Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα και το Σωο-Κράτος

Ημερομηνία δημοσίευσης: Dec 08, 2012 4:0:24 PM

ΤΡΊΤΗ, 23 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2012

http://dikastis.blogspot.gr/2012/10/blog-post_3134.html

Η διαδικασία που προβλέπει ο νόμος για την κατάληψη της θέσης του δικαστή στην Ελλάδα περιλαμβάνει την διεξαγωγή γραπτών και προφορικών εξετάσεων από τις οποίες αναδεικνύονται υποτίθεται οι σε υψηλότερο βαθμό νομικά καταρτισμένοι (την επιτροπή ήθους δεν την μνημονεύω καν ως εξέταση αφού αφενός η εν λόγω δοκιμασία είναι υποτυπώδης, αφετέρου δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος ελέγχου – εξέτασης του ήθους κάποιου σε δοκιμασία συνέντευξης)

. Επομένως διορισθείς στην Ελλάδα δικαστής δεν έχει κατ’ ανάγκη κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους που τον καθιστά ικανότερο να κρίνει τους άλλους. Ούτε αποδεδειγμένα από μόνο το γεγονός της επιτυχίας κατάληψης της εν λόγω θέσης συνάγεται η ακεραιότητα του χαρακτήρα του ή το υψηλό ήθος του σε βαθμό που να υπερβαίνει εκείνο του μέσου κοινωνού.

Τελικά είναι κατά τεκμήριο ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Παρόλα ταύτα καλείται να επιτελέσει ένα έργο, το οποίο, αφενός απαιτεί όλα τα προαναφερθέντα προσόντα, αφετέρου είναι αντικειμενικά εξαιρετικά δύσκολο για τα ανθρώπινα μέτρα και ταυτόχρονα θεμελιώδες για το βίο όλων των πολιτών. Καλείται να γίνει ο εργάτης και ο εγγυητής της επικράτησης δικαιοσύνης στο βαθμό που δύναται να επιτευχθεί αυτό. Η δικαιοσύνη για την οποία μιλώ είναι έννοια τόσο σύνθετη αλλά και τόσο απλή ταυτόχρονα. Είναι ιδέα την οποία οφείλει, να υπηρετεί ο νομοθέτης κατά την άσκηση του νομοθετικού του έργου και να προσεγγίζει κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό ο δικαστής ερμηνεύοντας τελολογικά το νόμο κατά το δικαιοδοτικό του έργο. Ταυτόχρονα είναι η ιδέα που εμπεριέχεται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, το οποίο διαπνέει και τον δικαστή και στη φωνή της συνείδησης του μέσου χρηστού κοινωνού. Με άλλα λόγια καθήκον του δικαστή είναι με τις αποφάσεις του να πράττει το δίκαιο. Τα ανωτέρω ισχύουν προσαρμοσμένα στην εν μέρει διαφοροποιημένη φύση των καθηκόντων τους και για τους εισαγγελικούς λειτουργούς. Μόνο αν δεχτούμε αυτή την σκέψη ως αφετηρία (πράγμα που θεωρώ αυτονόητο), πιστεύω ότι είναι εφικτό να εξευρεθεί η λύση για τα προβλήματα που απασχολούν το σώμα.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση του όγκου της εργασίας των δικαστών και των εισαγγελικών λειτουργών. Την αλματώδη αυτή αύξηση δεν ακoλούθησε αύξηση και των θέσεων των λειτουργών, του γραμματειακού προσωπικού, και της υλικοτεχνικής υποδομής. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται ευχερώς από στοιχεία που είναι στη διάθεση όποιου τυχόν αμφιβάλει περί αυτού. Το προπεριγραφέν φαινόμενο έχει το εξής αναγκαίο αποτέλεσμα : οι δικαστές και οι εισαγγελείς χρεώνονται τελικά τέτοιο αριθμό υποθέσεων-δικογραφιών, που στην προσπάθεια τους να κατορθώσουν, για τις υποθέσεις που έχουν χρεωθεί, να βγάλουν αποφάσεις οι μεν (σε 2 μήνες από τη δικάσιμο στην εκκουσία, 1 μήνα στα ασφαλιστικά και 4 μήνες στα υπόλοιπα), και να διεκπεραιώσουν οι δε, προκειμένου, άλλοι να ικανοποιήσουν την επιταγή της ταχείας απονομής δικαιοσύνης από ευσυνειδησία, άλλοι να μην βρεθούν εκπρόθεσμοι και αντιμετωπίσουν πειθαρχικό και οι περισσότεροι και για τα δύο, πιέζονται σε τέτοιο βαθμό που κατά λογική αναγκαιότητα δεν μπορούν να επιδείξουν την δέουσα προσοχή, υποπίπτουν σε αβλεψίες και ενεργούν με προχειρότητα κατά την επεξεργασία της υπόθεσης και τελικά εκτελούν τα καθήκοντα τους, άλλοι συνειδητά και άλλοι ασυνείδητα, πλημμελώς. Επιπλέον, υπάρχουν δικαστές που έχουν εκδώσει προδικαστική απόφαση μόνο και μόνο για να «φύγει» από την χρέωση τους η υπό κρίση υπόθεση επειδή έχουν μεγάλο υπόλοιπο και κινδυνεύουν με πειθαρχικό. Υπάρχουν εισαγγελείς που επιστρέφουν δικογραφίες για β’, γ’ ή και παραπάνω προανάκριση με ένα προσχηματικό λόγο μόνο και για μόνο για την ίδια ως άνω αίτια. Δεν αποδυναμώνεται αν όχι ακυρώνεται ο θεσμικός ρόλος του εισαγγελέα ως προς την έκφανση του φύλακα της νομιμότητας με υποχρέωση άσκησης δίωξης για οτιδήποτε αξιόποινο υποπέσει στην αντίληψη του όταν υπερχρεώνεται με αποτέλεσμα να αποφεύγει να χρεώνει και ο ίδιος τον εαυτό του? Πόσο σε βάθος μπορεί ο ανακριτής να διερευνήσει μια υπόθεση για να εξιχνιάσει ένα αδίκημα και να ανακαλύψει την αλήθεια, όταν έχει πολλές φορές τριψήφιο αριθμό δικογραφιών, εισαχθεισών στην ανάκριση για πάνω από έτος; Πώς θα δικάσει ένας δικαστής στο μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο σε μια μέρα έκθεμα με αριθμό υποθέσεων που υπερβαίνουν τις 100? Σε πόσο βάθος έχει μελετήσει όλες αυτές τις υποθέσεις και ειδικά εκείνες που έχουν και αστικό κομμάτι ή γενικά προεκτάσεις και σε άλλα δικαστήρια ή διοικητική αλληλογραφία, πραγματογνωμοσύνες, αεροφωτογραφίες; Πόσο «γρήγορος» (ή μήπως πρόχειρος) πρέπει να είναι ? πόσο υπερήφανος πρέπει να νιώθει για την ποιότητα των αποφάσεων του εάν τελικά καταφέρει να δικάσει τις περισσότερες από αυτές; Άραγε εάν ήταν πολύ λιγότερες θα έβγαζε τις ίδιες αποφάσεις? Για τους παραπάνω, όπου τίθεται ζήτημα σύγκρουσης της αίσθησης του καθήκοντος με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω. Στα προαναφερθέντα εάν προστεθεί και η παράμετρος της παραγραφής ειδικά στις ποινικές υποθέσεις, της έλλειψης επαρκούς γραμματειακής υποστήριξης με κάλυψη των οργανικών θέσεων και της έλλειψης σε υλικοτεχνική υποδομή ακόμα και σε στοιχειώδες επίπεδο σε πολλά επαρχιακά πρωτοδικεία, γίνεται αντιληπτό πόσο ακόμη μεγαλύτερη πίεση αισθάνεται ο δικαστής και πόσο ακατόρθωτο τελικά φαντάζει, υπό τις αναλυτικά προεκτεθείσες συνθήκες, το εγχείρημα της εκτέλεσης των καθηκόντων με νηφαλιότητα, ηρεμία, και συγκέντρωση όλων του των ικανοτήτων και των δυνάμεων στο μέγιστο βαθμό, ώστε να επεξεργαστεί στο απαιτούμενο βάθος και με τη δέουσα σημασία στις λεπτομέρειες την υπόθεση που κρίνει προκειμένου να εξεύρει πράγματι το δίκαιο και να το αποδώσει προσηκόντως. Τούτο όμως το συμπέρασμα, εφόσον δεχτήκαμε ανωτέρω ότι καθήκον του δικαστή είναι με τις αποφάσεις του να πράττει το δίκαιο δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα συνείδησης για τον δικαστή. Τελικά έχει καθήκον να πράξει το ανέφικτο ! Από την άλλη μεριά, ενόψει του ότι η διαμόρφωση της ανωτέρω κατάστασης κατά λογική συνέπεια οφείλεται στις επιλογές της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας τυγχάνει λιαν αμφίβολο ότι η πρόθεση της Πολιτείας είναι να πράττει ο δικαστής το δίκαιο (όταν θεσπίζεις πολυάριθμα ένδικα μέσα, σε πολλά από τα οποία δεν απαιτείς κανένα ειδικό λόγο άσκησης, ποινικοποιείς πολυάριθμα τυπικά αδικήματα, και παράλληλα δεν αυξάνεις τον αριθμό των δικαστών διατηρώντας το ίδιο όριο παραγραφής των ποινικών αδικημάτων είναι αντιληπτό με απλή λογική που οδηγείσαι και άρα κατατείνεις) . Στην ανωτέρω προεκτεθείσα κατάσταση, έρχεται προσφάτως να προστεθεί και η μείωση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών σε βαθμό που να διακινδυνεύεται η αξιοπρεπής διαβίωση τουλάχιστον των πρωτοδικών και η αδιάσπαστη από βιοτικές μέριμνες προσήλωση του δικαστή στο δύσκολο έργο του. Σε αυτό το σημείο είναι σωστό να σταθούμε λίγο. Αξιοπρεπή διαβίωση ασφαλώς δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι και όλες οι επαγγελματικές ομάδες και είναι τουλάχιστον γελοίο να αξιώνουμε οι δικαστές κάτι τέτοιο ως ειδικά απονεμημένο σε εμάς προνόμιο. Επιπλέον, δημιουργείται εύλογα δυσάρεστη εικόνα (για να μην το θέσω αλλιώς) για τους δικαστές, σε έναν βιοπαλαιστή ο οποίος, είδε ήδη το μισθό του η γενικά το εισόδημα του να μειώνεται εξοντωτικά δυνάμει των νέων οικονομικών μέτρων ενόψει των συμβάσεων της χώρας με τους δανειστές της, είδε τους δικαστές (του ΣτΕ) να κρίνουν εμμέσως σύμφωνη με το σύνταγμα τη λήψη των ήδη υφισταμένων οικονομικών μέτρων σε εκτέλεση του πρώτου μνημονίου το οποίο γενικά κρίθηκε σύμφωνο με το σύνταγμα, και σήμερα βλέπει τους δικαστές να επικρίνουν την Κυβέρνηση για τις μειώσεις που επιφέρει στις αποδοχές των δικαστών με τις νομοθετικές της επιλογές ενόψει των συμβάσεων της χώρας με τους δανειστές της, ευαγγελιζόμενοι την αντισυνταγματικότητα των εν λόγω μειώσεων. Αισθάνεται σαν να του λέει ο έλληνας δικαστής ότι εσύ δεν πειράζει να ζεις αναξιοπρεπώς, αλλά εγώ πειράζει (γιατί τελικά εκεί εντοπίζεται το μέτρο αναλογικότητας που θεσπίζει το Σύνταγμα και μάλιστα έναντι οποιουδήποτε αφηρημένου «δημοσίου συμφέροντος»). Σε αυτήν του την αίσθηση απαντώ, και ελπίζω και οι υπόλοιποι στο σώμα μαζί μου, ότι η αξιοπρεπής διαβίωση είναι φυσικό δικαίωμα και θεμελιώνεται στο Σύνταγμα για όλους μας, πράγμα το οποίο οφείλουμε να υποστηρίξουμε εμπράκτως με τις αποφάσεις μας άμεσα και ότι αντίδραση μας είναι ζήτημα συνείδησης προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το συνολικό πρόβλημα της απονομής της δικαιοσύνης όπως εξετέθη ανωτέρω, μέρος μόνο του οποίου είναι η μείωση των αποδοχών των δικαστών. Η αντίδραση μας θα πρέπει να είναι σε όλα τα επίπεδα που μπορεί να δικαιολογηθεί. Κατ’ αρχήν ότι εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς οφείλουμε να το πράξουμε άμεσα και συγκεκριμένα : 1) τροποποίηση των κανονισμών των Δικαστηρίων με ανώτατο όριο χρέωσης για κάθε δικαστή (ορθό είναι να ληφθεί αντίστοιχη μέριμνα και για τους εισαγγελείς) έτσι ώστε να μειωθεί ο όγκος εργασίας στο προσήκον μέτρο προκειμένου να μπορεί ο δικαστής να πράττει το δίκαιο με την έννοια που αναλύθηκε εκτενώς ανωτέρω, 2) μη εφαρμογή διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται προφανώς για την αποτροπή απόδοσης δικαιοσύνης (όπως πχ οι ρυθμίσεις, ακόμα και εντός του Συντάγματος (!), για την παραγραφή των αδικημάτων υπουργών και πρώην υπουργών κλπ) δια της μη εφαρμογής τους ως αντισυνταγματικών (νομικό έρεισμα υπάρχει). Σε δεύτερο επίπεδο, για όποιο ζήτημα εξαρτάται από το νομοθέτη, συμπεριλαμβανομένης και της εξασφάλισης ενός ελάχιστου ορίου αποδοχών κάτω από το οποίο διακινδυνεύεται η αξιοπρεπής διαβίωση τουλάχιστον των πρωτοδικών και η αδιάσπαστη από βιοτικές μέριμνες προσήλωση του δικαστή στο δύσκολο έργο του, η αντίδραση δεν μπορεί να είναι κάτι ηπιότερο από την συμβολική διακοπή των συνεδριάσεων, με εξακολούθηση κατά τον χρόνο της διακοπής, της άσκησης των καθηκόντων μας στην επεξεργασία των υποθέσεων που έχουμε χρεωθεί (άλλωστε οι δικαστές νομικά και πρακτικά δεν έχουν λήξη ωραρίου). Ως προς την συνταγματικότητα ή μη του εν λόγω μέτρου θα ήθελα να απαντήσω με ένα ερώτημα, απευθυνόμενο κυρίως προς τον πρωτοδίκη που εξέφρασε, πράγματι σεβαστή και εμπεριστατωμένη άποψη, στο άρθρο του « ο έλληνας δικαστής και ο Σωκράτης» : εάν αύριο θεσπιζόταν από την Πολιτεία ότι οι αποδοχές των δικαστών θα είναι συνολικά 1 ευρώ το μήνα, θα ήταν δίκαιο και λογικό να αντιδράσουν αυτοί με την προαναφερθείσα διακοπή? Θα ήταν σύμφωνο με το Σύνταγμα τότε? μήπως το κρίσιμο ζήτημα είναι ο εντοπισμός του ορίου της προσήκουσας αμοιβής κάτω από το οποίο διακινδυνεύεται η αξιοπρεπής διαβίωση τουλάχιστον των πρωτοδικών και η αδιάσπαστη από βιοτικές μέριμνες προσήλωση του δικαστή στο δύσκολο έργο του και όχι τελικά αυτό καθαυτό το μέτρο ? Εμείς οι δικαστές αισθάνομαι ότι είναι λίγο άσκοπο να διασταυρώνουμε τα ξίφη μας ανταλλάσσοντας νομικά επιχειρήματα, αφού γνωρίζουμε από τη δουλεία μας, αφενός ότι οι διατάξεις επιδέχονται διάφορες ερμηνείες και υπάρχουν θεωρίες που μπορούν να στηρίξουν διαφορετικές ερμηνευτικές εκδοχές (ενδεικτικά αναφέρω τη θεωρία των Συνταγματικών διατάξεων του σκληρού πυρήνα , οι οποίες ευρίσκονται εντός των 25 πρώτων άρθρων, οι οποίες δεν μπορούν να παραμεριστούν από τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος στο μέτρο που θίγεται η αρχή της αναλογικότητας), αφετέρου ότι σημασία έχει επί της ουσίας ποιο είναι το δίκαιο και εν συνεχεία πρέπει να επιλέγεται η κατάλληλη νομική επένδυση της εξευρεθείσης ως δίκαιης λύσης.

Και δυο λόγια για την Πολιτεία και την σχέση της με το δικαστή. Εμείς οι δικαστές γνωρίζουμε καλά πόσες φόρες έχει χρειαστεί , ειδικά στο ποινικό κομμάτι, να ερμηνεύσουμε τελολογικά σχεδόν contra legem κάποιες φόρες διατάξεις προκειμένου να καταφέρουμε να αποδώσουμε δίκαιο. Πόσες φορές βλέπουμε τον νομοθέτη απέναντι μας στην προσπάθεια μας να αποδώσουμε δίκαιο? Εντελώς ενδεικτικά, θυμίζω την προσπάθεια των ανακριτών να «σώσουν», με όποιο νομικό τρόπο μπορούσαν, τα κακουργήματα που παραγράφηκαν αυθωρί εν ειδή αμνηστίας με τον πρόσφατο νόμο που άλλαξε τα όρια στα οικονομικά εγκλήματα. Την προσπάθεια των δικαστών σε Συμβούλια να τεκμηριώσουν νομικά το βούλευμα τους περί μη χορήγησης της υφ’ όρο απόλυσης σε κρατούμενο, που έχει καταδικαστεί σε ποινή 18 ετών για ασέλγεια ή βιασμό ανηλίκων (πολλές φορές συγγενών τους) κατ΄ εξακολούθηση για μακρό χρόνο ή για ληστείες με ανθρωποκτονία ή για εμπορία μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, και έχει παραμείνει στη φυλακή μόνο τα 6 χρόνια, αλλά δεν έχει υποπέσει δήθεν σε πειθαρχικά παραπτώματα εντός της φυλακής. Θυμίζω, και καιρός είναι κάποτε να τα μάθει και ο κόσμος, ότι σύμφωνα με το νόμο και ειδικότερα μετά τις πιο πρόσφατες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, σε κάθε ποινή μέχρι 3 ετών που επιβάλλεται, ο κατηγορούμενος δεν μπαίνει φυλακή. Σε ποινή δε από 3 έως 5 μπαίνει φυλακή μόνο εάν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα (μέχρι να γίνει αμετάκλητη η ποινή και να «περαστεί» στο ποινικό μητρώο μπορεί να παρέλθει πολύς χρόνος..) σε ποινές συνολικά άνω του 1 έτους, ειδάλλως θα πρέπει να αιτιολογήσει το Δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία γιατί δεν πρέπει να χορηγηθεί αναστολή της ποινής 3-5 έτη που επέβαλε. Θυμίζω επίσης τις πρόσφατες διατάξεις δήθεν για την αποσυμφόρηση των φυλακών, που πρακτικά έδωσαν αποφυλακιστήριο ή διευκόλυναν σημαντικά την υφ’ όρο απόλυση σε πολλούς ήδη κρατούμενους με ποινή μέχρι πέντε ετών. Θυμίζω τις διατάξεις περί ευθύνης υπουργών κλπ, τις (συνταγματικές) διατάξεις για τη διαβίβαση των σχετικών δικογραφιών στη βουλή, τις φωτογραφικές διατάξεις που έχουν εκδοθεί κατά καιρούς.. όλα τα ανωτέρω εκτίθενται για να υπογραμμιστεί η σοβαρή αμφιβολία για τις αγνές προθέσεις της πολιτικής εξουσίας προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής απόδοσης δικαιοσύνης. Δεν ξέρω εάν το βλέπω μόνο εγώ έτσι αλλά οι φυλακές είναι γεμάτες ως επί το πλείστον με εγκληματίες του λεγόμενου μπλε κολάρου, ενώ οι δράστες βαρύτατων κακουργημάτων, κυρίως του λευκού κολάρου (οικονομικά κατά βάση κακουργήματα σε συνδυασμό και με τέλεση άλλων εγκλημάτων προς υποστήριξη των πρώτων στα πλαίσια λειτουργίας εγκληματικών οργανώσεων), ακόμα και με την συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής, σπάνια φτάνουν στο ακροατήριο. Όσον αφορά δε σε δράστες που τυγχάνουν πολιτικά πρόσωπα, οι ίδιοι έχουν θεσπίσει, είτε την ασυλία τους, είτε την συντομότατη και επηρεαζόμενη μάλιστα από τους ίδιους με διαδικαστικά τερτίπια παραγραφή των εγκλημάτων τους, είτε, με τη διαβίβαση των δικογραφιών στη βουλή, τον έλεγχο τους μόνο από την ίδια αυτή την πολιτική εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν πιστεύω ότι επιτρέπει η συνείδηση κανενός δικαστή να εφαρμόζει τις διατάξεις που θεσπίζει η πολιτική εξουσία, απλά τεχνοκρατικά, ακολουθώντας τη γραμματική ερμηνεία, εντασσόμενος ως γρανάζι σε ένα μηχάνημα, ως ένα τυφλό διεκπεραιωτικό όργανο σε ένα σύστημα, το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι πρεσβεύει το ιδανικό της δικαιοσύνης. Ο Σωκράτης πειθάρχησε στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης σεβόμενος τη δικαστική απόφαση. Δεν θεωρούσε ότι είχε προβεί σε άδικη πράξη , γι΄αυτό και απολογήθηκε , αντί απλά να αποδεχτεί την κατηγορία. Το δικό του χρέος ήταν να σεβαστεί την δικαστική απόφαση. Το χρέος των δικαστών ήταν, είναι και θα είναι να ερμηνεύουν το νόμο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδίδουν δίκαιο. Και όσο εκπληρώνουν τούτο απαρέγκλιτα δεν θα υπάρχουν θυσίες σαν του Σωκράτη.

“Αριστόβουλος Ευέλπιστος”

http://www.ethemis.gr/i-dikeosini-stin-ellada-ke-to-soo-kratos/