Πότε άραγε θα σταματήσουν τα ΜΜΕ να χρησιμοποιούν τον εσφαλμένο όρο «προφυλάκιση»;

Ημερομηνία δημοσίευσης: Nov 11, 2013 8:49:31 AM

Τρίτη, 27 Αυγούστου 2013

      Γράφει ο Σίσκος Παναγιώτης,

      δικηγόρος

      Υπ. ΜΔ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ

     

 Προφυλάκιση: Ένας όρος που έπαυσε να υπάρχει στο ποινικό δικονομικό δίκαιο της Ελλάδας ήδη από το 1981, όταν η χώρα μας επιδίωξε να εναρμονιστεί με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αντικαθιστώντας τον άκομψο όρο «προφυλάκιση» με τον έκτοτε ισχύοντα όρο «προσωρινή κράτηση». Μέχρι τότε η πάλαι προφυλάκιση επιβαλλόταν υποχρεωτικά σε περίπτωση σοβαρών υπονοιών ενοχής τέλεσης κακουργήματος και δυνητικά σε περίπτωση πλημμελήματος, διαδραματίζοντας ένα ρόλο προ-ποινής, ήδη από το «ευαίσθητο» στάδιο της προδικασίας, δηλαδή σε στάδιο προγενέστερο της ωρίμανσης της υπόθεσης.

Το αποτέλεσμα; Γέμιζαν οι φυλακές με προφυλακισμένους υπόδικους. Αν μετρούσε κανείς τον πληθυσμό των φυλακών, σε δύο καταδικασθέντες αντιστοιχούσε πάνω-κάτω ένας υπόδικος[1]. Το πρόβλημα από άποψη ανθρωπιστική ήταν σπουδαίας βαρύτητας. Η υπερβολική χρήση του θεσμού ήταν προφανής, οφειλόμενη στο γράμμα του νόμου που αφενός δεν έθετε πρόσθετες προϋποθέσεις επιβολής, αφετέρου αρκούνταν σε «σοβαρές υπόνοιες ενοχής»[2] του κατηγορουμένου. Στην πορεία λοιπόν ένα μεγάλο μέρος από τους προφυλακισθέντες είτε απαλλάσσονταν με βούλευμα είτε αθωώνονταν στο ακροατήριο είτε καταδικάζονταν σε ποινές μικρότερες απ’ όσο διήρκεσε η προφυλάκιση ή σε ποινές που μετατράπηκαν σε χρηματικές ή ανεστάλησαν κατά τα άρ. 99 επ. ΠΚ[3].

Προς συρρίκνωση των απαράδεκτων αυτών φαινομένων και προς εναρμόνιση με την ΕΣΔΑ ο όρος «προφυλάκιση» έπαυσε να υπάρχει στο ποινικό δικονομικό δίκαιο ως τέτοιος και αντικαταστάθηκε με τον όρο «προσωρινή κράτηση». Δυστυχώς όμως δεν έπαυσε να χρησιμοποιείται και από δημοσιογράφους οι οποίοι σε κάθε ποινική υπόθεση, ίσως από άγνοια,  ίσως προς εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης, ίσως από άγνωστο λόγο, συνεχίζουν εν έτει 2013, να χρησιμοποιούν τους όρους «προφυλάκιση», «προφυλακίστηκε», «κρίθηκε προφυλακιστέος» αντί των ορθών όρων «προσωρινή κράτηση», «κρατείται προσωρινά», «κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος» κλπ.

Άραγε έχει διαφορά ο όρος «προφυλάκιση» από τον όρο «προσωρινή κράτηση»; Το θέμα δεν άπτεται απλώς της ορθότητας της χρήσης του όρου, αλλά ανάγεται σε  ζήτημα ανθρωπισμού και ζήτημα νομικού πολιτισμού.

Πρώτον, ο όρος προφυλάκιση παραπέμπει στο σχήμα «φυλάκιση πριν από τη φυλάκιση», άρα μία προπαρασκευαστική ποινή, σε στάδιο πριν από την κύρια ποινή. Στο προγενέστερο όμως στάδιο της προδικασίας, κατά το οποίο δεν έχει ακόμη κριθεί η ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και κατά το οποίο οι αποδείξεις είναι τόσο ισχνές, είναι δυνατόν να γίνεται λόγος, έστω και εμμέσως, για ποινή; Για στιγματισμό; Για τιμωρία;

Η προσωρινή κράτηση έχει σκοπούς τελείως διαφορετικούς από αυτούς της ποινής, οι οποίοι και θα πρέπει να καταστούν αντιληπτοί και από τα ΜΜΕ, αλλά και από το τηλεοπτικό και αναγνωστικό κοινό. Και ο σκοποί αυτοί δεν είναι άλλοι από α) το να παραμείνει ο κατηγορούμενος υπό τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, ώστε να εξασφαλιστεί τόσο η εμφάνιση και παραμονή του στο δικαστήριο (εάν παραπεμφθεί βεβαίως) όσο και η μεταγενέστερη έκτιση της ποινής (εάν και εφόσον κριθεί ένοχος και του επιβληθεί ποινή) και β) το να αποτραπεί ο κατηγορούμενος από την τέλεση νέων αδικημάτων. Πρόκειται για σκοπούς διαφορετικούς εκείνων της ποινής (ήτοι ανταπόδοση, γενική πρόληψη, ειδική πρόληψη[4]).

Δεύτερον, η χρήση του όρου «προφυλάκιση» δεν συνάδει ούτε με το αναγνωρισμένο στο άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Όταν ο τηλεθεατής, ο ακροατής ή ο αναγνώστης ως δέκτης ακούει ή βλέπει τη λέξη «προφυλάκιση», δηλαδή προ-ποινή, δημιουργείται σε αυτόν η εντύπωση ότι ο «προφυλακισθείς» είναι οπωσδήποτε και ένοχος. Για την επιβολή της προσωρινής κράτησης όμως δεν προϋποτίθεται η πλήρης βεβαιότητα περί της ενοχής, αλλά κάτι λιγότερο από την πλήρη βεβαιότητα περί της ενοχής[5] που συντρέχει επί καταδικαστικής απόφασης[6]. Και αυτό το κάτι λιγότερο από την βέβαιη ενοχή είναι το κρίσιμο στοιχείο «που κάνει τη διαφορά».

Πολλοί είναι οι λόγοι που ακόμη και αν εντοπιστεί κάποιος επ’ αυτοφώρω να τελεί την αντικειμενική υπόσταση κάποιου κακουργήματος, συνηγορούν υπέρ της αθώωσής του. Και αυτοί οι λόγοι μπορεί αποδεικτικά να προκύψουν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και να μην ήταν γνωστοί (για οποιονδήποτε λόγο) στο αρμόδιο (κατά περίπτωση[7]) όργανο που επέβαλλε την προσωρινή κράτηση. Δεν είναι διόλου απίθανο ο κατηγορούμενος να βρισκόταν σε άμυνα, σε κατάσταση ανάγκης ή σε εκπλήρωση καθήκοντος. Ενδεχομένως να μην είχε υποκειμενικά τον απαιτούμενο δόλο, ή να βρισκόταν σε πλήρη κατάσταση διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή σε κατάσταση που δεν του έδινε τα περιθώρια επιλογής να πράξει κάτι διαφορετικό από αυτό που πράγματι έπραξε.

 Με ποιο δικαίωμα λοιπόν όσοι κάνουν χρήση του όρου «προ-φυλάκιση», δημιουργούν την εντύπωση της ενοχής; Σε ένα στάδιο που το τεκμήριο αθωότητας ουδόλως έχει τρωθεί; Αντίθετα ο όρος προσωρινή κράτηση δηλώνει ακριβώς αυτό: Kρατήθηκε προσωρινά προκειμένου να εξασφαλιστεί η εμφάνισή του στο δικαστήριο και προκειμένου να μην φύγει και να μην κρυφτεί ή να μην τελέσει και άλλα αδικήματα. Μπορεί όμως να είναι και αθώος. Και αυτή η  (έστω μικρή) πιθανότητα αθώωσης είναι στοιχείο κρίσιμο το οποίο θα πρέπει να υπολογίζεται και να προβληματίσει τους πάντες. Και τα ΜΜΕ και τους δέκτες αυτών.

[1] βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2007, 346 επ., Κουράκη, Προσωρινή κράτηση: oι δυσλειτουργίες ενός θεσμού, ΠοινΧρ 1986, 625 επ.

[2] Επρόκειτο για μία προϋπόθεση που όχι μόνο δεν υπερτερούσε στη βαθμίδα των ενδείξεων, όπως θα έπρεπε (βλ. σχετικά Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 350), αλλά αντίθετα υστερούσε σε σχέση με τις «αποχρώσες ενδείξεις» που τότε απαιτούνταν ως προϋπόθεση παραπομπής στο ακροατήριο κατ’ άρθ. 313 ΚΠΔ (βλ. Μαργαρίτη, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικού όροι (παρελθόν – παρόν – μέλλον), 2012, σελ. 81)

[3] βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 2 σημ. 2

[4] Για τους σκοπούς της ποινής βλ. Μπιτζιλέκη, σε Καϊάφα-Γκμπάντι/Μπιτζιλέκη/Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 5 επ.

[5] Και κάτι περισσότερο από την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ.  Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 83 σημ. 128 όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία)

[6] βλ. Μαργαρίτη, Εφαρμογές Ποινικής Δικονομίας, τομ. 2ος , σελ. 288, Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 2006, σελ. 459, οι οποίοι αναφέρουν ότι η καταδικαστική απόφαση προϋποθέτει να έχει πεισθεί το δικαστήριο περί της ενοχής του και να μην αμφιβάλλει, διότι αλλιώς πρέπει να αχθεί σε έκδοση αθωωτικής απόφασης

[7] βλ. ενδεικτικά άρ. 283 παρ. 1, άρ. 29 παρ. 2- 4 σε συνδ. με 283, άρ. 315 παρ. 3, άρ. 318 σε συνδ. με 315 παρ. 3, άρ. 120 παρ. 2 σε συνδ. με 315 παρ. 3 ΚΠΔ.