ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΜΠΟΥΤΗΣ: ΕΝΑΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΟΥ ΤΙΜΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ*

Ημερομηνία δημοσίευσης: Aug 05, 2013 3:59:14 PM

Δευτέρα, 24 Ιουνίου 2013

*Μικρή συμβολή  στην υπηρεσιακή δράση του Εισαγγελέα, που ασχολήθηκε με  την υπόθεση  της δολοφονίας  του Βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη  το  Μάϊο του 1963 στη Θεσσαλονίκη, και ο οποίος έδωσε ακόμη και τη ζωή του για την κατίσχυση της ιδέας του δικαίου και της νομιμότητας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Σ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών

      Συμπληρώνονται σε λίγο καιρό, 50 ολόκληρα χρόνια από τότε που στην πόλη της Θεσσαλονίκης και σε ολόκληρη την Ελλάδα μεσουρανούσε το άστρο του Εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη.

Είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την 1η Αυγούστου 1963, σε μια εποχή που η πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και ολόκληρη η Χώρα, συνταρασσόταν από τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη το Μάϊο του ίδιου έτους,  του Βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Ξαφνικά, έτσι χωρίς να το περιμένει, από την πρώτη στιγμή, ο Εισαγγελέας Στυλιανός Μπούτης βρέθηκε μέσα στη φωτιά. 

       Βέβαια, είχε προμηνύματα για το τι τον περίμενε και τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε στη θέση του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.  Μια μέρα πριν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για εμφάνιση στη θέση του, είχε περάσει, κατόπιν ειδικής προς τούτο κλήσης-παραγγελίας, από το γραφείο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Μέσα στο γραφείο του Ανώτατου Εισαγγελέα,   όταν ο τελευταίος προσπάθησε να τον «νουθετήσει» και να τον «πείσει» ότι πρέπει χωριστεί η υπόθεση για την οποία διεξαγόταν κυρία ανάκριση και «να σχηματισθούν τρείς δικογραφίες», ακούστηκε, ως απάντηση, δυνατή και ξάστερη η φωνή του Στυλιανού Μπούτη: «Θα επιτελέσω το καθήκον μου. Και ευθύς αμέσως απεχώρησα του Εισαγγελικού Γραφείου», λέει σε κάποια αναφορά του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ο ίδιος. Και τούτο, παρόλο που ένα λεπτό πριν, ο Ανώτατος Εισαγγελέας της Χώρας, μπροστά στην αντίδραση του Στυλιανού Μπούτη περί κατακερματισμού της υπόθεσης, είχε προσπαθήσει να τον εκφοβίσει υπηρεσιακά, λέγοντάς του: «Θα λογοδοτήσουν σε μένα οι Σαρτζετάκηδες, Παπαντωνίηδες. Πήγαινε κι εσύ να προστεθείς σ’ αυτούς» (βλ. εφημερίδα «Ποντίκι» της 22.7.2004, σελ. 21).  [Εδώ το μόνο που πρέπει να σημειωθεί  είναι, ότι ο Ανώτατος αυτός Εισαγγελέας της Χώρας είναι αυτός που ορκίσθηκε πρώτος πρωθυπουργός της χούντας των  συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου 1967].

       Με την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, προτού καλά, καλά εγκλιματιστεί τόσο στο περιβάλλον της πόλης όσο και στο υπηρεσιακό, ανέλαβε υπηρεσιακά, από πλευράς Εισαγγελίας, την υπόθεση της δολοφονίας. Η διεξαγόμενη ανάκριση, μέσα από μύριες δυσκολίες προσπαθούσε να εξιχνιάσει το έγκλημα και να καταλογίσει τις ευθύνες. Τα εμπόδια που ορθώνονταν κάθε μέρα, επίτηδες από τα διάφορα παράκεντρα εξουσίας, καθιστούσαν το έργο της ανάκρισης πολύ δύσκολο, και ο Εισαγγελέας Στυλιανός Μπούτης, ιστάμενος παρά το πλευρό του Ανακριτή, με την πολύχρονη 30ετή πείρα του, έδιδε λύσεις σε πολλά ανακύπτοντα ζητήματα, αλλά και θάρρος στο νεαρό Ανακριτή που είχε αναλάβει την υπόθεση. Περί των προσκομμάτων που παρεμβάλλοντο στην ανάκριση, θα ομιλήσει και θα αναγνωρίσει στη Βουλή ο (εν ενεργεία τότε) Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Σακελλαρίου, υπηρεσιακός Υπουργός Δικαιοσύνης (βλ. εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 11.3.1985, σελ. 19, ως και «Ποντίκι», όπ. π., σελ. 20).

       Δέχθηκε τότε ο Στυλιανός Μπούτης πιέσεις, και πάλι πιέσεις και εκ νέου πιέσεις, πανταχόθεν, από κάθε μεριά, ευτελείς προσωπικές επιθέσεις, ευθείες απειλές, ακόμη και κατά της ζωής του, πολλές από τις οποίες με άγριο τρόπο διατυπωμένες (Δεν περίμενε δα κανείς κομψότητα και ηπιότητα εκφράσεων από παρακρατικούς και τραμπούκους του υποκόσμου, όπως ήσαν πολλοί από τους ενεχόμενους στην υπόθεση!). Και όλες αυτές οι πιέσεις και απειλές γίνονταν, για να αποκλίνει ο  Εισαγγελέας από την κατά νόμον επιτέλεση του καθήκοντός του: Για να «κουκουλωθεί» δηλαδή η υπόθεση, για να περάσει η χυδαία άποψη ότι επρόκειτο «μάλλον για ένα απλούν τροχαίον ατύχημα», ότι «δεν εσκοπείτο ο θάνατος του βουλευτού, αλλά απλώς το ‘στραπατσάρισμά του’», ότι «δεν είναι δυνατόν να υποπτεύεται τις ανωτάτους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, οίτινες έχουν αναλώσει την ζωήν των εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος» και άλλα τέτοια βδελυρά και αποκρουστικά. Όμως, ο Ηπειρώτης Στυλιανός Μπούτης, με τη γενναία καρδιά και τη σουλιώτικη λεβεντιά, δεν δίστασε ούτε μια στιγμή, δε λύγισε ποτέ, παρά τον αδίστακτο πόλεμο που δεχόταν.

         Τίποτα δεν απεικονίζει εναργέστερα το πνεύμα εκείνων των ημερών του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου του 1963, από την φράση που ο Στυλιανός Μπούτης εκμυστηρεύτηκε, με περισσή λεβεντιά, στο νεαρό Ανακριτή: «Χρήστο μου, ας έρθουν να με σκοτώσουν, αν θέλουν, αλλά μασκαράς εγώ δεν γίνομαι ποτέ» (: το περιστατικό έχει δημοσιοποιήσει ο ίδιος ο Ανακριτής, βλ. νεκρολογία Χρ. Σαρτζετάκη, Αρμεν1965, 573 επ.). Τέτοια ήταν η πολύ μεγάλη ψυχή του βραχύσωμου Εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη:  Παλλόμενη από την ιδέα του Δικαίου και των αρχών της δικαστικής ανεξαρτησίας και δοσμένη ολόπλευρα στην τήρηση της νομιμότητας, μέσα σε εκείνες τις πολύ μαύρες ημέρες και εποχές. Ο Εισαγγελέας (αλλά και ο Ανακριτής) είχαν γίνει «κάρφος εν οφθαλμώ στους κροτοδεινόσαυρους» (: Βασίλης Βασιλικός, «Ζ», εκδ. 1996, Λιβάνης, σελ. 305).

        Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, και υπουργός ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στο «παλατάκι», ο αρχηγός της Χωροφυλακής βρισκόταν κάθε λίγο στη Θεσσαλονίκη, το ίδιο και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, καθώς και ο προσωπικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο Στυλιανός Μπούτης, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, έχων προ οφθαλμών μόνο το νόμο και τη συνείδησή του και με αυστηρή προσήλωση στο καθήκον, ήταν αυτός που στις 14 Σεπτεμβρίου 1963 γνωμοδότησε για την προφυλάκιση 4 αξιωματικών της (τότε) Χωροφυλακής, ενεχομένων στη δολοφονία του βουλευτή. Δηλαδή, του υποστράτηγου, επιθεωρητή Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, του συνταγματάρχη,  αστυνομικού διευθυντή Θεσσαλονίκης, του αντισυνταγματάρχη, αστυνομικού υποδιευθυντή Θεσσαλονίκης και του μοίραρχου, διοικητή του Ε΄ Α.Τ. Θεσσαλονίκης. Και βεβαίως, προς τιμή του, ο Ανακριτής συμφώνησε και εκδόθηκαν τα σχετικά εντάλματα προφυλάκισης. Αναλαβών δε, ως Εισαγγελέας, την εκτέλεση των ενταλμάτων, και φοβούμενος, από όσα είχε δεί κατά την ανάκριση, να αποστείλει αυτά ταχυδρομικώς δια της υπηρεσιακής οδού, απέστειλε Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών (ο οποίος ζει μέχρι σήμερα) στην Αθήνα, ο οποίος και τα ενεχείρισε στον Αρχηγό της Χωροφυλακής. Το γεγονός της προφυλάκισης, προκάλεσε τεκτονικούς σεισμούς στην κοινωνία, στην κυβέρνηση, στην Ελλάδα ολόκληρη, στο εξωτερικό, παντού. Έχει γραφεί, ότι «εκείνοι οι δύο δικαστικοί λειτουργοί, ο Στυλιανός Μπούτης (ας τον βάλουμε πρώτον, γιατί  βρέθηκε ξαφνικά στη φωτιά και παρά τις απειλές ότι κι αυτός θα δολοφονηθεί στάθηκε όρθιος και αταλάντευτος) και ο Χρήστος Σαρτζετάκης, επετέλεσαν το καθήκον τους στο ακέραιο. Για πρώτη φορά μετά τη δίκη του Κολοκοτρώνη είχαμε ένα ανάλογο δείγμα και η εντύπωση από την πράξη τους ήταν χωρίς προηγούμενο» (Γιάννης Βούλτεψης, Υπόθεση Λαμπράκη, τόμ. Β΄, 1998, εκδ. Αλκυών, σελ. 89).         

       Αν μέχρι τότε υπήρχαν μόνο λεκτικές απειλές σε βάρος της ζωής του Εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη, μετά την προφυλάκιση ξέσπασε μέγας πόλεμος εναντίον του. Το παρακράτος, κατά ομάδες είτε συντεταγμένες, και με την ανοχή ενίοτε της νόμιμης εξουσίας, είτε ατάκτων ολόλυζε, ασχημονούσε και ζητούσε τη «θανάτωση» του Εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη. Ο Ανακριτής σε «απολύτως προσωπική-εμπιστευτική» αναφορά προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης θα κάνει λόγο για «αηδή εκστρατεία στρατολογηθέντων ανυποδήτων, ως επί το πολύ χωρικών, οι οποίοι επ’ αφορμή της προφυλακίσεως […] περιέτρεχον τας οδούς της πόλεως κραυγάζοντες επί ώρας ‘θανατηφόρα’ συνθήματα κατά του Εισαγγελέως Μπούτη και του υποφαινομένου ανακριτού». Τίποτα όμως δε μπόρεσε να λυγίσει την καρδιά και τη ψυχή του Εισαγγελέα, που συνέχιζε να περπατά στους δρόμους της πόλης με το γρήγορο βήμα του και το τσιγάρο μονίμως κολλημένο στο στόμα, αδιαφορών για όλα αυτά τα «γύρωθεν ζιζάνια» (και όπως ειπώθηκε, «αυτή η αδιαφορία [του] απετέλει το μεγαλείον της δυνάμεώς του», Χρ. Σαρτζετάκης, όπ.π.).

       Πιστός στον όρκο του ο Εισαγγελέας Στυλιανός Μπούτης και «σημαιοφόρος της Ιδέας του Δικαίου κατά των δυνάμεων του κακού» (και υπήρχαν πολλές δυνάμεις κακού στη Θεσσαλονίκη εκείνες τις μέρες !) αδιαφορών για όλα όσα συνέβαιναν και αντιστεκόμενος στις παντοειδείς φορτικότατες πιέσεις, και μη φοβούμενος τίποτα,  γιατί είχε καλή και αγαθή συνείδηση, λίγο καιρό αργότερα, και συγκεκριμένα στις 13 Δεκεμβρίου 1963 υποβάλλει αυτός (καίτοι Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και συνεπώς με κάθε δικαίωμα θα μπορούσε να χρεώσει την ιδιαζόντως βαριά αυτή υπόθεση σε κάποιον εκ των αντεισαγγελέων) πρόταση πολυσέλιδη («εξ 110 πυκνοδακτυλογραφημένων σελίδων») επί της ουσίας της υποθέσεως προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία προτείνει να παραπεμφθούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου πλείστα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι παραπάνω τέσσερες αξιωματικοί της Χωροφυλακής, των οποίων ζητά την «επανασύλληψιν», δοθέντος ότι είχαν αποφυλακισθεί εν τω μεταξύ.  Μόλις χρειάζεται να τονιστεί, τι τεράστια αποθέματα θάρρους και σθένους πρέπει να είχε ο Στυλιανός Μπούτης κατά την εκτέλεση των ως άνω υπηρεσιακών ενεργειών του, που σήμερα ναι μεν φαίνονται φυσικές και απλές για τον κάθε Εισαγγελέα, αλλά τις εποχές εκείνες φάνταζαν υπέρμετρα δύσκολες.

       Ο Στυλιανός Μπούτης έφυγε από τη ζωή, τον Ιούλιο 1965, ενώ  υπηρετούσε ακόμη ως Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Ο θάνατος αιφνίδιος, από καρδιά. Ίσως, η καρδιά του Εισαγγελέα Μπούτη να κλονίστηκε από όλα τα παραπάνω (υπάρχει μαρτυρία περί αυτού), από την εξαιρετική του ευαισθησία όπως «τα πάντα τελούνται εν δικαίω» όπως έλεγε.  Δεν το ξέρουμε. Και δεν θα το μάθουμε ποτέ. Εκείνο, όμως, που γνωρίζουμε είναι ότι ο θάνατος τον βρήκε κυριολεκτικά επί των δικαστικών επάλξεων, σκυμμένο πάνω στη δικογραφία, κατά την ώρα επιτέλεσης του καθήκοντος, καθ’ ήν στιγμήν διεκπεραίωνε τις ενέργειες για τη μεταστέγαση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών της συμπρωτεύουσας σε καταλληλότερο κτίριο.

       Αυτή η σκιαγράφηση ενός μόνο 6μηνου της 30ετούς δικαστικής ζωής του Στυλιανού Μπούτη, ενδεικνύει τις αρετές του: ενδεικνύει το υψηλό δικαστικό του φρόνημα, την πίστη του στην τήρηση της νομιμότητας, το εισαγγελικό του σθένος  και την γρανιτένια πυγμή του και πάνω από όλα την άδολη και καθαρή συνείδησή του,  έτσι, που η δικαστική πολιτεία του πρέπει να αποτελέσει υπόδειγμα για τις νεότερες γενιές των Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων.