Ο Μυστικός Δείπνος και η παράδοση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας 

Οι γιορτές του Πάσχα άρχιζαν από το βράδυ της Παρασκευής. Σημαντικό μέρος της γιορτής ήταν το πασχαλινό τραπέζι, όπου έτρωγαν ψητό αρνί, πικρά χόρτα, άζυμο ψωμί και έπιναν κρασί. Οι μαθητές ρώτησαν τον Ιησού, που βρισκόταν στη Βηθανία:

-Κύριε, πού θέλεις να ετοιμάσουμε το πασχαλινό τραπέζι;

Ο Χριστός έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη στην Ιερουσαλήμ και τους έδωσε οδηγίες πώς θα γιορτάσουν το Πάσχα. Το βράδυ πήγε κι ο ίδιος με τους άλλους μαθητές του και κάθισαν στο Μυστικό αυτό Δείπνο.

Πριν από το φαγητό συνήθιζαν τότε να τους πλύνουν τα πόδια οι υπηρέτες. Εδώ υπηρέτης δεν υπήρχε και ούτε κανένας από τους μαθητές σκέφτηκε να κάνει την εργασία αυτή. Το σκέφτηκε όμως ο Κύριος και θέλησε να τους δώσει ένα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης.

Πήρε λοιπόν μια λεκάνη με νερό, έζωσε στη μέση μια πετσέτα και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει. Όταν ο Χριστός τέλειωσε την εργασία αυτή, τους είπε:

-Σας έπλυνα τα πόδια για να σας δείξω ότι και εσείς οφείλετε να υπηρετείτε τους άλλους, στην ανάγκη δε να θυσιάζετε και τη ζωή σας για αυτούς, όπως θα κάνω εγώ για όλους.

Έπειτα πήγε στη θέση του και με ταραγμένη φωνή είπε:

-Αλήθεια σας λέω, ότι ένας από σας θα με προδώσει.

Όλοι ταράχτηκαν και ήθελαν να μάθουν τον προδότη. Ο Χριστός είπε στον Ιωάννη: «Είναι αυτός που θα του δώσω το ψωμί, βουτηγμένο στο κοινό πιάτο μας». Η προσφορά αυτή ήταν τότε τιμή του οικοδεσπότη προς τον πιο αγαπητό του καλεσμένο. Με την προσφορά αυτή ο Ιησούς έδειχνε την αγάπη του και προς τον χειρότερο μαθητή του. Ο Ιούδας όμως διώχνει την αγάπη αυτή. Δεν μετανοεί. Κι είναι αποφασισμένος να προδώσει, φεύγει.

Το πασχαλινό τραπέζι τώρα πήρε το χαρακτήρα μιας λατρευτικής γιορτής. Ο Χριστός πήρε το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε σε κομμάτια και έδωσε από αυτά στους μαθητές του λέγοντας:

« Λάβετε, φάγετε... Τούτο είναι το σώμα μου...» 

Έπειτα πήρε και το ποτήρι με το κρασί, το ευλόγησε κι αυτό και αφού ευχαρίστησε τον Θεό, έδωσε στους μαθητές να πιουν, λέγοντας:

« Πιέτε από αυτό όλοι. Τούτο είναι το αίμα μου...» 


Ο Ιησούς τους είπε πως λίγο καιρό θα είναι ακόμα μαζί τους. Τότε ο Πέτρος τον διέκοψε για να του πει:

«Κύριε, όπου και να πας, θα έρθω κι εγώ μαζί σου. Κι αν χρειαστεί, θα θυσιάσω και τη ζωή μου ακόμα...»

Αλλά ο Χριστός του είπε:

«Πέτρο, αλήθεια σου λέω πως απόψε, πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με αρνηθείς τρεις φορές...»

Επειδή κι οι άλλοι μαθητές είχαν στενοχωρηθεί, τους είπε να μη λυπούνται, που θα μείνουν μόνοι. Αυτός θα είναι πάντα κοντά τους. Θα τους προστατεύει και θα τους στείλει το Άγιο Πνεύμα για να τους φωτίζει και να τους δυναμώνει...

Έτσι ο Κύριος παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (Θείας Κοινωνίας) στην Εκκλησία μας. Είπε δε στους μαθητές του να επαναλαμβάνουν συχνά την ιερή αυτή μυσταγωγία για να ενώνονται με Αυτόν. Την ίδια σημασία έχει και για μας η Μετάληψη ή Θεία Κοινωνία.

Το πασχαλινό δείπνο τελείωσε με ύμνους, που έψαλαν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι, για τελευταία φορά με τον Κύριο. Έπειτα έφυγαν για τον κήπο της Γεθσημανή, όπου ο Ιησούς συνήθιζε να προσεύχεται. 

Από το Ευαγγέλιο



Νεοελληνική απόδοση


Κατά Ιωάννη 13:1-17 


1 Πριν από τη γιορτή του Πάσχα, ο Ιησούς, γνωρίζοντας ότι έχει έρθει η ώρα του να φύγει από αυτόν τον κόσμο προς τον Πατέρα, αφού αγάπησε τους δικούς του που ήταν στον κόσμο, τους αγάπησε μέχρι το τέλος. 

2 Και ενώ γινόταν το δείπνο, ο διάβολος είχε ήδη βάλει στην καρδιά του Ιούδα, του γιου του Σίμωνα Ισκαριώτη, να τον παραδώσει. 

3 Ο Ιησούς, γνωρίζοντας ότι ο Πατέρας είχε δώσει όλα τα πράγματα στα χέρια του, και ότι είχε βγει από τον Θεό και πήγαινε προς τον Θεό, 

4 σηκώθηκε από το δείπνο, έβγαλε τα εξωτερικά του ρούχα, πήρε μια πετσέτα και τη ζώστηκε. 

5 Έπειτα έριξε νερό σε μια λεκάνη και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει με την πετσέτα που ήταν ζωσμένος. 

6 Ήρθε λοιπόν στον Σίμωνα Πέτρο. Εκείνος του λέει: «Κύριε, εσύ μου πλένεις τα πόδια;» 

7 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και του είπε: «Αυτό που κάνω, εσύ δεν το καταλαβαίνεις τώρα, αλλά θα το καταλάβεις αργότερα». 

8 Ο Πέτρος του λέει: «Δεν θα μου πλύνεις τα πόδια ποτέ!» Ο Ιησούς του απάντησε: «Αν δεν σε πλύνω, δεν έχεις μέρος μαζί μου». 

9 Του λέει ο Σίμων Πέτρος: «Κύριε, όχι μόνο τα πόδια μου, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι». 

10 Ο Ιησούς του λέει: «Ο λουσμένος δεν χρειάζεται παρά να πλύνει τα πόδια του, γιατί είναι ολόκληρος καθαρός. Κι εσείς είστε καθαροί, αλλά όχι όλοι». 

11 Γιατί ήξερε ποιος θα τον παραδώσει. Γι' αυτό είπε: «Δεν είστε όλοι καθαροί». 

12 Όταν λοιπόν έπλυνε τα πόδια τους, πήρε τα εξωτερικά του ρούχα και κάθισε πάλι, τους είπε: «Ξέρετε τι σας έκανα; 

13 Με φωνάζετε διδάσκαλο και Κύριο, και καλά λέτε, γιατί είμαι. 

14 Αν λοιπόν εγώ, ο Κύριος και ο διδάσκαλος, σας έπλυνα τα πόδια, κι εσείς οφείλετε να πλένετε ο ένας τα πόδια του άλλου. 

15 Γιατί σας έδωσα ένα παράδειγμα, ώστε όπως έκανα εγώ σ’ εσάς, κι εσείς να κάνετε. 

16 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω: Δεν είναι δούλος ανώτερος από τον κύριό του, ούτε απόστολος ανώτερος από εκείνον που τον έστειλε. 

17 Αν ξέρετε αυτά τα πράγματα, είστε μακάριοι αν τα κάνετε».


Κατά Ματθαίον 26:17-35  


17  Την πρώτη ημέρα της εορτής των αζύμων, πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού και του είπαν: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;» 

18  Εκείνος είπε: «Πηγαίνετε στην πόλη, στον δείνα, και πείτε του: “Ο Διδάσκαλος λέει: Ο καιρός μου είναι κοντά· στο σπίτι σου θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου”». 

19  Και έκαναν οι μαθητές όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα. 

20  Όταν έγινε βράδυ, κάθισε στο τραπέζι με τους δώδεκα. 

21  Και ενώ έτρωγαν, είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι ένας από σας θα με παραδώσει». 

22  Και λυπούμενοι πολύ, άρχισαν να του λένε ένας ένας: «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;» 

23  Εκείνος αποκρίθηκε: «Αυτός που βούτηξε μαζί μου το χέρι στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει. 

24  Ο Υιός του ανθρώπου πηγαίνει όπως είναι γραμμένο γι' αυτόν, αλλοίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον από τον οποίο παραδίδεται ο Υιός του ανθρώπου· καλό θα ήταν γι' αυτόν τον άνθρωπο αν δεν είχε γεννηθεί». 

25  Αποκριθείς ο Ιούδας, αυτός που τον παρέδωσε, είπε: «Μήπως είμαι εγώ, Ραββί;» Του λέει: «Εσύ το είπες». 

26  Και ενώ έτρωγαν, ο Ιησούς πήρε το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε και το έδωσε στους μαθητές λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου». 

27  Και πήρε το ποτήρι, ευχαρίστησε και τους έδωσε λέγοντας: «Πιείτε από αυτό όλοι· 

28  γιατί τούτο είναι το αίμα μου, το αίμα της διαθήκης, που χύνεται για πολλούς για άφεση αμαρτιών. 

29  Και σας λέω, δεν θα πιω από τώρα από αυτόν τον καρπό του αμπελιού μέχρι εκείνη την ημέρα που θα τον πιω καινούργιο μαζί σας στη βασιλεία του Πατέρα μου». 

30  Και αφού ύμνησαν, βγήκαν στο Όρος των Ελαιών.

31  Τότε λέει ο Ιησούς στους μαθητές του: «Όλοι εσείς απόψε θα σκανδαλιστείτε εξαιτίας μου, διότι είναι γραμμένο: “Θα πατάξω τον ποιμένα, και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα του ποιμνίου”. 

32  Αλλά αφού αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία». 

33  Αποκριθείς ο Πέτρος, του είπε: «Αν και όλοι σκανδαλιστούν εξαιτίας σου, εγώ ποτέ δεν θα σκανδαλιστώ». 

34  Του είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σου λέω ότι αυτή τη νύχτα, πριν λαλήσει ο πετεινός, τρεις φορές θα με αρνηθείς». 

35  Του λέει ο Πέτρος: «Και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε αρνηθώ». Το ίδιο είπαν και όλοι οι μαθητές.

 

Πρωτότυπο Κείμενο


Κατά Ιωάννη 13:1-17 

1 Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα, εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα μεταβῇ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα, ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς. 

2 Καὶ δείπνου γινομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ, 

3 εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθεν καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει, 

4 ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διεζώσατο· 

5 εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτήρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος. 

6 Ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον· καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σὺ μου νίπτεις τοὺς πόδας; 

7 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὃ ἐγὼ ποιῶ σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. 

8 λέγει αὐτῷ Πέτρος· Οὐ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίθη αὐτῷ Ἰησοῦς· Ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ. 

9 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν. 

10 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει εἰ μὴ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ’ ἔστι καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ’ οὐχὶ πάντες. 

11 ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· Οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. 

12 Ὅτε οὖν ἔνιψεν τοὺς πόδας αὐτῶν, ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀναπεσὼν πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; 

13 Ὑμεῖς φωνεῖτέ με ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ κύριος· καὶ καλῶς λέγετε, εἰμὶ γάρ. 

14 εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας ὁ κύριος καὶ ὁ διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας· 

15 ὑπόδειγμα γὰρ ἔδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. 

16 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστιν δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν. 

17 εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοι ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά 


 Κατά Ματθαίον 26:17-35  


17  Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες αὐτῷ· Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα; 

18  Ὁ δὲ εἶπεν· Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε αὐτῷ· Ὁ διδάσκαλος λέγει· Ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστι· πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου. 

19  Καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. 

20  Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. 

21  Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. 

22  Καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ εἷς ἕκαστος αὐτῶν· Μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε; 

23  Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ὁ ἐμβάψας μετ' ἐμοῦ τὴν χεῖρα ἐν τῷ τρυβλίῳ, οὗτος με παραδώσει. 

24  Ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι' οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. 

25  Ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπεν· Μήτι ἐγώ εἰμι, ῥαββί; Λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶπας. 

26  Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασε καὶ δοὺς τοῖς μαθηταῖς εἶπεν· Λάβετε, φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. 

27  Καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· 

28  τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 

29  Λέγω δὲ ὑμῖν, οὐ μὴ πίω ἀπ' ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ' ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρός μου. 

30  Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.

31  Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται γάρ· Πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης. 

32  Μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 

33  Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι. 

34  Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρίς ἀπαρνήσῃ με. 

35  Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. Ὡσαύτως καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον.