ΑΥΤΟΦΩΡΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Ημερομηνία δημοσίευσης: Aug 05, 2013 5:17:5 PM

ΘΕΜΑ:

Ανάγκη νομοθετικής τροποποίησης - αναθεώρησης του άρθρου 365 του Κ.Π.Δ. προς την κατεύθυνση της ανάγνωσης των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων κατά την επ’ αυτοφώρω διαδικασία υπό το πρίσμα των άρθρων 6 παρ. 3 περ. δ της Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 3 εδ. ε του Διεθν.Συμφ. του Ο.Η.Ε. για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Κατ’ άρθρο 242 του Κ.Π.Δ.: «1. Αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα, ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. 2. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης. 3. Τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα. 4. Τα εγκλήματα που τελούνται από ανηλίκους δεν δικάζονται ως αυτόφωρα.» Αυτόφωρο συνεπώς είναι το έγκλημα, όταν βρίσκεται στο στάδιο της τέλεσής του ή έγινε πρόσφατα. Ειδικότερα, η πράξη βρίσκεται στο στάδιο της τέλεσης, δηλαδή «εν τω πράττεσθαι», την ώρα που τελείται ή που γίνεται αρχή εκτελέσεως (απόπειρα), και με τις αισθήσεις του αντιλαμβάνεται ο καθένας παρατυχών ότι έγινε έγκλημα και αν ακόμη δεν έχουν συντελεσθεί όλοι οι όροι για την ολοκλήρωσή του (Μιχαήλ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, έκδοση 2008, σελ. 466, υπό άρθρο 242). Η ιδιαιτερότητα της επ’ αυτοφώρω διαδικασίας έναντι της κοινής διαδικασίας έγκειται μόνο στο ότι αποτέμνεται το στάδιο της προδικασίας και λαμβάνει χώρα συντόμευση της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, αφού η διεξαγωγή της δίκης αμέσως μετά την τέλεση του εγκλήματος καθιστά ευχερέστερη την συγκέντρωση των αποδείξεων και την αποκατάσταση της διαταραχθείσας κοινωνικής ειρήνης (ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Αθανασίου Κ. Κονταξή, Δ΄ έκδοση, τόμος δεύτερος, σελ. 2405, υπό άρθρο 417).

Επιπλέον, κατ’ άρθρο 421 του Κ.Π.Δ.: «1. Εκείνος που σύμφωνα με το άρθρο 418 πραγματοποίησε τη σύλληψη έχει υποχρέωση να κλητεύσει  προφορικά τους μάρτυρες, καθώς και αυτούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο (αρ. 327 παρ. 1), αναφέροντας την κλήτευση αυτή στην έκθεση σύλληψης. Αν η εκδίκαση της υπόθεσης πρόκειται να γίνει την  επόμενη ημέρα της προσαγωγής του κατηγορουμένου στον εισαγγελέα, μπορεί αυτός να διατάξει την προφορική επίσης κλήτευση των μαρτύρων, ακόμη και με τη φροντίδα εκείνου που συνέλαβε το δράστη. 2. Στους  μάρτυρες που καλούνται με αυτό τον τρόπο επιβάλλονται σε περίπτωση απείθειας οι ποινές που ορίζονται για τους λιπομάρτυρες και η βίαιη  προσαγωγή, η οποία διατάσσεται από το δικαστήριο και εκτελείται χωρίς χρονοτριβή, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. 3. Εκείνος που πραγματοποίησε τη σύλληψη δεν εξετάζεται ως μάρτυρας, παρά διαβάζεται στο ακροατήριο η έκθεσή του για τη σύλληψη και για τη βεβαίωση του εγκλήματος. Μπορεί όμως το δικαστήριο, με αίτηση του εισαγγελέα ή ενός από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, να επιτρέψει την εξέτασή του. 4. Τα δικαιώματα και τα οδοιπορικά των μαρτύρων εκκαθαρίζονται από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση και πληρώνονται κατά τις κοινές διατάξεις».

Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 214 του Κ.Π.Δ.: «1. Βασιλόπαιδες ή άλλα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας εξετάζονται κατά την προδικασία στην κατοικία τους και η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο. 2. Για να επιτραπεί η εμφάνισή τους στο ακροατήριο χρειάζεται να εκδοθεί διάταγμα που να καθορίζει και τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να προσκληθούν και να εξετασθούν στη δημόσια συνεδρίαση», ενώ κατ’ άρθρο 216 του ιδίου Κώδικα: «1. Οι πρεσβευτές και οι άλλοι διπλωματικοί υπάλληλοι ξένου κράτους που είναι επιφορτισμένοι με διπλωματική αποστολή εξετάζονται στην κατοικία τους, και η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο. 2. Οι μάρτυρες που διαμένουν στο εξωτερικό εξετάζονται στις επιτόπιες προξενικές αρχές αν αυτό είναι ανέφικτο, εξετάζονται από τις ανακριτικές αρχές του τόπου της διαμονής τους, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα προς το Υπουργείο της Δικαιοσύνης με την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας και την τήρηση των διεθνών συνθηκών και εθίμων (άρθρο 457)».

          Επιπλέον, κατ’ άρθρο 215 του Κ.Π.Δ.: «1 Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς εξετάζονται στην κατοικία τους, και η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο. Αν όμως πρόκειται για κακούργημα, είναι δυνατό να κληθούν να εμφανιστούν στο ακροατήριο, οπότε εξετάζονται πρώτοι, κατόπιν μπορούν να αποχωρήσουν, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Τα παραπάνω  πρόσωπα μπορούν να παραιτηθούν από αυτά τα πλεονεκτήματα. 2. Στην κατοικία τους εξετάζονται οι μάρτυρες που λόγω ασθένειας ή γηρατειών δεν μπορούν να εμφανιστούν, οπότε η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο σύμφωνα με την παρ. 1. 3. Αν η κατηγορία αφορά πλημμέλημα ή πταίσμα, δημόσιοι γενικά υπάλληλοι και υπάλληλοι σιδηροδρομικών, ατμοπλοϊκών και αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν  κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου, καθώς και ναυτικοί ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία, δεν καλούνται να εμφανιστούν στο ακροατήριο. Στην περίπτωση   αυτή διαβάζεται η ένορκη κατάθεση που έχει ληφθεί στην προδικασία. Ο εισαγγελέας, ο δημόσιος κατήγορος και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. 4. Μάρτυρες κρατούμενοι σε φυλακές και σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα τα οποία βρίσκονται έξω από την έδρα του δικαστηρίου δεν κλητεύονται στο ακροατήριο, αλλά διαβάζεται η ένορκη κατάθεσή τους που έχει ληφθεί στην προδικασία. Ο εισαγγελέας, ο δημόσιος κατήγορος και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο  ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας».

          Επιπροσθέτως, κατ’ άρθρο 226Α του Κ.Π.Δ.: «1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α`, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του Ν. 3386/2005 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψης τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204-208. 2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο παιδοψυχίατρος ή ο παιδοψυχολόγος και ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. 3. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 4. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. 5. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. 6. Η διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ανηλίκων θυμάτων των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή νομαρχιών».

          Εισέτι, κατ’ άρθρο 365 του Κ.Π.Δ.: «1. Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 παρ. 2), ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Στις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί το  δικαστήριο να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354. 2. Το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει μάρτυρα που κλητεύθηκε εκ παραδρομής». Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 365 του Κ.Π.Δ. λόγοι ανέφικτης εμφάνισης του μάρτυρα είναι ενδεικτικοί (ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Αθανασίου Κ. Κονταξή, Δ΄ έκδοση, τόμος δεύτερος, σελ. 2294, υπό άρθρο 365).

Παράλληλα, από τις ρητές και αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 3 περ. δ της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. ε του Διεθν.Συμφ. του Ο.Η.Ε. για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα προκύπτει ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει κατ’ αντιδικία και δια ζώσης τους μάρτυρες κατηγορίας ανήκει στα θεμελιώδη υπερασπιστικά δικαιώματα και αποτελεί συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης. Υπ’ αυτήν την έννοια, το δικαστήριο οφείλει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την άσκησή του, να θέσει δηλαδή τους μάρτυρες κατηγορίας στη διάθεση του κατηγορουμένου, ώστε αυτός να μπορέσει να τους εξετάσει. Το υπό συζήτηση θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου δεν ικανοποιείται με την απλή παροχή της δυνατότητας στον κατηγορούμενο να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας που παρευρίσκονται στο ακροατήριο και την αποστέρησή του από το δικαίωμα αυτό για όσους μάρτυρες κατηγορίας απουσιάζουν από το ακροατήριο. Από αυτή τη διάταξη προκύπτει ότι η ανάγνωση των καταθέσεων μαρτύρων που δεν είναι παρόντες στο ακροατήριο, επιτρέπεται, παρά τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου, μόνον αν σε προηγούμενο της ακροαματικής διαδικασίας στάδιο είχε δοθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να τους εξετάσει (π.χ. στις περιπτώσεις των άρθρων 328 και 354 του Κ.Π.Δ.). Και ότι, αντιθέτως, η παρά την εναντίωση του κατηγορούμενου ανάγνωση τέτοιων καταθέσεων, προσβάλλει τα θεμελιώδη υπερασπιστικά δικαιώματά του, δεδομένου ότι αυτές δεν θα περιέχουν όλη την αλήθεια χωρίς τον έλεγχο του κατηγορουμένου – συνηγόρου του. Τούτο ισχύει κατ’ εξοχήν στις περιπτώσεις που οι επίμαχες μαρτυρικές καταθέσεις αποτελούν τα μοναδικά ή πάντως ουσιώδη υπέρ της ενοχής του κατηγορουμένου αποδεικτικά στοιχεία, επί των οποίων αναγκαίως θα στηριχθεί η δικαστική απόφαση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Ε.Δ.Δ.Α.) έχει ερμηνεύσει την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. δ της Ε.Σ.Δ.Α. σε σειρά υποθέσεων και παγίως δέχεται ότι αποτελεί παραβίαση της ως άνω διατάξεως η ανάγνωση και λήψη υπόψη από το δικαστήριο προς σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του των καταθέσεων μαρτύρων κατηγορίας, τους οποίους ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να εξετάσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, ιδίως όταν οι καταθέσεις αυτές είναι ουσιώδεις υπέρ της ενοχής του κατηγορουμένου αποδείξεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. στις υποθέσεις Unterpentingerv Austria, 24 – 11 – 1986, Series A., No 110, Kostovski v Netherlands, 23 – 05 – 1989, Series A., No 166, Delta v France, 19 – 12 – 1990, Series A., No 191, Saidiv France, 20 – 09 – 1993, Series A, No 262). Στη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. έχει παγιωθεί η θέση ότι ναι μεν η ανάγνωση μαρτυρικών καταθέσεων της προδικασίας δεν απαγορεύεται καθεαυτή, πλην όμως – και τούτο είναι το σημαντικότερο – η καταδικαστική για τον κατηγορούμενο απόφαση δεν επιτρέπεται να στηριχθεί σε τέτοιες καταθέσεις, εάν ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να εξετάσει (στο ακροατήριο ή κατά την προδικασία) δια ζώσης τους μάρτυρες. Διαφορετικά παραβιάζεται το δικαίωμά του στην δίκαιη δίκη (ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Αθανασίου Κ. Κονταξή, Δ΄ έκδοση, τόμος δεύτερος, σελ. 2300 - 2301, υπό άρθρο 365). Αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην ανάγνωση κατάθεσης μάρτυρα της προδικασίας, διότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 365 του Κ.Π.Δ., όπως ιδίως διότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη, επέρχεται ακυρότητα, αν η κατάθεση αυτή ληφθεί υπόψη για την ενοχή, διότι παραβιάζεται δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ της ΕΣΔΑ και 333 και 357 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ του Κ.Π.Δ. και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 Α του Κ.Π.Δ. (Μιχαήλ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, έκδοση 2008, σελ. 770, υπό άρθρο 365). Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. δ της Ε.Σ.Δ.Α. παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις ο ίδιος και ο συνήγορός του προς τους μάρτυρες. Το Ε.Δ.Δ.Α. θεωρεί τις καταθέσεις των μαρτύρων, όπου δεν δόθηκε η ευχέρεια στον κατηγορούμενο και το συνήγορό του το δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις, ως «μειωμένης αξιοπιστίας», δηλαδή δεν απαγορεύει την ανάγνωση, αλλά παρεμβαίνει κατά το στάδιο στάθμισής τους. Έτσι, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να βασίσει αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την καταδικαστική απόφασή του στην ανάγνωση καταθέσεων μαρτύρων της προδικασίας ή άλλα στάδια της δίκης, χωρίς να έχει κληθεί να παραστεί κατά την εξέταση ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του και να του έχει δοθεί η ευκαιρία να υποβάλει ερωτήσεις (Ε.Δ.Δ.Α.: Craxi κατά Ιταλίας, απόφαση της 05 – 12 - 2002) - (Μιχαήλ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, έκδοση 2008, σελ. 772-773, υπό άρθρο 365).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του Κ.Π.Δ., στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ, Α` του Κ.Π.Δ., προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη και, επίσης, όταν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου και χωρίς να βεβαιώσει το δικαστήριο την αδυναμία εμφάνισής του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ` της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ ε` του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997), να εξετάζει και να ελέγχει τους μάρτυρες. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, ακόμη και χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός τους δεν εναντιώθηκαν σχετικά (ΑΠ 158/2012, Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, ΝΟΜΟΣ).

Εκ των προαναφερθέντων προκύπτει ότι αφενός μεν στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υφίσταται πληθώρα διατάξεων που θεσπίζουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των ενόρκων καταθέσεων συγκεκριμένων κατηγοριών φυσικών προσώπων, ακόμη και παρά την αντίθετη βούληση του κατηγορουμένου, γεγονός το οποίο κατά τη γνώμη μας (για ορισμένες κατηγορίες μαρτύρων, π.χ. Βασιλόπαιδες ή άλλα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας, ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς) αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, 6 παρ. 3 εδ. δ` της Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 3 στοιχ ε` του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997) και την σχετική προεκτεθείσα νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., αφετέρου δε ότι τυχόν νομοθετική τροποποίηση του άρθρου 365 του Κ.Π.Δ. προς την κατεύθυνση της ανάγνωσης των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων στην αυτόφωρη επ’ ακροατηρίω διαδικασία, κατά την προδικασία της οποίας ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του θα έχουν τη δυνατότητα να τους απευθύνουν ερωτήσεις, εναρμονίζεται πλήρως κατά τη γνώμη μας με τα άρθρα 6 παρ. 3 περ. δ της Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 3 εδ. ε του Διεθν.Συμφ. του Ο.Η.Ε. για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 

Η σημερινή πρακτική εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών (ιδίως για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου), κατά την οποία οι υποθέσεις που εισάγονται με την αυτόφωρη διαδικασία εγγίζουν ή και υπερβαίνουν σε πολλές των περιπτώσεων τον αριθμό 100 και των οποίων η εκδίκαση άρχεται, υπό την αυτή σύνθεση του Δικαστηρίου, μετά την περαίωση του τακτικού πινακίου (ώρα 15:00΄), αφενός μεν δεν παρέχει εχέγγυα δίκαιης δίκης για τους κατηγορούμενους και δεν περιποιεί τιμή για την Ελληνική Δικαιοσύνη και συνακόλουθα για την Ελληνική Δημοκρατία από τις συνθήκες που δημιουργούνται σε μία αίθουσα της οποίας η χωρητικότητα δεν επαρκεί για την υποδοχή αυτών, των αστυνομικών – συνοδών και των μαρτύρων κάθε υπόθεσης, αφετέρου δε καθιστά επιτακτική την ανάγκη νομοθετικής τροποποίησης του άρθρου 365 του Κ.Π.Δ. προς την κατεύθυνση της ανάγνωσης των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων στην αυτόφωρη επ’ ακροατηρίω διαδικασία, κατά την προδικασία της οποίας ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του θα έχουν τη δυνατότητα να τους απευθύνουν ερωτήσεις παρουσία των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων. Άλλωστε το φαινόμενο (το οποίο τείνει να γίνει κανόνας) κατά το οποίο, ο συλλαμβανόμενος επ’ αυτοφώρω και παραπεμφείς να δικαστεί με την αυτόφωρη διαδικασία, να αιτείται την παρουσία του μάρτυρα κατηγορίας ή παθόντος από το αδίκημα στο ακροατήριο και να δίδεται από το δικαστήριο, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις κατ’ άρθρο 423 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., προκειμένου να προσέλθει ο μάρτυρας και σε μεταγενέστερο στάδιο να επέρχεται τυχόν η τιμωρία του μάρτυρα – παθόντος για λιπομαρτυρία, ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος απολογούμενος προανακριτικά κατά την προδικασία της υπόθεσης έχει αποδεχτεί την αποδιδόμενη σε βάρος του κατηγορία, ουδόλως συμβαδίζει με τον κύριο σκοπό της αυτόφωρης διαδικασίας, ο οποίος είναι η αποκατάσταση της διαταραχθείσας κοινωνικής ειρήνης, αλλά και με την κοινή λογική και την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, κατά την οποία θύματα αξιοποίνων πράξεων, απλοί εργαζόμενοι πολίτες, είναι υποχρεωμένοι να παρίστανται στο αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο πολλές φορές από το πρωί της ημέρας μέχρι τις μεταμεσονύχτιες ώρες αυτής αναμένοντας την εκδίκαση της υπόθεσής τους, προκειμένου να καταθέσουν όσα έχουν καταθέσει προανακριτικά και να αναβάλλεται η υπόθεση για κάποιο νόμιμο λόγο (π.χ. λόγω κωλύματος του συνηγόρου υπεράσπισης ή για την προετοιμασία του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 423 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.) ή ακόμη να τιμωρούνται με ποινές λιπομαρτυρίας σε περίπτωση μη εμφάνισής τους στο ακροατήριο οι λιπομάρτυρες, τη στιγμή μάλιστα που πολλοί εξ αυτών δεν δύνανται να απέχουν της εργασίας τους ή δεν μπορούν να παρευρίσκονται στο δικαστήριο (π.χ. μονογονεϊκή οικογένεια σε σχέση με το αδίκημα της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή). Απόρροια των προαναφερθέντων γεγονότων είναι η αυτόφωρη διαδικασία να επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα: 1ον) την σωματική, ψυχική και οικονομική εξάντληση των παθόντων από τα αυτόφωρα αδικήματα, οι οποίοι, ομού με τους επ’ αυτοφώρω συλλαμβανόμενους δράστες, υφίστανται την αυτόφωρη διαδικασία εν τοις πράγμασι, παραδοχή η οποία αντιστρατεύεται κάθε έννοια λογικής και δικαίου και 2ον) την πλήρη απαξίωση του θεσμού της δικαιοσύνης, η οποία άθελά της σύρεται σε πραγματική «τιμωρία» των παθόντων από τα αυτόφωρα αδικήματα κατά τις προαναφερθείσες παραδοχές, παρά στον κολασμό των αυτόφωρων αδικημάτων και των υπαιτίων, οι οποίοι άλλωστε, ελλείψει ύπαρξης ποινικού μητρώου στις δικογραφίες που εισάγονται με την αυτόφωρη διαδικασία, λαμβάνουν την εκ του νόμου προβλεπόμενη αναστελλόμενη ποινή κατά τους ορισμούς του (τροποποιημένου) άρθρου 99 του Π.Κ., σε περίπτωση καταδίκης που δεν υπερβαίνει τρία έτη, η οποία (περίπτωση) αποτελεί και την συχνότερη δικαστηριακή πρακτική. Τα προαναφερθέντα γεγονότα θίγουν κατάφωρα το κύρος της Δικαιοσύνης και την προστασία της κοινωνίας γενικότερα, καθώς με την υπάρχουσα κατάσταση κατά την εκδίκαση των αυτόφωρων αδικημάτων στο μεγαλύτερο από άποψη ποινικής ύλης Πρωτοδικείο της Χώρας, καταστρατηγείται ουσιαστικά η αυτόφωρη διαδικασία με το πρόσχημα της κλήσεως των μαρτύρων, δεν αποκαθίσταται άμεσα η διαταραχθείσα κοινωνική ειρήνη και πλήττεται η ίδια η εικόνα της Θέμιδας, η οποία εκτός από τον ζυγό κραδαίνει και ένα ξίφος, διαμέσου του οποίου αυτή επιβάλλει τις αποφάσεις της.

ΠΡΟΤΑΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Αποτελεί αδήριτη πλέον ανάγκη να τροποποιηθεί νομοθετικά το άρθρο 365 του Κ.Π.Δ. προς την κατεύθυνση της ανάγνωσης των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων στην αυτόφωρη επ’ ακροατηρίω διαδικασία, κατά την προδικασία της οποίας ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του θα έχουν τη δυνατότητα να απευθύνουν ερωτήσεις (οι οποίες θα καταγράφονται στην ένορκη κατάθεση) στους μάρτυρες, παρουσία των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων, έχοντας περαιτέρω τη δυνατότητα το δικαστήριο, με αίτηση του εισαγγελέα ή ενός από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την εμφάνιση των απολιπομένων μαρτύρων των οποίων αναγνώστηκε η κατάθεσή τους και κρίθηκε ότι απαιτείται η δια ζώσης (επ’ ακροατηρίω) εξέταση αυτών ή κάποιων εξ αυτών, χωρίς να αποκλείεται τέλος το δικαίωμα του μάρτυρα – παθόντος από την αξιόποινη πράξη, εφόσον επιθυμεί να παρασταθεί στο δικαστήριο και να ασκήσει πολιτική αγωγή, να δηλώνει τούτο προανακριτικά και να κλητεύεται κατά τους ορισμούς του άρθρου 421 του Κ.Π.Δ., ακολουθούμενης τοιουτοτρόπως της ήδη υφιστάμενης διαδικασίας για την κλήτευση μαρτύρων στο ακροατήριο κατά την αυτόφωρη διαδικασία. 

                                                                  Αθήνα, 10 – 07 - 2013

                                                                                     

                                                             ΙΩΑΝΝΗΣ Π. ΠΙΕΡΡΟΣ

                                                   ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ