Η κλήση του Ζακχαίου 

Κάποτε, ο Χριστός περνούσε από την Ιεριχώ, πηγαίνοντας προς τα Ιεροσόλυμα. Μόλις μαθεύτηκε τούτο στην πόλη, έτρεξαν πολλοί να τον δουν και να τον θαυμάσουν.

Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ένας πλούσιος τελώνης, ο Ζακχαίος. Ήταν όμως μικρόσωμος και γι' αυτό έτρεξε πιο μπροστά κι ανέβηκε σε μια μουριά, που ήταν στο δρόμο από όπου θα περνούσε ο Χριστός.

Πραγματικά, σε λίγο έφτασε ο Ιησούς εκεί. Σήκωσε τα μάτια του προς τον Ζακχαίο και, χωρίς να τον γνωρίζει διόλου, τον φώναξε με τ' όνομά του και του είπε:

-Ζακχαίε, έλα κάτω. Σήμερα θα μείνω στο σπίτι σου!

Ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος με την απόφαση αυτή του Κυρίου. Όλοι γνώριζαν πως ο Ζακχαίος ήταν αμαρτωλός, γιατί ως τελώνης, έπαιρνε περισσότερα από όσα έπρεπε για φόρο.

Ο Ζακχαίος όμως, που είχε μετανοήσει ειλικρινά, είπε μπροστά σε όλους:

-Κύριε, δίνω τη μισή μου περιουσία ως ελεημοσύνη στους φτωχούς. Κι αν είναι κάποιος που τον αδίκησα, ας έρθει να του επιστρέψω τα τετραπλάσια απ' όσα του πήρα.

Κι ο Χριστός είπε τότε:

-Σήμερα ήρθε η σωτηρία στο σπίτι αυτό. Άλλωστε, ο «Υιός του ανθρώπου» δεν ήρθε στον κόσμο παρά για να βρει και να σώσει τον κάθε αμαρτωλό...


Ο Ζακχαίος δεν ήταν κανένας άρρωστος που περίμενε τον Χριστό να του γιατρέψει το σώμα. Στην καρδιά και στην ψυχή του ήταν που απλωνόταν ένας βαρύς χειμώνας. Αποζητούσε ένα βλέμμα, που σαν ηλιαχτίδα θα έλειωνε τον πάγο μέσα εκεί. Και το βλέμμα του Ιησού στάθηκε σαν δροσιά αγάπης, που καρπός της ήταν η έμπρακτη εξομολόγηση και ταπείνωση του τελώνη...

Από το Ευαγγέλιο


Νεοελληνική Απόδοση


Κατά Λουκάν 19:1-10


1. Και αφού μπήκε μέσα, περνούσε από την Ιεριχώ.

2. Και ιδού, ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ζακχαίος, και αυτός ήταν αρχιτελώνης και ήταν πλούσιος,

3. και ζητούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι, και δεν μπορούσε εξαιτίας του πλήθους, γιατί ήταν μικρός στο ανάστημα.

4. Και τρέχοντας μπροστά, ανέβηκε σε μια συκομορέα για να τον δει, γιατί επρόκειτο να περάσει από εκεί.

5. Και όταν ήρθε ο Ιησούς στον τόπο εκείνο, αναβλέψας είδε τον Ζακχαίο και του είπε: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».

6. Και κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχτηκε με χαρά.

7. Και βλέποντας όλοι αυτό, γόγγυζαν λέγοντας ότι μπήκε να καταλύσει σε έναν αμαρτωλό άνθρωπο.

8. Σταθείς τότε ο Ζακχαίος είπε προς τον Κύριο: «Ιδού, τα μισά από τα υπάρχοντά μου, Κύριε, δίνω στους φτωχούς, και αν σε κάτι αδίκησα κάποιον, το αποδίδω τετραπλάσιο».

9. Είπε τότε ο Ιησούς προς αυτόν: «Σήμερα έγινε σωτηρία σε αυτό το σπίτι, καθότι και αυτός είναι υιός του Αβραάμ,

10. γιατί ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το απολωλός».


Πρωτότυπο Κείμενο


1. Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἰεριχώ.

2. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης καὶ οὗτος ἦν πλούσιος,

3. καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστιν, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.

4. Καὶ προδραμὼν εἰς τὸ ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλεν διέρχεσθαι.

5. Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον ὁ Ἰησοῦς, ἀναβλέψας εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι.

6. Καὶ σπεύσας κατέβη καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.

7. Καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθεν καταλῦσαι.

8. Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπεν πρὸς τὸν Κύριον· Ἰδοὺ τὰ ἡμίσιά μου τῶν ὑπαρχόντων, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωμι τετραπλοῦν.

9. Εἶπεν δὲ πρὸς αὐτόν ὁ Ἰησοῦς ὅτι Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν·

10. ἦλθεν γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.