Η άρνηση του Πέτρου, η μετάνοιά του και το τέλος του Ιούδα

Ο Ιωάννης και ο Πέτρος, που παρακολουθούσαν από μακριά τον Ιησού, έφτασαν κι αυτοί έως την κατοικία του αρχιερέα. Ο Ιωάννης ήταν γνωστός στον Καϊάφα, γι' αυτό κανένας δεν τον εμπόδισε να μπει στην εσωτερική αυλή της κατοικίας του. Ο Πέτρος όμως ήταν άγνωστος και με τη μεσολάβηση του Ιωάννη μπόρεσε να περάσει μέσα. Η θυρωρός τον είδε καταφοβισμένο και τον ρώτησε:

«Μήπως κι εσύ είσαι μαθητής του ανθρώπου αυτού;» 

Ο Πέτρος αρνήθηκε κατηγορηματικά: «Όχι, όχι, δεν είμαι!». Κι έμεινε στην αυλή μαζί με τους υπηρέτες, που είχαν ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν.

Τη στιγμή που πήγαιναν τον Ιησού από τον Άννα στον Καϊάφα, άλλος υπηρέτης του έκανε την ίδια ερώτηση. Ο Πέτρος πάλι το αρνήθηκε και - καλού-κακού - απομακρύνθηκε από εκεί. Μετά την καταδίκη του Ιησού ο Πέτρος έβλεπε τα όσα υπέφερε ο Ιησούς από τους φρουρούς. Τότε κάποιος υπηρέτης τον ρώτησε κι αυτός μήπως είναι οπαδός του Ιησού.

 Ο Πέτρος πάλι το αρνήθηκε για τρίτη φορά. 

Την ώρα εκείνη ακούστηκε το λάλημα κάποιου πετεινού Το μυαλό του Πέτρου ξεκαθάρισε. Θυμήθηκε αυτό που του είπε ο Χριστός την προηγούμενη ημέρα, όταν ο Πέτρος τον βεβαίωνε πως θα τον ακολουθήσει κι ως το θάνατο: «Προτού λαλήσει ο πετεινός, κατά τα ξημερώματα σήμερα, θα με αρνηθείς τρεις φορές». Ένιωσε ανέκφραστη λύπη και ταραχή. Πήγε σε ένα απόμερο μέρος κι έχυσε πικρά δάκρυα αληθινής μετάνοιας. 

Ο Ιούδας δεν πίστευε να φτάσει το Συνέδριο έως την καταδίκη του Ιησού σε θάνατο. Κι όταν το έμαθε, έτρεξε στους αρχιερείς, τους πέταξε τα τριάντα αργύρια και τους είπε:

Αμάρτησα, γιατί σας παρέδωσα έναν αθώο! - Τι μας νοιάζει εμάς; του είπαν. Εσύ θα δώσεις λόγο... Όλοι θέλουν την προδοσία, αλλά περιφρονούν τον προδότη. Κι ο Ιούδας, κατρακυλώντας στο γκρεμό της αμαρτίας, ούτε που σκέφτηκε να ζητήσει συγχώρεση από το Θεό. Απελπισμένος, όπως ήταν, πήγε και κρεμάστηκε. Οι αρχιερείς πάλι με τα τριάντα αργύρια του Ιούδα, αγόρασαν ένα χωράφι για να θάβουν εκεί τους ξένους.

Από το Ευαγγέλιο


Απόδοση στα Νεοελληνικά

Η Άρνηση του Πέτρου:


Κατά Ιωάννην 18


15 Ακολουθούσε δε τον Ιησού ο Σίμων Πέτρος και άλλος μαθητής. Και εκείνος ο μαθητής ήταν γνωστός στον αρχιερέα και εισήλθε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα, 

16 ο Πέτρος όμως στεκόταν έξω στη θύρα. Βγήκε τότε ο άλλος μαθητής, που ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και μίλησε στη θυρωρό και έβαλε τον Πέτρο μέσα. 

17 Λέει τότε η δούλη η θυρωρός στον Πέτρο: «Μήπως και εσύ είσαι από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;» Εκείνος λέει: «Δεν είμαι». 

18 Στέκονταν δε οι δούλοι και οι υπηρέτες και είχαν κάνει ανθρακιά, γιατί έκανε ψύχρα, και ζεσταίνονταν. Ήταν τότε μαζί τους και ο Πέτρος και ζεσταινόταν. 


25 Ήταν δε ο Σίμων Πέτρος που στεκόταν και ζεσταινόταν. Είπαν λοιπόν σ' αυτόν: «Μήπως και εσύ είσαι από τους μαθητές του;» Εκείνος αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». 

26 Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, που ήταν συγγενής εκείνου που ο Πέτρος του έκοψε το αυτί: «Δεν σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;» 

27 Πάλι λοιπόν αρνήθηκε ο Πέτρος και αμέσως λάλησε ο πετεινός.



Κατά Ματθαίον 26:69-75


69 Εν τω μεταξύ, ο Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή. Μια υπηρέτρια τον πλησίασε και είπε: "Κι εσύ ήσουν με τον Ιησού τον Γαλιλαίο."

70 Αλλά εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους λέγοντας: "Δεν ξέρω τι λες."

71 Όταν πήγε στην είσοδο, μια άλλη υπηρέτρια τον είδε και είπε στους εκεί: "Αυτός ήταν με τον Ιησού τον Ναζωραίο."

72 Και πάλι αρνήθηκε με όρκο: "Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο."

73 Μετά από λίγο, οι παρευρισκόμενοι πλησίασαν και είπαν στον Πέτρο: "Αλήθεια, κι εσύ είσαι ένας από αυτούς, γιατί η προφορά σου σε προδίδει."

74 Τότε εκείνος άρχισε να καταριέται και να ορκίζεται: "Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο." Αμέσως τότε λάλησε ο πετεινός.

75 Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια του Ιησού που του είχε πει: "Πριν λαλήσει ο πετεινός, τρεις φορές θα με αρνηθείς." Και βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.


Κατά Μάρκον 14:66-72


66 Ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, μια από τις υπηρέτριες του αρχιερέα ήρθε

67 και, όταν είδε τον Πέτρο να ζεσταίνεται, τον κοίταξε και είπε: "Κι εσύ ήσουν με τον Ιησού τον Ναζωραίο."

68 Αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: "Δεν ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες." Και βγήκε έξω στην αυλή, και λάλησε ο πετεινός.

69 Η υπηρέτρια τον είδε ξανά και άρχισε να λέει στους παρευρισκόμενους: "Αυτός είναι ένας από αυτούς."

70 Αλλά πάλι αρνήθηκε. Μετά από λίγο, οι παρευρισκόμενοι είπαν στον Πέτρο: "Αλήθεια, είσαι ένας από αυτούς, γιατί είσαι και Γαλιλαίος."

71 Εκείνος άρχισε να καταριέται και να ορκίζεται: "Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο αυτόν που λέτε." 

72 Αμέσως λάλησε ο πετεινός δεύτερη φορά. Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια που του είπε ο Ιησούς: "Πριν λαλήσει ο πετεινός δυο φορές, τρεις φορές θα με αρνηθείς." Και ξέσπασε σε κλάματα.


Κατά Λουκάν 22:54-62


54 Τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην οικία του αρχιερέα. Ο Πέτρος τον ακολούθησε από μακριά.

55 Όταν άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθισαν γύρω της, κάθισε και ο Πέτρος ανάμεσά τους.

56 Μια υπηρέτρια τον είδε να κάθεται στο φως και, αφού τον κοίταξε προσεκτικά, είπε: "Κι αυτός ήταν μαζί του."

57 Αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: "Γυναίκα, δεν τον γνωρίζω."

58 Μετά από λίγο, κάποιος άλλος τον είδε και είπε: "Κι εσύ είσαι ένας από αυτούς." Αλλά ο Πέτρος είπε: "Άνθρωπε, δεν είμαι."

59 Περίπου μία ώρα μετά, κάποιος άλλος ισχυρίστηκε: "Αλήθεια, κι αυτός ήταν μαζί του, γιατί είναι Γαλιλαίος."

60 Αλλά ο Πέτρος είπε: "Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες." Και αμέσως, ενώ ακόμη μιλούσε, λάλησε ο πετεινός.

61 Και γύρισε ο Κύριος και κοίταξε τον Πέτρο. Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια του Κυρίου, πώς του είχε πει: "Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με αρνηθείς τρεις φορές."

62 Και βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.


Η Μετάνοια του Ιούδα:


Κατά Ματθαίον 27:3-10


3 Τότε ο Ιούδας, που τον πρόδωσε, όταν είδε ότι καταδικάστηκε, μετανόησε και επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους,

4 λέγοντας: "Αμάρτησα γιατί πρόδωσα αίμα αθώο." Αλλά εκείνοι είπαν: "Τι μας ενδιαφέρει; Δικό σου θέμα."

5 Και, αφού πέταξε τα αργύρια στο ναό, αποσύρθηκε και πήγε και κρεμάστηκε.

6 Οι αρχιερείς πήραν τα αργύρια και είπαν: "Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο ταμείο του ναού, γιατί είναι τιμή αίματος."

7 Αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν με αυτά τον αγρό του κεραμέα για να είναι χώρος ταφής για τους ξένους.

8 Γι' αυτό αυτός ο αγρός ονομάστηκε "Αγρός του Αίματος" μέχρι σήμερα.

9 Τότε εκπληρώθηκε αυτό που είχε ειπωθεί μέσω του προφήτη Ιερεμία: "Και πήραν τα τριάντα αργύρια, την τιμή του εκτιμημένου, τον οποίο οι γιοι του Ισραήλ εκτίμησαν,

10 και τα έδωσαν για τον αγρό του κεραμέα, όπως μου διέταξε ο Κύριος."



Πρωτότυπο Κείμενο:


Η Άρνηση του Πέτρου:


Κατά Ιωάννην 18


15. Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ἄλλος μαθητής. Ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ καὶ συνεισῆλθεν τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως,

16. ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος ὁ γνωστὸς τοῦ ἀρχιερέως καὶ εἶπεν τῇ θυρωρῷ καὶ εἰσήγαγεν τὸν Πέτρον.

17. Λέγει οὖν τῷ Πέτρῳ ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρός, Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; Λέγει ἐκεῖνος, Οὐκ εἰμί.

18. Εἱστήκεσαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐθερμαίνοντο: ἦν δὲ μετ’ αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος.


25. Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. Εἶπον οὖν αὐτῷ, Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ; Ἠρνήσατο ἐκεῖνος καὶ εἶπεν, Οὐκ εἰμί.

26. Λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψεν Πέτρος τὸ ὠτίον, Οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ’ αὐτοῦ;

27. Πάλιν οὖν ἠρνήσατο Πέτρος: καὶ εὐθὺς ἀλέκτωρ ἐφώνησεν. 


Κατά Ματθαίον 26:69-75


69 Ὁ δὲ Πέτρος ἑκάθητο ἔξω ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα· Καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου·

70 ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν πάντων λέγων· Οὐκ οἶδα τί λέγεις.

71 Ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη καὶ λέγει τοῖς ἐκεῖ· Οὗτος ἦν μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου·

72 καὶ πάλιν ἠρνήσατο μετὰ ὅρκου ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον.

73 Μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δηλοῖ σε.

74 Τότε ἤρξατο καταθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. Καὶ εὐθὺς ἀφείλησεν ἀλέκτωρ.

75 Καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. Καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς.


Κατά Μάρκον 14:66-72


66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου ἐν τῇ αὐλῇ κάτω ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως·

67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβ

λέψασα αὐτῷ λέγει· Καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα Ἰησοῦ.

68 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· Οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις· καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησεν.

69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστῶσιν ὅτι Οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστι·

70 ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει.

71 ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε.

72 καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησεν. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δὶς ἀπαρνήσῃ με τρὶς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε.


Κατά Λουκάν 22:54-62


54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιερέως· ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν.

55 ἁψάντων δὲ πῦρ ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συνκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος μέσος αὐτῶν.

56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθημένον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπεν· Καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν.

57 ὁ δὲ ἠρνήσατο αὐτὸν λέγων· Γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν.

58 Καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη· Καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· Ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί.

59 Καὶ διαστάσης ὡς ὥρας μιᾶς ἄλλος τις διϊσχυρίζετο λέγων· Ἐπ' ἀληθείας καὶ οὗτος μετ' αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν.

60 Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος· Ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα τί λέγεις. Καὶ παραχρῆμα ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἐφώνησεν ἀλέκτωρ.

61 Καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψεν τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς.

62 Καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσεν πικρῶς.


Η Μετάνοια του Ιούδα:


Κατά Ματθαίον 27:3-10


3 Τότε ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἔστρεψεν τὰ τριάντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ πρεσβυτέροις

4 λέγων· Ἡμάρτηκα παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. Οἱ δὲ εἶπαν· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψῃ.

5 Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησεν, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο.

6 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπαν· Οὐκ ἔξεστιν αὐτὰ βαλεῖν εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστιν.

7 Συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις.

8 Διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος Ἀγρὸς Αἵματος ἕως τῆς σήμερον.

9 Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· Καὶ ἔλαβον τὰ τριάντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ,

10 καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέν μοι Κύριος.