Η Ταφή του Κυρίου 

Η επόμενη ημέρα ήταν Σάββατο και Πάσχα, δηλαδή διπλή γιορτή για τους Ιουδαίους. Δεν έπρεπε, λοιπόν, να μείνουν τα σώματα των σταυρωμένων πάνω στους σταυρούς. Γι’ αυτό οι Ιουδαίοι παρακάλεσαν τον Πιλάτο να διατάξει τη θανάτωσή τους και την ταφή τους. Ο Πιλάτος έδωσε τη σχετική εντολή και οι στρατιώτες του συνέτριψαν τα σκέλη των δύο ληστών, για να πεθάνουν. 

Ο Χριστός, όμως, είχε πια πεθάνει. Ένας στρατιώτης, θέλοντας να βεβαιωθεί, κέντησε με τη λόγχη του τα πλευρά του Κυρίου, οπότε έτρεξε αίμα και νερό από την πληγή. Αυτό ήταν απόδειξη ότι ο Χριστός είχε πεθάνει. 

Τα σώματα όσων σταυρώνονταν τα έβαζαν σε ιδιαίτερα μνημεία ή τα έριχναν στη χαράδρα του Εννώμ (δυτικά της Ιερουσαλήμ) για να τα φάνε τα όρνια. Για τον Χριστό, όμως, βρέθηκε άνθρωπος να τον ενταφιάσει. 

Ήταν ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που ήταν μέλος του Συνεδρίου και κρυφός μαθητής του Χριστού.

Ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Εκείνος του το έδωσε. Κατόπιν πήγε κι αγόρασε καθαρό σεντόνι κι ανέβηκε στον Γολγοθά. Εκεί βρήκε τον Νικόδημο, άλλον επίσημο Ιουδαίο, που είχε φέρει αρώματα.

Οι δυο τους τότε ξεκάρφωσαν και κατέβασαν από τον Σταυρό το άχραντο σώμα του Κυρίου. Το άλειψαν με αρώματα, το τύλιξαν με το σεντόνι και το έβαλαν στον τάφο του Ιωσήφ, που είχε σκαλίσει μέσα σε βράχο σ’ ένα γειτονικό του κτήμα. Στο στόμιο του τάφου κύλισαν ένα μεγάλο λιθάρι κι έφυγαν. 

Οι αρχιερείς, πάντα καχύποπτοι, ζήτησαν από τον Πιλάτο να σφραγιστεί ο τάφος και να μπει φρουρά απ’ έξω. Είχαν τον φόβο μήπως οι μαθητές του Χριστού κλέψουν το σώμα του δασκάλου τους και διαδώσουν ύστερα πως αναστήθηκε.

Δεν ησύχασαν παρά μονάχα όταν έγιναν όλα αυτά με την αδιάκοπη επίβλεψή τους.


Από το Ευαγγέλιο


Η ταφή του Ιησού υπάρχει και στα τέσσερα Ευαγγέλια


Νεοελληνική Απόδοση

 

 Κατά Ιωάννην 19:31-42

 

31 Οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν Παρασκευή και για να μην μείνουν τα σώματα στο σταυρό το Σάββατο (διότι ήταν μεγάλη η ημέρα εκείνου του Σαββάτου), ζήτησαν από τον Πιλάτο να σπάσουν τα πόδια των σταυρωμένων και να πάρουν τα σώματα. 

32 Ήρθαν λοιπόν οι στρατιώτες και έσπασαν τα πόδια του πρώτου και του άλλου που ήταν σταυρωμένοι μαζί με τον Ιησού. 

33 Όταν όμως ήρθαν στον Ιησού και είδαν ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν του έσπασαν τα πόδια. 

34 Αλλά ένας από τους στρατιώτες τρύπησε με λόγχη την πλευρά του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό. 

35 Και αυτός που το είδε μαρτύρησε και η μαρτυρία του είναι αληθινή, και εκείνος ξέρει ότι λέει την αλήθεια, ώστε και εσείς να πιστέψετε. 

36 Γιατί αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί η γραφή: "Κανένα από τα κόκαλά του δεν θα συντριφθεί". 

37 Και πάλι άλλη γραφή λέει: "Θα δουν εκείνον που τρύπησαν".

38 Ύστερα, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά κρυφός, επειδή φοβόταν τους Ιουδαίους, ζήτησε από τον Πιλάτο να πάρει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος το επέτρεψε. Ήρθε λοιπόν και πήρε το σώμα του.  

39 Ήρθε και ο Νικόδημος, που είχε πάει τη νύχτα στον Ιησού την πρώτη φορά, και έφερε ένα μείγμα σμύρνας και αλόης, περίπου εκατό λίτρα.  

40 Έλαβαν λοιπόν το σώμα του Ιησού και το έδεσαν με σάβανα, με τα αρώματα, όπως έχουν συνήθεια να ενταφιάζουν οι Ιουδαίοι.  

41 Και στον τόπο όπου σταυρώθηκε ήταν ένας κήπος, και στον κήπο ένας νέος τάφος, στον οποίο κανένας δεν είχε ακόμα ταφεί.  

42 Εκεί λοιπόν, εξαιτίας της Παρασκευής των Ιουδαίων, επειδή ο τάφος ήταν κοντά, έβαλαν τον Ιησού. 


Κατά Ματθαίον 27:57-61

 

57 Όταν βράδιασε, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαία, που ονομαζόταν Ιωσήφ, ο οποίος ήταν και αυτός μαθητής του Ιησού.  

58 Αυτός πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του το δώσουν.  

59 Ο Ιωσήφ πήρε το σώμα, το τύλιξε σε καθαρό λινό ύφασμα  

60 και το έβαλε στον νέο τάφο του, που είχε λαξέψει στον βράχο. Και αφού κύλησε μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο του τάφου, έφυγε.  

61 Και ήταν εκεί η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθισμένες απέναντι από τον τάφο.

 

 Κατά Μάρκον 15:42-47

 

42 Καθώς είχε πια βραδιάσει, επειδή ήταν Παρασκευή, δηλαδή η παραμονή του Σαββάτου,  

43 ήρθε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, επιφανές μέλος του Συνεδρίου, που και αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού. Τόλμησε και πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού.  

44 Ο Πιλάτος απόρησε αν είχε ήδη πεθάνει, και αφού κάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από καιρό.  

45 Και όταν το έμαθε από τον εκατόνταρχο, δώρισε το σώμα στον Ιωσήφ.  

46 Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε το σώμα, το τύλιξε στο σεντόνι και το τοποθέτησε σε ένα μνημείο που ήταν λαξευμένο σε βράχο. Και κύλησε μια πέτρα στην είσοδο του μνημείου.  

47 Και η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσήφ παρακολουθούσαν πού τοποθετήθηκε.

 

 Κατά Λουκάν 23:50-56

 

50 Και ιδού, ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιωσήφ, μέλος του Συνεδρίου, καλός και δίκαιος άνθρωπος  

51 -αυτός δεν είχε συμφωνήσει με την απόφαση και την πράξη τους- από την Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, ο οποίος περίμενε και αυτός τη βασιλεία του Θεού,  

52 αυτός πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού.  

53 Και αφού το κατέβασε, το τύλιξε σε ένα σεντόνι και το έβαλε σε τάφο λαξευμένο στον βράχο, όπου κανένας δεν είχε ακόμα ταφεί.  

54 Ήταν Παρασκευή και ξημέρωνε το Σάββατο.  

55 Και οι γυναίκες που είχαν έρθει μαζί του από τη Γαλιλαία τον ακολούθησαν και είδαν τον τάφο και πώς τοποθετήθηκε το σώμα του.  

56 Και αφού επέστρεψαν, ετοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το Σάββατο αναπαύτηκαν σύμφωνα με την εντολή.

 

 

Πρωτότυπο Κείμενο

 

 Κατά Ιωάννην 19:31-42

 

31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου, ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη καὶ ἀρθῶσιν. 

32 Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· 

33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον ἤδη αὐτὸν τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, 

34 ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξεν, καὶ εὐθὺς ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. 

35 Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκεν, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστὶν ἡ μαρτυρία, καὶ ἐκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. 

36 Ἐγένετο γὰρ ταῦτα ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ· Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. 

37 Καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.

38 Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησε τὸν Πιλάτον Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  

39 ἦλθεν δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων ἕλιγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν.  

40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶν τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν.  

41 Ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινὸν ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἦν τεθειμένος.  

42 Ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.  

Κατά Ματθαίον 27:57-61

 

57 Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθητεύθη τῷ Ἰησοῦ.  

58 Οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι.  

59 Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ  

60 καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημεῖῳ, ὃ λατομήσας ἐν τῇ πέτρᾳ· καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν.  

61 Ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου.

 

 Κατά Μάρκον 15:42-47

 

42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν Παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον,  

43 ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  

44 Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκεν· καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε.  

45 Καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ πτῶμα τῷ Ἰωσήφ.  

46 Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνετύλιξεν τῇ σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας· καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου.  

47 Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

 

 Κατά Λουκάν 23:50-56

 

50 Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσὴφ βουλευτὴς ὑπάρχων, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος,  

51 οὗτος οὐκ ἦν συνκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν ἀπὸ Ἁριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς καὶ προσεδέχετο τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ·  

52 οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  

53 καὶ καθελὼν ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι, καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω κείμενος.  

54 Καὶ ἡμέρα ἦν Παρασκευή, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε.  

55 Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ.  

56 Ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.