Η Σταύρωση του Κυρίου 

Η Ιερουσαλήμ ήταν ιερή πόλη και δεν επιτρεπόταν να γίνονται μέσα σ’ αυτήν θανατικές εκτελέσεις. Η Σταύρωση του Κυρίου θα γινόταν έξω από τα τείχη, πάνω σ’ έναν λόφο. Ο λόφος αυτός είχε το σχήμα κρανίου και γι’ αυτό λεγόταν «Κρανίου τόπος» ή εβραϊκά «Γολγοθάς». Σύμφωνα με τον νόμο, έπρεπε ο καταδικασμένος σε θάνατο να μεταφέρει ο ίδιος τον σταυρό του ως τον τόπο του μαρτυρίου του. Κι ο Χριστός, εξαντλημένος από το μαρτύριο, φορτώθηκε τον σταυρό του και τον έσυρε προς τον Γολγοθά. 

Τον ακολουθούσαν δύο φοβεροί ληστές, φορτωμένοι κι αυτοί τον σταυρό τους. Σε κάθε σταυρό υπήρχε και μια πινακίδα που έγραφε το έγκλημά του. Η πινακίδα του Χριστού έγραφε σε τρεις γλώσσες (ελληνική, αραμαϊκή και ρωμαϊκή) τις λέξεις: «Ιησούς Ναζωραίος, βασιλεύς των Ιουδαίων». Ο σταυρός του Κυρίου ήταν πολύ βαρύς κι ο δρόμος ήταν ανηφορικός. Εξάλλου ο Σταυρός αυτός σήκωνε πάνω του όλες τις αμαρτίες του κόσμου. 

Με τέτοιο αβάσταχτο φορτίο λύγισε ο Ιησούς κι έπεσε κάτω. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες τότε έβαλαν έναν διαβάτη, τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, να ανακουφίσει το σωματικό μαρτύριο του Κυρίου. Έτσι η φρικτή συνοδεία βάδιζε προς τον Γολγοθά. Την ακολουθούσε πλήθος περίεργων. Πολλές γυναίκες της Ιερουσαλήμ έκλαιγαν, μοιρολογούσαν και χτυπούσαν τα στήθη τους από λύπη. 

Φτάνοντας στον Γολγοθά οι στρατιώτες ξέντυσαν τον Ιησού κι άπλωσαν το άχραντο σώμα του πάνω στον σταυρό. Κάρφωσαν χέρια και πόδια με σιδερένια καρφιά στον σταυρό κι έπειτα τον ύψωσαν. Κοντά του κάρφωσαν και τους ληστές, έναν στα δεξιά κι έναν στ’ αριστερά του. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Ο Κύριος τους υπέμενε, ενώ τα άγια χείλη του ψιθύρισαν προς τον Ουράνιο Πατέρα του την παράκληση να συγχωρήσει τους σταυρωτές του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι...». 

Οι άρχοντες των Ιουδαίων βλέπουν υψωμένο στον σταυρό το θύμα τους και το περιπαίζουν: «Αν είσαι βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου...». Κι οι αρχιερείς έλεγαν με σατανικό χαμόγελο: «Άλλους έσωσε, αλλά τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει». Ο ένας ληστής τον βλαστημά: «Αν είσαι ὁ Χριστός, σώσε τον εαυτό σου και μας». Ο άλλος του λέει: «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Εμείς δίκαια τιμωρούμαστε, αυτός όμως δεν έκανε τίποτα το κακό κι άδικα πάσχει». Έπειτα έστρεψε το βλέμμα του προς τον Ιησού και τον παρακάλεσε: «Κύριε, θυμήσου με, όταν έλθεις στη βασιλεία σου». Κι ο Κύριος τον βεβαίωσε:

«Αλήθεια σου λέω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο.  »

Πλάι στον σταυρό παρακολουθούσε η Θεοτόκος, μαζί με άλλες γυναίκες το μαρτύριο του γιου της. Η θλίψη έσφιγγε την ψυχή της. Την είδε κι ο Ιησούς και ταράχτηκε. Με το βλέμμα τής έδειξε τον Ιωάννη και τής είπε: «Μητέρα, να ο γιος σου». Έπειτα είπε και στον Ιωάννη: «Ιωάννη, να η μητέρα σου». Κι από τη στιγμή εκείνη ο Ιωάννης πήρε την άγια μητέρα του Ιησού και τη φρόντιζε σαν δική του μητέρα. 

Ήταν μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, όταν σταυρώθηκε ο Χριστός. Από την ώρα εκείνη ένα σκοτάδι σκέπασε τη γη και κράτησε καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του. Κάποια στιγμή από τα χείλη του Κυρίου βγήκε το παράπονο:

Ἠλί, Ἠλί, λαμά σαβαχθανί; Δηλαδή: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;...». Σε λίγο ψιθύρισε: «Διψώ» κι ένας στρατιώτης βούτηξε ένα σφουγγάρι μέσα σε χολή και ξίδι, το έβαλε σε καλάμι και το πλησίασε στα χείλη του. Ήταν κάτι σαν αναισθητικό. Μα ο Χριστός δεν ήπιε, αποφασισμένος να υποφέρει το μαρτύριό του. Μόνο έγειρε το κεφάλι και είπε: «Τετέλεσται!». Δηλαδή: «Τέλειωσαν όλα όσα είχα να κάνω για τη σωτηρία των ανθρώπων».

«Πατέρα μου, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» καί ξεψύχησε... Τη στιγμή εκείνη η γη ταράχτηκε από φοβερό σεισμό. Το καταπέτασμα του Ναού σχίστηκε στη μέση. Οι βράχοι ξεκόλλησαν. Τα μνήματα των νεκρών άνοιξαν και πολλά σώματα άγιων ανθρώπων αναστήθηκαν. Ο εκατόνταρχος, που ήταν επικεφαλής των Ρωμαίων στρατιωτών, τρόμαξε και είπε: «Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος αυτός ήταν γιος του Θεού». Οι Ιουδαίοι, που ήταν ακόμα εκεί, χτυπούσαν τα στήθη τους για την αμαρτία που έκαναν και γύρισαν γρήγορα-γρήγορα στην Ιερουσαλήμ. 

Από το Ευαγγέλιο


Νεοελληνική Απόδοση


Κατά Ιωάννην 19:17-30

 17 Και κουβαλώντας τον σταυρό του, βγήκε προς τον λεγόμενο Τόπο του Κρανίου, που λέγεται Εβραϊκά Γολγοθά, 

18 όπου τον σταύρωσαν, και μαζί του άλλους δύο, έναν από εδώ και έναν από εκεί, στη μέση τον Ιησού. 

19 Και ο Πιλάτος έγραψε μια επιγραφή και την έβαλε πάνω στον σταυρό· και ήταν γραμμένο: «ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ». 

20 Αυτή την επιγραφή τη διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη, και ήταν γραμμένο Εβραϊκά, Λατινικά και Ελληνικά. 

21 Έλεγαν τότε στον Πιλάτο οι αρχιερείς των Ιουδαίων: «Μη γράφε: “Ο βασιλιάς των Ιουδαίων”, αλλά ότι εκείνος είπε: “Είμαι βασιλιάς των Ιουδαίων”». 

22 Ο Πιλάτος αποκρίθηκε: «Ό,τι έγραψα, έγραψα». 

23 Οι στρατιώτες, λοιπόν, όταν σταύρωσαν τον Ιησού, πήραν τα ρούχα του και τα μοίρασαν σε τέσσερα μέρη, σε κάθε στρατιώτη ένα μέρος, και το χιτώνα· ο χιτώνας όμως ήταν άραφος, υφαντός όλος από πάνω ως κάτω. 

24 Είπαν λοιπόν μεταξύ τους: «Ας μην τον σχίσουμε, αλλά ας ρίξουμε κλήρο γι’ αυτόν, τίνος θα είναι», για να εκπληρωθεί η Γραφή που λέει: «Μοίρασαν μεταξύ τους τα ρούχα μου και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο». Αυτά λοιπόν έκαναν οι στρατιώτες. 

25 Στέκονταν δε κοντά στον σταυρό του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. 

26 Όταν λοιπόν ο Ιησούς είδε τη μητέρα και τον μαθητή που αγαπούσε να στέκεται δίπλα, λέει στη μητέρα του: «Γυναίκα, ιδού ο γιος σου». 

27 Έπειτα λέει στον μαθητή: «Ιδού η μητέρα σου». Και από εκείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του. 

28 Ύστερα, γνωρίζοντας ο Ιησούς ότι όλα έχουν πλέον τελειώσει, για να εκπληρωθεί η Γραφή, λέει: «Διψώ». 

29 Εκεί ήταν ένα σκεύος γεμάτο ξύδι. Έβαλαν λοιπόν ένα σφουγγάρι γεμάτο ξύδι πάνω σε ένα κλαδί υσσώπου και το έφεραν στο στόμα του. 

30 Όταν λοιπόν έλαβε το ξύδι, είπε: «Τετέλεσται»· και γέρνοντας το κεφάλι, παρέδωσε το πνεύμα. 



Κατά Ματθαίον 27:32-56 

 

32 Καθώς έβγαιναν, βρήκαν έναν άνθρωπο από την Κυρήνη, ονόματι Σίμωνα. Αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει τον σταυρό του Ιησού.  

33 Και όταν ήρθαν στον τόπο που λέγεται Γολγοθάς, που σημαίνει «Κρανίου Τόπος»,  

34 του έδωσαν να πιει ξύδι ανακατεμένο με χολή· αλλά όταν το γεύτηκε, δεν ήθελε να πιει.  

35 Και αφού τον σταύρωσαν, μοίρασαν τα ρούχα του ρίχνοντας κλήρο,  

36 και κάθισαν και τον φύλαγαν εκεί.  

37 Και πάνω από το κεφάλι του έβαλαν την κατηγορία του γραμμένη: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των Ιουδαίων».  

38 Τότε σταυρώθηκαν μαζί του δύο ληστές, ένας στα δεξιά και ένας στα αριστερά.  

39 Και οι περαστικοί τον έβριζαν, κουνώντας τα κεφάλια τους  

40 και λέγοντας: «Εσύ που καταστρέφεις τον ναό και τον οικοδομείς σε τρεις ημέρες, σώσε τον εαυτό σου! Αν είσαι Υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρό!».  

41 Παρομοίως, οι αρχιερείς κορόιδευαν μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβύτερους και έλεγαν:  

42 «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει! Αν είναι βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί τώρα από τον σταυρό, και θα πιστέψουμε σ' αυτόν.  

43 Έχει πεποίθηση στον Θεό· ας τον ελευθερώσει τώρα αν τον θέλει, γιατί είπε: “Είμαι Υιός του Θεού”».  

44 Και οι ληστές που ήταν σταυρωμένοι μαζί του τον έβριζαν με τα ίδια λόγια.  

45 Από την έκτη ώρα έπεσε σκοτάδι σε όλη τη γη μέχρι την ένατη ώρα.  

46 Και κατά την ένατη ώρα, ο Ιησούς φώναξε με δυνατή φωνή: «Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;» δηλαδή: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;».  

47 Μερικοί από εκείνους που στέκονταν εκεί, όταν το άκουσαν, έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον Ηλία».  

48 Κι αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, πήρε ένα σφουγγάρι, το γέμισε με ξύδι, το έβαλε σε ένα καλάμι και του έδινε να πιει.  

49 Αλλά οι άλλοι έλεγαν: «Άφησέ τον· ας δούμε αν θα έρθει ο Ηλίας να τον σώσει».  

50 Ο Ιησούς, όταν έκραξε πάλι με δυνατή φωνή, άφησε το πνεύμα.  

51 Και ιδού, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο από πάνω ως κάτω· η γη σείστηκε, και οι πέτρες σχίστηκαν·  

52 και τα μνήματα άνοιξαν, και πολλά σώματα των αγίων που είχαν κοιμηθεί αναστήθηκαν,  

53 και βγαίνοντας από τα μνήματα μετά την ανάσταση του Ιησού, μπήκαν στην άγια πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς.  

54 Ο εκατόνταρχος και αυτοί που φύλαγαν τον Ιησού μαζί του, όταν είδαν τον σεισμό και τα όσα έγιναν, φοβήθηκαν πολύ και είπαν: «Αληθώς, Υιός Θεού ήταν αυτός!».  

55 Ήταν και πολλές γυναίκες εκεί, που παρακολουθούσαν από μακριά· αυτές είχαν ακολουθήσει τον Ιησού από τη Γαλιλαία, υπηρετώντας τον.  

56 Ανάμεσά τους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσήφ, και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου.

 

Πρωτότυπο Κείμενο


Κατά Ιωάννην 19:17-30


17 καὶ βαστάζων ἑαυτῷ τὸν σταυρὸν ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου Τόπον, ὃ λέγεται Ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, 

18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ' αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεύθεν καὶ ἐντεύθεν, μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν. 

19 Ἔγραψεν δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· Ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. 

20 Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστὶ, Ῥωμαϊστὶ, Ἑλληνιστί. 

21 Ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων· Μὴ γράφε· Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ' ὅτι ἐκεῖνος εἶπεν· Βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων. 

22 Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· Ὃ γέγραφα, γέγραφα. 

23 Οἱ οὖν στρατιῶται, ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι' ὅλου. 

24 Εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· Μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ λέγουσα· Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον. Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. 

25 Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. 

26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. 

27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἴδε ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν αὐτὴν ὁ μαθητὴς εἰς τὰ ἴδια. 

28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ. 

29 Σκεῦος ἔκειτο ὄξους μεστόν· σπόγγον οὖν μεστὸν τοῦ ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. 

30 Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος, εἶπε· Τετέλεσται· καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα  


Κατά Ματθαίον 27:32-56 


32 Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον, ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ.  

33 Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου Τόπος,  

34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησεν πιεῖν.  

35 Σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον,  

36 καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ.  

37 Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.  

38 Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων.  

39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτόν, κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν  

40 καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.  

41 Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων ἔλεγον·  

42 Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστιν, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, καὶ πιστεύσομεν ἐπ' αὐτόν·  

43 πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπεν γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός.  

44 Τὸ δὲ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες σὺν αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.  

45 Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης.  

46 Περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ Ἠλὶ, λι μὰ σαβαχθανί; τοῦτ' ἔστιν· Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;  

47 Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἡλείαν φωνεῖ οὗτος.  

48 Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον, πλήσας τε ὄξους καὶ περιθὲς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν.  

49 Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἡλείας σῶσαι αὐτόν.  

50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκεν τὸ πνεῦμα.  

51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπ' ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη, καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν,  

52 καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν·  

53 καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.  

54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος.  

55 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ·  

56 ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσὴφ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου.