επ.) ο νόμος, που υλοποιεί κοινωνικές διατάξεις του Συντάγματος αποτελεί κάθε φορά ένα μίνιμουμ, που δεν επιδέχεται ούτε κατάργηση, αλλά ούτε και περιορισμό. Η πρακτική συνέπεια της άποψης αυτής είναι ότι το σύνολο των νόμων, που θεσπίζει παροχές, ουσιαστικά γίνεται τμήμα του Συντάγματος με αυξημένη τυπική ισχύ. Κατά μία, δε, άλλη άποψη και οι νόμοι αυτοί, που υλοποιούν κοινωνικές διατάξεις του Συντάγματος επιδέχονται περιορισμούς αρκεί αυτοί οι περιορισμοί να μην είναι αυθαίρετοι και αντικείμενοι στην αρχή της αναλογικότητας.   

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 88 παρ.2 εδ.α΄ του Συντάγματος (ας μου επιτραπεί να κάνω χρήση αυτής για ακόμη μία φορά): ΄΄Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους΄΄. Η διάταξη αυτή του Συντάγματος δεν αποτελεί διάταξη με κοινωνικό περιεχόμενο όπως πολλοί σήμερα (κυρίως μερίδα του τύπου) εσφαλμένα και σκόπιμα αφήνουν να εννοηθεί με την εν γένει στάση και επιχειρηματολογία τους. Διότι, υπό την εκδοχή αυτή, υποστηρίζουν ότι η επιβολή οικονομικών περιορισμών στο συνταγματικό, σημειωτέον, και όχι ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών (ανεξαρτήτως των όρων που χρησιμοποιούνται λ.χ. βασικός μισθός, επιδόματα κλπ.) δικαιολογείται με βάση την παρούσα οικονομική συγκυρία. Δεν μας εξηγούν ωστόσο όλοι αυτοί, πως έχει δράσει η πολιτεία μέχρι σήμερα απέναντι σε όλους αυτούς, που πλούτιζαν αδικαιολόγητα επί σειρά δεκαετιών και σήμερα απολαμβάνουν δάφνες. Η διάταξη, όμως, αυτή του Συντάγματος, σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα άποψη κορυφαίων συνταγματολόγων της χώρας (δεν επικαλούμαι τη νομολογία των δικαστηρίων διότι κάποιοι, τρίτοι προς το δικαστικό σώμα, θα σπεύσουν να κάνουν χρήση του γνωστού σλόγκαν) αποτελεί, πρωτίστως, διάταξη, η οποία διασφαλίζει την προσωπική ανεξαρτησία του δικαστή, που αποτελεί μία από τις θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης (βλ. αναλυτικά Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Β΄, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας σελ. 562 παρ. 1 και 563 παρ. 4). Στο πλαίσιο αυτό κάθε μείωση του συνταγματικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών συνιστά και θεσμική μείωση υπό την έννοια κάμψης της αρχής της προσωπικής ανεξαρτησίας, η οποία, περαιτέρω, δεν δύναται να περιοριστεί, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, με απλό τυπικό νόμο. Κατ΄ επέκταση, η θεώρηση του συνολικού αριθμού των δικαστικών λειτουργών της χώρας ως αμιγώς οικονομικού μεγέθους, ως αριθμού, προστιθέμενου, μάλιστα, στο σύνολο του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και κατ΄επέκταση οι σχετικές μέχρι σήμερα οικονομικές μειώσεις ελέγχονται για αντισυνταγματικότητα. Ο οικονομικός και αριθμητικός αυτός συσχετισμός δικαστικών λειτουργών και δημοσίων υπαλλήλων, παρά το σαφή διαχωρισμό του Συντάγματος, επισύει τις αντιδράσεις μας, σήμερα, όχι στα πλαίσια μιας ελιτίστικης αντίληψης για την έννοια της εξουσίας, αλλά διότι καθίσταται επικίνδυνος: και τούτο διότι δημιουργεί σύγχυση και την εικόνα στον πολίτη, η οποία με την πάροδο του χρόνου εξελίσσεται σχεδόν σε πεποίθηση ότι ο δικαστής (λ.χ. ο πρωτοβάθμιος δικαστής) τελεί σε σχέση ιεραρχικής υπαλληλίας κατά την απονομή της δικαιοσύνης με ότι συνέπειες μπορεί να συνεπάγεται μία τέτοια λάθος αντίληψη στην πορεία της χώρας.

Β) Από τη συνδυαστική γραμματική και επιστημονικά αναμφισβήτητη, σήμερα, ερμηνεία του άρθρου 23 παρ.1 και 2 εδ.α΄ του Συντάγματος προκύπτει, καταρχήν, ότι το δικαίωμα της απεργίας αποτελεί δικαίωμα, που ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις και τελεί σε άμεση συνάφεια με τη συνδικαλιστική ελευθερία. Η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας υπό τις προϋποθέσεις, πάντοτε, που τάσσει ο νόμος, είναι συνυφασμένη με αυτή καθ΄ εαυτή την ύπαρξη και τη λειτουργία της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Χωρίς την κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος δεν νοείται και ουσιαστική ύπαρξη συνδικαλιστικών οργανώσεων. Περαιτέρω, το Σύνταγμα απαγορεύει ρητά την απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς. Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε, ούτε και αμφισβητούμε την ορθότητα της συνταγματικής αυτής επιλογής. Παράλληλα, όμως, το Σύνταγμα στο άρθρο 89 παρ.5 αναγνωρίζει το δικαίωμα στους δικαστικούς λειτουργούς να συνιστούν Ενώσεις. Οι Ενώσεις αυτές, πέραν του θεσμικού τους χαρακτήρα, δεν παύουν να φέρουν το χαρακτήρα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, κατά την κρατούσα σήμερα άποψη στην επιστήμη ( ο καθηγητής Δ.Τσάτσος ρητά αναφέρει στο ανωτέρω έργο του ότι η διάταξη αυτή κατοχυρώνει το δικαίωμα των δικαστών να συνδικαλίζονται). Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι πολλοί σήμερα έχουν μία ξεχωριστή ικανότητα στο να αναλύουν τις υποχρεώσεις του δικαστή και σιωπούν σε ότι αφορά στα δικαιώματα του. Τούτο συμβαίνει τόσο σε επίπεδο πολιτικής και ποινικής δικονομίας με εξαίρεση μονογραφίες, που έχουν συγγράψει δικαστικοί λειτουργοί, όσο και σε επίπεδο Συντάγματος. Η συνταγματική, λοιπόν, κατοχύρωση του δικαιώματος των δικαστικών λειτουργών να συνδικαλίζονται συνιστώντας Ενώσεις, θα αποτελούσε κενό γράμμα εάν αποκλειστεί απόλυτα η δυνατότητα άσκησης κοινωνικών δράσεων απέναντι σε πολιτειακές επιλογές, που άπτονται του θεσμού της δικαιοσύνης. Είναι αυτονόητο, αλλά χρειάζεται να επισημανθεί, ότι οι αποφάσεις του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων περί ασκήσεως τέτοιου είδους δράσεων δεν μπορεί να έχουν χαρακτήρα δέσμευσης των συναδέλφων δεδομένου ότι στον κάθε δικαστή της χώρας επαφίεται να κρίνει την ορθότητα της επιλογής και το εάν θα ασκήσει κάποιο δικαίωμα. Αποτελούν, όμως, αναμφισβήτητα, ιδιαίτερα σημαντικές αποφάσεις θεσμικού περιεχομένου, που σε κάθε περίπτωση αντανακλούν την κυρίαρχη δικαστική βούληση, καθώς αποτελούν το επιστέγασμα ενός συνεχούς και καθολικού δικαστικού διαλόγου μέσα από τον οποίο η Ένωση αντλεί συνεχώς τη νομιμοποίηση της.Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων όπως εξάλλου και κάθε δικαιώματος, τελεί υπό τον αναμφισβήτητο περιορισμό του άρθρου 25 παρ.3 Σ. Και οι εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες είναι αυτές, που καθορίζουν το επιβαλλόμενο κάθε φορά μέτρο. Οι κοινωνικής φύσεως αντιδράσεις των δικαστικών λειτουργών, ως απόρροια του δικαιώματος τους να συνιστούν Ενώσεις και να συνδικαλίζονται, δεν δύνανται κατά τεκμήριο να χαρακτηρίζονται ως απεργία και να υπόκεινται a priori σε συνταγματικές απαγορεύσεις και κάθε αυτοματισμός αυτής της μορφής βάλλει ευθέως κατά της Ενώσεως, που το ίδιο το Σύνταγμα ρητά κατοχυρώνει και αναγνωρίζει.

Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης - Πρωτοδίκης