Η θεραπεία του τυφλού της Ιεριχώς 

Μια μέρα ο Χριστός έμπαινε στην Ιεριχώ και τον συνόδευε πλήθος πολύ. Ήταν οι άνθρωποι που ακολουθούν κάποιον νικητή. Νικητής δε τώρα ήταν ο Ιησούς, νικητής της αρρώστιας και του θανάτου. 

Ο θόρυβος αυτός του πλήθους έκανε εντύπωση σε έναν τυφλό που καθόταν σε μια γωνιά και ζητιάνευε. Ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Κι όταν του είπαν ότι έρχεται ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, η ελπίδα φτέρωσε μέσα του. Ναι, ο τυφλός ήταν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Μπορούσε να χαρεί το άρωμα των λουλουδιών, αλλά ποτέ δεν είχε δει λουλούδια. 

Μπορούσε ν’ ακούσει τα τραγούδια των πουλιών, όμως ποτέ του δεν είχε δει πουλάκια. Και μπορούσε να νιώσει την αγάπη της μητέρας του, αλλά ποτέ του δεν την είχε δει... Μα είχε ακούσει τόσα πολλά που έκανε ο Χριστός. Δε θα μπορούσε να κάνει και γι' αυτόν κάτι; Γι' αυτό άρχισε να φωνάζει: «Ιησού, γιε του Δαβίδ, λυπήσου με!» 

-Τι θέλεις να σου κάνω; τον ρώτησε με πόνο για την ανθρώπινη δυστυχία ο θείος διδάσκαλος.

-Δάσκαλε, θέλω να αποκτήσω το φως μου! αποκρίθηκε με λαχτάρα ο τυφλός.

-Πήγαινε στο σπίτι σου κι η πίστη, που έχεις ότι μπορώ να σου δώσω το φως σου, σε έσωσε από την ανίατη αυτή πάθησή σου!

Με τα λόγια αυτά του Ιησού ο τυφλός άρχισε να βλέπει. Και το πρώτο πράγμα, που είδε, ήταν το γλυκό πρόσωπο του Κυρίου, που χαμογελούσε, βλέποντας την ευτυχία του τυφλού.

Τόσος κόσμος τον ακολουθούσε και τον κύκλωνε. Κι όμως μόνο ένας είχε την πίστη που αποζητούσε. Ένας μονάχα μπορούσε ν’ αποκτήσει καινούριο φως, χάρη σ’ αυτή την πίστη του.

Κι ο τυφλός από ευγνωμοσύνη τον ακολούθησε μαζί με το άλλο πλήθος, που δόξαζε το Θεό για τη μεγάλη δύναμη που έδωσε στο Χριστό...

Από το Ευαγγέλιο

Η θεραπεία του τυφλού της Ιεριχούς αναφέρεται σε τρία Ευαγγέλια: το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον και το Κατά Λουκάν. Ακολουθούν τα σχετικά αποσπάσματα:


Νεοελληνική απόδοση


Κατά Ματθαίον

Κεφάλαιο 20, στίχοι 29-34


29 Και όταν έφευγαν από την Ιεριχώ, τον ακολούθησε πολύς κόσμος.


30 Και ιδού, δύο τυφλοί κάθονταν δίπλα στον δρόμο και όταν άκουσαν ότι περνούσε ο Ιησούς, έκραξαν λέγοντας: «Ελέησέ μας, Κύριε, υιέ του Δαβίδ.»


31 Ο κόσμος τους επιτιμούσε για να σωπάσουν, αλλά αυτοί φώναζαν ακόμα πιο δυνατά: «Ελέησέ μας, Κύριε, υιέ του Δαβίδ.»


32 Και στάθηκε ο Ιησούς και τους φώναξε, λέγοντας: «Τι θέλετε να σας κάνω;»


33 Του λένε: «Κύριε, να ανοιχτούν τα μάτια μας.»


34 Και σπλαχνίστηκε ο Ιησούς και άγγιξε τα μάτια τους, και αμέσως ανέβλεψαν και τον ακολούθησαν.


Κατά Μάρκον

Κεφάλαιο 10, στίχοι 46-52


46 Και έρχονται στην Ιεριχώ. Και όταν έβγαινε από την Ιεριχώ μαζί με τους μαθητές του και αρκετό πλήθος, ο υιός του Τιμαίου, Βαρτιμαίος, ένας τυφλός ζητιάνος, καθόταν δίπλα στον δρόμο.


47 Και όταν άκουσε ότι είναι ο Ιησούς ο Ναζαρηνός, άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Υιέ του Δαβίδ, Ιησού, ελέησέ με.»


48 Και πολλοί τον επιτιμούσαν για να σωπάσει, αλλά εκείνος φώναζε πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με.»


49 Και στάθηκε ο Ιησούς και είπε να τον φωνάξουν. Και φωνάζουν τον τυφλό, λέγοντας του: «Θάρρος, σήκω, σε φωνάζει.»


50 Και εκείνος πετάει το πανωφόρι του, σηκώθηκε και ήρθε στον Ιησού.


51 Και απαντώντας ο Ιησούς του είπε: «Τι θέλεις να σου κάνω;» Ο τυφλός του είπε: «Διδάσκαλε, να δω πάλι.»


52 Και ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε.» Και αμέσως ανέβλεψε και τον ακολούθησε στον δρόμο.


Κατά Λουκάν

Κεφάλαιο 18, στίχοι 35-43


35 Καθώς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν δίπλα στον δρόμο ζητιανεύοντας.


36 Και όταν άκουσε το πλήθος να περνά, ρώτησε τι συμβαίνει.


37 Του είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος.


38 Και φώναξε λέγοντας: «Ιησού, υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με.»


39 Και όσοι πήγαιναν μπροστά τον επέπλητταν για να σωπάσει, αλλά εκείνος φώναζε πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με.»


40 Και στάθηκε ο Ιησούς και διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Και όταν πλησίασε, τον ρώτησε:


41 «Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος είπε: «Κύριε, να αναβλέψω.»


42 Και ο Ιησούς του είπε: «Ανάβλεψε, η πίστη σου σε έσωσε.»


43 Και αμέσως ανέβλεψε και τον ακολουθούσε δοξάζοντας τον Θεό. Και όλος ο λαός, όταν είδε, έδωσε δόξα στον Θεό.


Κατά Ματθαίον

Κεφάλαιο 20, στίχοι 29-34


 29 Καὶ ἐξερχομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἰεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολὺς.  

 30 Καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παραγίνεται, ἔκραξαν λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ.  

 31 Ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ.  

 32 Καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς ἐφώνησεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν· Τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν;  

 33 Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἵνα ἀνοιγῶσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν.  

 34 Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν· καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ.


Κατά Μάρκον 

Κεφάλαιο 10, στίχοι 46-52


 46 Καὶ ἔρχονται εἰς Ἰεριχώ. Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἰεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος, ὁ τυφλὸς, ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν.  

 47 Καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζαρηνός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· Ὁ υἱὸς Δαυίδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με.  

 48 Καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Ὁ υἱὸς Δαυίδ, ἐλέησόν με.  

 49 Καὶ σταθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτὸν φωνηθῆναι. Καὶ φωνοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· Θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε.  

 50 Ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναπηδήσας ἦλθεν πρὸς τὸν Ἰησοῦν.  

 51 Καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· Ραββουνί, ἵνα ἀναβλέψω.  

 52 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέν σε. Καὶ εὐθὺς ἀνέβλεψε καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ.


Κατά Λουκάν  

Κεφάλαιο 18, στίχοι 35-43


 35 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχώ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν·  

 36 ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη τοῦτο.  

 37 Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζαρηνὸς παρέρχεται.  

 38 Καὶ ἐβόησεν λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με.  

 39 Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με.  

 40 Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν· ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν·  

 41 Τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπεν· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.  

 42 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέν σε.  

 43 Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψεν καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.