Η παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου

Οι Φαρισαίοι δίδασκαν και πίστευαν πως ο Θεός ανταμείβει τους δίκαιους με πλούτη στην τωρινή ζωή και με τον παράδεισο στη μέλλουσα. Το αντίθετο κάνει για τους αμαρτωλούς: δυστυχία τώρα, κόλαση κατόπιν. Ούτε ν' ακούσουν ήθελαν πως είναι δυνατό να σωθεί ένας αμαρτωλός. Ο Χριστός, για να τους βγάλει από την πλάνη αυτή, είπε την εξής παραβολή: 

Ζούσε κάποτε ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Είχε ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του. Ντυνόταν τα πιο πολυτελέστερα ρούχα, φτιαγμένα από τα καλύτερα λινά υφάσματα, βαμμένα με χρώματα που έβγαιναν από τα ακριβότερα και σπανιότερα κογχύλια. 


Ζούσε κι ένας φτωχός, ο Λάζαρος, που με το σώμα γεμάτο πληγές είχε συρθεί στην αυλόπορτα του πλούσιου και προσπαθούσε να γελάσει την πείνα του με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Κανένας δεν τον συμπονούσε. Και οι σκύλοι έγλειφαν τις πληγές του κι έτσι μεγάλωναν το μαρτύριό του. 

Το μόνο που απόμενε στον φτωχό, ήταν η ελπίδα του προς τον Θεό κι αυτή έτρεφε την υπομονή του. Και δεν γελάστηκε.

Ο θάνατος, που τον βρήκε, ήταν γι’ αυτόν μια πραγματική λύτρωση από τα βάσανα της ζωής. Η ψυχή του πήγε στην αγκαλιά του Αβραάμ, στο βασίλειο της αγάπης του Θεού, που του την αρνήθηκαν οι άνθρωποι.

Πέθανε κι ο πλούσιος σε ώρα που ούτε την περίμενε. Άφησε τα πλούτη και την ευτυχισμένη ζωή για να πάει σε μια άλλη, πολύ βασανισμένη. 

Από εκεί που βασανιζόταν είδε τον Λάζαρο να είναι τρισευτυχισμένος στην αγκαλιά του Αβραάμ. Και φώναξε:

-Πατέρα Αβραάμ, λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει το δακτυλάκι του στο νερό και να δροσίσει λιγάκι τη γλώσσα μου, γιατί υποφέρω πολύ μέσα σ' αυτό το καμίνι που βρίσκομαι.


Κι ο Αβραάμ του αποκρίθηκε:

-Παιδί μου, εσύ χάρηκες όλα τα καλά στη ζωή σου κι ο Λάζαρος δοκίμασε όλες τις στερήσεις. Τώρα αυτός απολαμβάνει κι εσύ υποφέρεις... Εξάλλου, το βλέπεις, μεταξύ μας υπάρχει τόσο μεγάλο χάσμα, ώστε ούτε εμείς να μπορούμε να έρθουμε εκεί, ούτε εσείς να έρθετε εδώ...

Ο πλούσιος παρακάλεσε τότε:

-Πατέρα Αβραάμ, έχω στη ζωή άλλους πέντε αδελφούς. Στείλε τουλάχιστον τον Λάζαρο σ' αυτούς, για να τους πει τι πρέπει να κάνουν για να μην πάθουν κι αυτοί τα ίδια με μένα.


Κι ο Αβραάμ του απάντησε:

-Μα έχουν τα βιβλία του Μωυσή και των προφητών. Ας κάνουν αυτά που γράφουν εκείνα.


Ο πλούσιος πάλι είπε:

-Όχι, πατέρα Αβραάμ. Δεν είναι το ίδιο. Μονάχα αν πάει σ' αυτούς κάποιος από τους νεκρούς και τους το πει, τότε θα μετανοήσουν και θα πιστέψουν.

Αλλά ο Αβραάμ του είπε για τελευταία φορά:

-Αν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε κι αν αναστηθεί κάποιος πεθαμένος θα τον ακούσουν.


Ερμηνεία της παραβολής


Η παραβολή του Πλούσιου και του Λαζάρου αναφέρεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 16, στίχοι 19-31. Αυτή η παραβολή είναι μία από τις πολλές που χρησιμοποιεί ο Ιησούς για να διδάξει ηθικά και πνευματικά μαθήματα, αυτή τη φορά επικεντρωμένη στην αξία της συμπόνιας, της δικαιοσύνης και της πίστης. 

Ηθικά και Πνευματικά Μαθήματα

1. Η Άγνοια και η Αδιαφορία για τους Άλλους

Ο πλούσιος άνθρωπος ζούσε μέσα στην πολυτέλεια και την ευημερία, αγνοώντας εντελώς τη δυστυχία του φτωχού Λαζάρου. Η παραβολή τονίζει την ανάγκη για συμπόνια και φιλανθρωπία. Οι υλικές απολαύσεις δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε την ανθρώπινη αλληλεγγύη και την ευθύνη μας προς τους λιγότερο τυχερούς.

2. Η Πίστη και η Υπομονή

Ο Λάζαρος, παρά τις κακουχίες του, διατηρούσε την ελπίδα του στον Θεό. Αυτό το στοιχείο της παραβολής δείχνει τη σημασία της πίστης και της υπομονής στις δύσκολες στιγμές. Η πίστη του Λαζάρου ανταμείφθηκε μετά τον θάνατό του, όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του Αβραάμ.

3. Η Μεταθανάτια Δικαιοσύνη

Η παραβολή υπογραμμίζει την ιδέα ότι η μεταθανάτια κατάσταση του ανθρώπου δεν καθορίζεται από τα γήινα πλούτη ή τις απολαύσεις αλλά από τη δικαιοσύνη και την πίστη. Ο πλούσιος, που δεν έδειξε συμπόνια, βρέθηκε σε βασανιστήρια, ενώ ο Λάζαρος, που υπέμεινε με πίστη τις κακουχίες, βρέθηκε σε κατάσταση ευτυχίας.

Από το Ευαγγέλιο

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο 16:19-31. 

Νεοελληνική Απόδοση


19. «Ήταν κάποιος πλούσιος που ντυνόταν με πορφύρα και βύσσο και απολάμβανε καθημερινά μεγαλοπρεπή ζωή.

20. Κάποιος φτωχός, όμως, που ονομαζόταν Λάζαρος, κειτόταν στην πύλη του, γεμάτος πληγές,

21. και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου· αλλά και τα σκυλιά ερχόταν και έγλειφαν τις πληγές του.

22. Συνέβη δε να πεθάνει ο φτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ· πέθανε και ο πλούσιος και θάφτηκε.

23. Και στον Άδη που ήταν σε βασάνια, σήκωσε τα μάτια του και βλέπει από μακριά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του.

24. Και φώναξε και είπε: “Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι σε αυτή τη φλόγα.”

25. Αλλά ο Αβραάμ είπε: “Τέκνο, θυμήσου ότι εσύ απέλαβες τα αγαθά σου κατά τη ζωή σου, και ο Λάζαρος επίσης τα κακά· τώρα όμως εδώ αυτός παρηγορείται, ενώ εσύ βασανίζεσαι.

26. Και εκτός τούτων, μεταξύ μας και εσάς υπάρχει μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να περάσουν από εδώ σε εσάς να μη μπορούν, ούτε από εκεί να περάσουν προς εμάς.”

27. Είπε τότε: “Σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου,

28. γιατί έχω πέντε αδερφούς, ώστε να τους προειδοποιήσει, για να μην έρθουν και αυτοί στον τόπο τούτο των βασάνων.”

29. Του λέει ο Αβραάμ: “Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες· ας ακούσουν αυτούς.”

30. Εκείνος δε είπε: “Όχι, πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σε αυτούς, θα μετανοήσουν.”

31. Του είπε τότε: “Αν δεν ακούν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς θα πεισθούν.”»


Πρωτότυπο Κείμενο


19. Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς.

20. Πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ, εἱλκωμένος,

21. καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.

22. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.

23. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.

24. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με, καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.

25. Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.

26. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις, μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἐντεῦθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.

27. Εἶπε δέ· Ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου,

28. ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.

29. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.

30. ὁ δὲ εἶπε· Οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν.

31. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδ' ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.