Ο χορτασμός των «πεντακισχιλίων»

Ο Χριστός δίδασκε τα πλήθη κοντά στις γραφικές όχθες της λίμνης της Γεννησαρέτ. Και ήταν τα λόγια του βάλσαμο για τους πονεμένους, παρηγοριά για τους ταπεινούς.

Πλησίαζε το βράδυ και κανένας τους δεν ήθελε να φύγει.


Τότε οι μαθητές είπαν στον Κύριο να τους αφήσει να φύγουν για το χωριό τους, γιατί κανένας δεν είχε μαζί του τρόφιμα.

-Γιατί να φύγουν; Να τους δώσετε εσείς τροφή! απάντησε ο Ιησούς.

-Έχουμε πέντε ψωμιά και δύο ψάρια όλα κι όλα, του εξήγησαν. Αυτοί εδώ είναι ως πέντε χιλιάδες, χωρίς να λογαριάσουμε τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ποιος θα πρωτοφάει;

Ο Χριστός κάλεσε τα πλήθη να καθίσουν κάτω παρέες-παρέες. Ύστερα πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια. Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, ευχαρίστησε τον Πατέρα του και ευλόγησε ψωμιά και ψάρια. Έπειτα τα έκοψε, τα έκανε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν στον κόσμο. Το αξιοθαύμαστο ήταν που έφαγαν και χόρτασαν όλοι, γιατί τα κομμάτια πολλαπλασιάζονταν διαρκώς. 

Κατόπιν ο Χριστός, για να τους διδάξει την τάξη και την οικονομία, είπε να μαζέψουν όλα τα περισσεύματα και γέμισαν με αυτά δώδεκα κοφίνια. Έτσι ο Κύριος, μετά την πνευματική τροφή, πρόσφερε στα πλήθη και την υλική.

Αυτοί δε, που είδαν το θαύμα, έλεγαν αναμεταξύ τους:

-Πραγματικά, αυτός είναι ο Μεσσίας, για τον οποίο γράφουν τα ιερά μας βιβλία πως θα ερχόταν κάποτε στον κόσμο.

Από το Ευαγγέλιο

Η θαυματουργή χορτασμός των πεντακισχιλίων περιγράφεται στα τέσσερα Ευαγγέλια. Παρακάτω παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα:


Νεοελληνική απόδοση


Κατά Ματθαίον 14:13-21


13. Όταν το άκουσε ο Ιησούς, αναχώρησε από εκεί με πλοίο σε έναν έρημο τόπο ιδιαιτέρως. Όταν το έμαθαν τα πλήθη, τον ακολούθησαν πεζή από τις πόλεις.

14. Βγαίνοντας ο Ιησούς, είδε μεγάλο πλήθος, τους σπλαχνίστηκε και θεράπευσε τους αρρώστους τους.

15. Όταν έπεσε το απόγευμα, τον πλησίασαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ο τόπος είναι έρημος και η ώρα ήδη περασμένη. Απόλυσον τα πλήθη, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν τροφές».

16. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν έχουν ανάγκη να φύγουν. Δώστε τους εσείς να φάνε».

17. Του λένε: «Εδώ έχουμε μόνο πέντε άρτους και δύο ψάρια».

18. Εκείνος είπε: «Φέρτε τα εδώ σε μένα».

19. Και αφού διέταξε τα πλήθη να καθίσουν στο χορτάρι, πήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, κοίταξε στον ουρανό, ευλόγησε, και αφού έκοψε τους άρτους, τους έδωσε στους μαθητές, και οι μαθητές στα πλήθη.

20. Όλοι έφαγαν και χόρτασαν, και σήκωσαν τα περισσεύματα των κομματιών, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.

21. Αυτοί που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά.


Κατά Μάρκον 6:30-44


30. Και συνάγονται οι απόστολοι προς τον Ιησού και του ανέφεραν όλα όσα έκαναν και όσα δίδαξαν.

31. Και τους είπε: «Ελάτε εσείς οι ίδιοι κατ' ιδίαν σε έναν έρημο τόπο και αναπαυθείτε λίγο». Διότι πολλοί ήταν αυτοί που έρχονταν και έφευγαν, και δεν είχαν ούτε να φάνε ελεύθερο χρόνο.

32. Και αναχώρησαν με το πλοίο σε έναν έρημο τόπο κατ' ιδίαν.

33. Και τους είδαν οι όχλοι να φεύγουν, και πολλοί τον αναγνώρισαν, και έτρεξαν εκεί πεζή από όλες τις πόλεις και προήλθαν εκεί και τους προϋπάντησαν.

34. Και βγήκε ο Ιησούς, και είδε μεγάλο πλήθος και τους σπλαχνίστηκε, γιατί ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα, και άρχισε να τους διδάσκει πολλά.

35. Και όταν η ώρα ήταν ήδη περασμένη, τον πλησίασαν οι μαθητές του και είπαν: «Ο τόπος είναι έρημος και η ώρα ήδη περασμένη.

36. Απόλυσον αυτούς, για να πάνε στα γύρω χωριά και αγρούς και να αγοράσουν για τους εαυτούς τους κάτι να φάνε».

37. Αλλά εκείνος απάντησε και τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Και του λένε: «Να πάμε να αγοράσουμε διακόσια δηναρίων άρτους και να τους δώσουμε να φάνε;»

38. Και τους λέει: «Πόσους άρτους έχετε; Πηγαίνετε να δείτε». Και αφού έμαθαν, λένε: «Πέντε και δύο ψάρια».

39. Και τους διέταξε να καθίσουν όλους κατά ομάδες στο πράσινο χορτάρι.

40. Και κάθισαν κατά ομάδες, κατά εκατό και κατά πενήντα.

41. Και αφού πήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, κοίταξε στον ουρανό, ευλόγησε και έκοψε τους άρτους και τους έδινε στους μαθητές του για να τους βάλουν μπροστά τους, και τα δύο ψάρια μοίρασε σε όλους.

42. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν.

43. Και σήκωσαν κομμάτια δώδεκα κοφίνια γεμάτα, και από τα ψάρια.

44. Και εκείνοι που έφαγαν τους άρτους ήταν πέντε χιλιάδες άντρες.


Κατά Λουκάν 9:10-17


10. Και όταν επέστρεψαν οι απόστολοι, του διηγήθηκαν όσα έκαναν. Και τους πήρε και αναχώρησαν κατ' ιδίαν σε έναν έρημο τόπο της πόλης που λέγεται Βηθσαϊδά.

11. Όταν το έμαθαν τα πλήθη, τον ακολούθησαν, και τους υποδέχθηκε και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού και θεράπευε εκείνους που είχαν ανάγκη από θεραπεία.

12. Και η μέρα άρχισε να κλείνει, και οι δώδεκα πλησίασαν και του είπαν: «Απόλυσον το πλήθος, για να πάνε στα γύρω χωριά και αγρούς και να καταλύσουν και να βρουν τροφή, γιατί εδώ είμαστε σε έρημο τόπο».

13. Αλλά τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Εκείνοι είπαν: «Δεν έχουμε περισσότερα από πέντε άρτους και δύο ψάρια, εκτός αν πάμε εμείς και αγοράσουμε τροφές για όλο αυτό το λαό».

14. Διότι υπήρχαν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε στους μαθητές του: «Βάλτε τους να καθίσουν κατά ομάδες των πενήντα».

15. Και έκαναν έτσι, και τους έβαλαν όλους να καθίσουν.

16. Και αφού πήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, κοίταξε στον ουρανό, ευλόγησε τους, έκοψε και έδινε στους μαθητές να τους βάλουν μπροστά στο πλήθος.

17. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και σήκωσαν το περίσσευμα των κομματιών δώδεκα κοφίνια.


Πρωτότυπο


Κατά Ματθαίον 14:13-21


13. Καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν· καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων.


14. Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδεν πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς, καὶ ἐθεράπευσεν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν.


15. Ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος, καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.


16. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν.


17. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας.


18. Ὁ δὲ εἶπεν· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε.


19. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις.


20. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις.


21. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων.


Κατά Μάρκον 6:30-44


30. Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.


31. Καὶ λέγει αὐτοῖς· Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον καὶ ἀναπαύσασθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν.


32. Καὶ ἀπῆλθον ἐν τῷ πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν.


33. Καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν πολλοί· καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτούς.


34. Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδεν πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτούς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα· καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά.


35. Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος, καὶ ἤδη ὥρα πολλή·


36. ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς τί φάγωσιν.


37. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δώσομεν αὐτοῖς φαγεῖν;


38. Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; Ὑπάγετε ἴδετε. Καὶ γνόντες λέγουσιν· Πέντε, καὶ δύο ἰχθύας.


39. Καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ.


40. Καὶ ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαὶ κατὰ ἑκατὸν καὶ κατὰ πεντήκοντα.


41. Καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἵνα παρατιθῶσιν αὐτοῖς· καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισεν πᾶσιν.


42. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν·


43. καὶ ἦραν κλάσματα δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων.


44. Καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες.


Κατά Λουκάν 9:10-17


10. Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ ἀπόστολοι διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα ἐποίησαν. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ὑπεχώρησεν κατ’ ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά.


11. Οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν αὐτῷ· καὶ δεξάμενος αὐτοὺς ἐλάλει αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰᾶτο.


12. Ἡ δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ· Ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ εὑρίσκωσιν ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ἐσμέν.


13. Εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ εἶπον· Οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ δύο ἰχθύες, εἰ μὴ ἄρα ἡμεῖς πορευθέντες ἀγοράσωμεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα.


14. Ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. Εἶπεν δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· Κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα.


15. Καὶ ἐποίησαν οὕτως καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας.


16. Λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ κατέκλασεν καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ.


17. Καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.


Κατά Ιωάννην 6:1-14


1. Μετὰ ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας, τῆς Τιβεριάδος.


2. Καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολὺς, ὅτι ἐθεώρουν τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων.


3. Ἀνέβη δὲ εἰς τὸ ὄρος ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.


4. Ἤν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.


5. Ἐπάρας οὖν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς Φίλιππον· Πόθεν ἀγοράσομεν ἄρτους, ἵνα φάγωσιν οὗτοι;


6. Τοῦτο δὲ ἔλεγεν πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλεν ποιεῖν.


7. Ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος· Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς, ἵνα ἕκαστος βραχύ τι λάβῃ.


8. Λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου·


9. Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;


10. Εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν. Ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. Ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡς πεντακισχίλιοι.


11. Ἔλαβεν οὖν τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς, καὶ εὐχαριστήσας διεδίδου τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον.


12. Ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται.


13. Συνήγαγον οὖν, καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων, ἃ ἐπερίσσευσαν τοῖς βεβρωκόσιν.


14. Οἱ οὖν ἄνθρωποι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον.