Μισθολογική κατάσταση και ολομέλεια δικαστηρίων

Ημερομηνία δημοσίευσης: Dec 08, 2012 3:38:13 PM

ΤΕΤΆΡΤΗ, 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2012

Αφορμή για τη σύνταξη αυτού του κειμένου αποτέλεσε η ανάγνωση της ακόλουθης περικοπής από την ομιλία της προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στην πανδικαστική συγκέντρωση της 5.9.2012: «Επίσης, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Ασημακοπούλου με εξουσιοδότησε να μεταφέρω ότι συμμερίζεται και στηρίζει τις αντιδράσεις μας, όταν αυτές είναι εντός των ορίων της νομιμότητας και του Συντάγματος».

Με δεδομένο ότι, ως γνωστό, είναι αμφισβητούμενη η νομιμότητα της αποχής από τα δικαστικά καθήκοντα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις επερχόμενες μειώσεις των αποδοχών, είναι σαφές ότι πρέπει να αναζητηθούν και άλλοι τρόποι έκφρασης των θέσεων του δικαστικού σώματος, οι οποίοι δεν θα προσκρούουν σε νομικά κωλύματα.  

Κατ’ άρθρο 14 παρ.7β΄ ν.1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ) στην αρμοδιότητα της ολομέλειας των δικαστηρίων υπάγεται μεταξύ άλλων η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης. Εφ’ όσον, λοιπόν, επικρατεί η άποψη ότι η μείωση των αποδοχών μας δεν υποβαθμίζει απλώς την οικονομική θέση μας αλλά παραβιάζει το Σύνταγμα και υπονομεύει την ανεξαρτησία και την απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, το ζήτημα αυτό εμπίπτει στα θέματα, με τα οποία δύναται να ασχοληθεί η ολομέλεια των δικαστηρίων, τόσο της ουσίας όσο του Αρείου Πάγου, υπό τη μορφή θεσμικής έκφρασης και γνωμοδότησης για τις επερχόμενες μεταβολές.

Η σύγκληση της ολομέλειας είτε σε κάθε δικαστήριο είτε μόνο στον Άρειο Πάγο με αντικείμενο τη γνωμοδότηση, εάν η μείωση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, παραβιάζει το Σύνταγμα και θέτει σε αμφιβολία την ανεξαρτησία και την απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, ασφαλώς δεν μπορεί να αναγκάσει νομικά την κυβέρνηση να ανακαλέσει τις δημοσιονομικές αποφάσεις της, εάν και αυτή δεν το επιθυμεί, όμως εμφανίζει τα ακόλουθα κατά τη γνώμη μου πλεονεκτήματα:

  1) Αίρει τους δικαστικούς λειτουργούς από τη συλλογική ανωνυμία που συνεπάγεται αναγκαστικά σε ορισμένο βαθμό η κινητοποίηση μέσω των συνδικαλιστικών οργάνων και τους επανατοποθετεί στη θέση του δημόσιου λειτουργού που έχει τη δυνατότητα να εκφρασθεί θεσμικά και επωνύμως με την ψήφο του επί των επικείμενων μεταβολών. Έτσι, η τρίτη λειτουργία του κράτους θα λειτουργήσει συντεταγμένα και η θεσμική έκφρασή της θα λάβει νομική υπόσταση και σε κάθε περίπτωση μορφή υψηλότερης κατά την άποψή μου τυπικής ισχύος από ότι συμβαίνει με την αποχή από τα δικαστικά καθήκοντα. Μάλλον είναι μεγαλύτερο το ηθικό κόστος να αψηφήσει η εκτελεστική λειτουργία την κατά νόμο (ΚΟΔΚΔΛ) θεσμική έκφραση των δικαστικών λειτουργών και ιδίως εάν πρόκειται για απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου παρά να προσπεράσει έστω και με κάποιο εκνευρισμό την όποιας μορφής αποχή από τα καθήκοντά τους,

2) η προτεινόμενη διαδικασία δεν ταλαιπωρεί τους πολίτες δια της αναβολής των υποθέσεών τους στα δικαστήρια ούτε δια της καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων και έτσι δεν φέρνει τους δικαστές μετωπικά αντιμέτωπους με την υπόλοιπη κοινωνία. Ήδη τα μέσα ενημέρωσης τείνουν να παρομοιάζουν το δικαστικό σώμα με μία από τις πολλές συντεχνίες που επιθυμούν τη διατήρηση προνομίων ή απλώς δικαιωμάτων και για το λόγο αυτό εκβιάζουν την κυβέρνηση αρνούμενες την παροχή υπηρεσιών στους υπόλοιπους συμπολίτες μας. Στην οριακή κατάσταση που βιώνει η χώρα μας δεν είναι ορθό οι δικαστικοί λειτουργοί να ενισχύουν με τη στάση τους την άποψη αυτή. Ακόμη και κοντόφθαλμα φερόμενοι δεν είναι προς όφελός τους να απωλέσουν την όποια ηθική υποστήριξη τους παρέχει ακόμη, δηλαδή το κύρος που τους αναγνωρίζει, η υπόλοιπη κοινωνία και

3) μέσω της σύγκλισης ολομέλειας σε κάθε δικαστήριο θα τοποθετηθεί υπεύθυνα κάθε δικαστικός λειτουργός ακριβώς επί του κρίσιμου ζητήματος, ούτως ώστε να μην υπάρχει σύγχυση για το ποιές πραγματικά είναι οι θέσεις του δικαστικού σώματος και για το εάν ένα μέρος του ασπάζεται ή όχι τις πρωτοβουλίες του εκάστοτε προεδρείου της Ένωσης επί των μισθολογικών ζητημάτων. Θεωρώ ότι η προτεινόμενη διαδικασία έκφρασης του δικαστικού σώματος εμπεριέχει εκ των πραγμάτων περισσότερα στοιχεία ειλικρίνειας και διαύγειας, τα οποία είναι δυνατό στο μέλλον να δράσουν ευεργετικά στις σχέσεις μας με την υπόλοιπη κοινωνία.  

Οι γνωμοδοτικές αποφάσεις της ολομέλειας των δικαστηρίων δεν θα πρέπει να αρκούνται στην εναντίωση ή ενδεχομένως στην αποδοχή των επικείμενων μισθολογικών μειώσεων αλλά να περιέχουν περαιτέρω θετικές συστάσεις για τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ολοκλήρωση του δημοσιονομικού εγχειρήματος, όπως χαρακτηριστικά η μείωση των πραγματικών συνολικών αποδοχών των βουλευτών και των μελών της κυβέρνησης στο ύψος των πραγματικών αποδοχών των δικαστών, προκειμένου να διατηρηθεί το ισότιμο και ισόκυρο των τριών λειτουργιών του κράτους, ακόμη και αν αυτό καταστήσει απαραίτητη τη συμμετοχή τους στις κοινοβουλευτικές επιτροπές χωρίς την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης. Άλλη σύσταση που θα μπορούσε να περιέχεται στις γνωμοδοτικές αποφάσεις της ολομέλειας των δικαστηρίων είναι η κατάργηση ορισμένων, έστω των πιο αναχρονιστικών, κωλυμάτων εντοπιότητας και ενδεχομένως η απεμπλοκή των δικαστικών λειτουργών από μη δικαστικά καθήκοντα, με τα οποία είναι επιφορτισμένοι από διάφορους νόμους και τα οποία τους αποσπούν από τα δικαστικά καθήκοντά τους. Η τοποθέτηση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί των ζητημάτων αυτών κατ’ άρθρα 14 και 23 ΚΟΔΚΔΛ είναι σημαντική και επιθυμητή, όχι μόνο για να πληροφορηθεί η κυβέρνηση και η υπόλοιπη κοινωνία με τον πλέον επίσημο τρόπο από το ανώτατο δικαστήριο, εάν η οικονομική κατάσταση των δικαστικών λειτουργών σχετίζεται με την ποιότητα της απονεμόμενης δικαιοσύνης αλλά και διότι με το υψηλό κύρος της θα χαράξει σε μεγάλο βαθμό τα όρια, εντός των οποίων θα μπορούν άνετα να κινηθούν τα επόμενα έτη οι εκπρόσωποι της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στις επαφές τους με τους εκπροσώπους των δύο λοιπών λειτουργιών του κράτους. Σχετικά πρόσφατη είναι η γνωμοδοτική απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπ’ αρ.23/20.12.2011, με την οποία το ανώτατο δικαστήριο γνωμοδότησε επί των διατάξεων του νομοσχεδίου για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας (ν.4055/2012), το οποίο είχε επίσης προκαλέσει την μήνιν της πλειονότητας του νομικού κόσμου της χώρας αλλά δεν περιείχε μισθολογικού χαρακτήρα διατάξεις. Εάν οι επικείμενες δυσμενείς μισθολογικές μεταβολές όντως επιδρούν στην ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και υπονομεύουν την ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου οφείλει να τοποθετηθεί, διότι ο Άρειος Πάγος εκτός από ανώτατο δικαστήριο αποτελεί και την ανώτερη ιεραρχικά βαθμίδα του δικαστικού σώματος, τη φυσική ηγεσία, ας μου επιτραπεί η έκφραση, της δικαιοσύνης. Η φυσική ηγεσία της δικαιοσύνης στις κρίσιμες περιστάσεις πρέπει να συμβάλλει στη χάραξη της ακολουθητέας οδού, διότι η σιωπή της έχει ως συνέπεια οι δικαστικοί λειτουργοί να εκφράζονται μόνο μέσω των συνδικαλιστικών οργάνων τους, πράγμα θεμιτό αλλά ίσως ανεπαρκές σε οριακές καταστάσεις.     

Πολλοί από τους αναγνώστες του κειμένου αυτού ίσως το θεωρήσουν συντηρητικό, επειδή φαίνεται προσηλωμένο στην παραδοσιακή και ίσως απαρχαιωμένη αρχή ότι οι δικαστές μιλούνε μόνο μέσω των αποφάσεών τους. Άλλους ίσως τους ξενίσει ως αθέμιτη η μίξη των οικονομικών επιδιώξεων των δικαστικών λειτουργών με την έκδοση έστω και γνωμοδοτικών αποφάσεων των ολομελειών των δικαστηρίων. Εάν όντως η μείωση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών επιδρά στην ανεξαρτησία και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, η μίξη αυτή συνιστά κατανοητή ιδιομορφία που εξηγείται από την ιδιότυπη θέση των δικαστικών λειτουργών ως άμεσων οργάνων του κράτους και ταυτόχρονα εργαζομένων κατά τρόπο που δεν συναντάται στα μέλη των άλλων δύο λειτουργιών του κράτους και μάλλον βρίσκεται εντός των ορίων της νομιμότητας και του Συντάγματος, για να επανασυνδεθούμε με τη φράση που αποτέλεσε την αφορμή σύνταξης αυτού του κειμένου.

Γιώργος Πλαγάκος

Πρωτοδίκης