Η ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν 

Ο Χριστός πήγαινε κάποτε στη μικρή πόλη Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν οι μαθητές του, αρκετοί οπαδοί του και άλλοι πολλοί. Όπως και άλλες πόλεις, έτσι και η Ναΐν είχε τείχος ολόγυρα, με πύλες εδώ κι εκεί. 

Εκεί, που ο Κύριος πλησίαζε σε μια πύλη, συνάντησε μια κηδεία. Το νεκροταφείο βρισκόταν κι εδώ έξω από την πόλη. Μια χήρα μητέρα κήδευε το μοναχοπαίδι της με σπαρακτικές κραυγές και την κηδεία συνόδευε αρκετό πλήθος. Ο Ιησούς λυπήθηκε τη χαροκαμένη μάνα. Την πλησίασε και της είπε: «Μην κλαίς»! 

Έπειτα πήγε στο νεκρό αγοράκι κι άγγιξε το νεκροκρέβατο. Τους νεκρούς ήταν απαγορευμένο τότε να αγγίζουν, γιατί τα σώματά τους τα θεωρούσαν ακάθαρτα. Οι άνθρωποι, που κρατούσαν το φέρετρο, σταμάτησαν. Ο Χριστός είπε στο νεκρό παιδάκι:

« Παιδί μου, σου λέω να σηκωθείς!»

Με τη θεία εντολή το νεκρό παιδί σηκώθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων. Ο Ιησούς πήρε από το χέρι το παιδί και το έδωσε στη μητέρα του. Εκείνη, με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης, ευχαρίστησε τον Κύριο και έφυγε καταχαρούμενη για το σπίτι της. Χαρά, ανακατεμένη με ευλάβεια και φόβο, κατέλαβε κι όλους όσοι παρακολουθούσαν την κηδεία κι είδαν το θαύμα. Όλοι έμειναν έκπληκτοι μπροστά στη δύναμη του Χριστού και ανασταίνοντας το νεκρό παιδί του χωριού τους έδειξε ότι εξουσιάζει τη ζωή και τον θάνατο. 

Από το Ευαγγέλιο


Η ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Παρακάτω παρατίθεται η σχετική περικοπή πρώτα στη νεοελληνική απόδοση και μετά στο πρωτότυπο κείμενο:


Νεοελληνική απόδοση


Κατά Λουκάν 7:11-17


11. Την επόμενη μέρα, πήγε σε μια πόλη που ονομάζεται Ναΐν, και πολλοί από τους μαθητές του και πολύς κόσμος πήγαιναν μαζί του.

12. Καθώς πλησίασε στην πύλη της πόλης, ιδού, ένας νεκρός μεταφερόταν έξω, ο μονογενής γιος της μητέρας του, και αυτή ήταν χήρα· και πολύς κόσμος από την πόλη ήταν μαζί της.

13. Όταν την είδε ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις».

14. Και πλησιάζοντας, άγγιξε το φέρετρο, και οι μεταφορείς σταμάτησαν. Και είπε: «Νεαρέ, σε σένα μιλάω, σήκω».

15. Και ανακάθισε ο νεκρός και άρχισε να μιλάει, και τον έδωσε στη μητέρα του.

16. Τότε όλους τους κατέλαβε φόβος και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης σηκώθηκε ανάμεσά μας» και «Ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό του».

17. Και διαδόθηκε αυτός ο λόγος για αυτόν σε όλη την Ιουδαία και σε όλη την περιοχή γύρω.


Πρωτότυπο κείμενο


11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν, καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.

12. Ὡς δὲ ἤγγισεν τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.

13. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε.

14. Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπεν· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.

15. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.

16. Ἔλαβεν δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἠγέρθη ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

17. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ περιχώρῳ.