Η θεραπεία του παραλύτου της Καπερναούμ

Ο Χριστός δίδασκε σ' ένα σπίτι στην Καπερναούμ. Μόλις το έμαθαν αυτό, πολλοί έτρεξαν στο σπίτι να τον δουν, γιατί είχαν ακούσει τόσο πολλά για τα θαύματα και τη διδασκαλία του. Έτσι μαζεύτηκε τόσο πλήθος, ώστε δεν μπορούσε να σταθεί κανείς ούτε στην εξώπορτα. Ανάμεσα στον κόσμο ήταν και μερικοί Γραμματείς και Φαρισαίοι. 

Τότε οι συγγενείς και φίλοι ενός παραλύτου, πήραν τον άρρωστο κι έτρεξαν προς τον Ιησού. Πώς να τον πλησιάσουν όμως μέσα σε τόσο πλήθος; Ανέβηκαν λοιπόν με τον παράλυτο στη στέγη, παραμέρισαν τα σανίδια, άνοιξαν μια τρύπα και κατέβασαν τον παράλυτο με σχοινιά κοντά στον Χριστό. Κατέβηκαν οι ίδιοι και τον παρακάλεσαν να τον θεραπεύσει. 

Ο Ιησούς χαμογέλασε και συγκινημένος από την πράξη τους, είπε στον παραλυτικό:

«Παιδί μου, οι αμαρτίες σου είναι συγχωρεμένες...»

Ένας ψίθυρος ακούστηκε τότε από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, που ήταν εκεί. Πίστευαν πως αιτία για όλες τις αρρώστιες είναι η αμαρτία. Μα αυτή μονάχα ο Θεός μπορούσε να τη συγχωρέσει.

Πώς λοιπόν ο Χριστός δίνει μια τέτοια «άφεση αμαρτιών»; Δεν έπρεπε να κοιτάξει την αρρώστια του σώματος, αντί να δείχνει πως έχει εξουσία Θεού; Είναι, λοιπόν, ένας βλάσφημος κατά του Θεού, είπαν μέσα τους. 


Ο Χριστός που κατάλαβε τις σκέψεις τους, τους ρώτησε:

-Διαμαρτύρεστε τάχα, που συγχώρεσα τις αμαρτίες του παραλύτου, επειδή αυτό το δικαίωμα το έχει ο Θεός; Αλλά τι μου ήταν ευκολότερο να πω σ’ αυτόν τον άνθρωπο: «οι αμαρτίες σου είναι συγχωρεμένες» ή να του πω «σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε σπίτι σου»;

Κανένας δεν του απάντησε, γιατί όλοι τους εκεί μέσα τα έβλεπαν και τα δυο σχεδόν αδύνατα. Για το πρώτο αρμόδιος ήταν μονάχα ο Θεός. Όσο για το δεύτερο, η δύναμη του ανθρώπου ήταν λειψή...

Κι ο Χριστός τους είπε: «Για να μάθετε πως μπορώ να τα κάνω και τα δυο, του λέγω: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου».

Όλοι τότε κράτησαν την ανάσα τους. Τι θα γινόταν τώρα;

Και να, ο παράλυτος άρχισε να κινείται, να πηδά από το φορείο του, να το παίρνει και να φεύγει μέσα από το πλήθος. Κι όλοι τότε δόξαζαν τον Θεό!... Και έλεγαν: «Ποτέ ως τώρα δεν είδαμε τόσο θαυμαστά πράγματα!»

Από το Ευαγγέλιο


Απόδοση στα Νεολληνικά

Κατά Ματθαίον 

Κεφάλαιο 9, στίχοι 1-8


1 Και αφού μπήκε ο Ιησούς στο πλοίο, πέρασε απέναντι και ήρθε στην πόλη του.


2 Και ιδού, του έφεραν έναν παραλυτικό, ξαπλωμένο σε κρεβάτι. Και όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παραλυτικό: «Έχε θάρρος, παιδί μου· σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου.»


3 Τότε, μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: «Αυτός βλασφημεί.»


4 Και επειδή ο Ιησούς είδε τις σκέψεις τους, είπε: «Γιατί σκέφτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας;


5 Τι είναι ευκολότερο, να πω: "Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου" ή να πω: "Σήκω και περπάτα";


6 Για να γνωρίσετε όμως ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία επί της γης να συγχωρεί αμαρτίες» — τότε λέει στον παραλυτικό: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου.»


7 Και εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του.


8 Και τα πλήθη, όταν είδαν, θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους.


Κατά Μάρκον

Κεφάλαιο 2, στίχοι 1-12


1 Και αφού ξαναήρθε στην Καπερναούμ μερικές ημέρες μετά, ακούστηκε ότι είναι στο σπίτι.


2 Και αμέσως μαζεύτηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε πλέον χώρος ούτε κοντά στην πόρτα· και τους κήρυττε τον λόγο.


3 Και έρχονται σ’ αυτόν φέρνοντας έναν παραλυτικό, που τον σήκωναν τέσσερις.


4 Και επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξαιτίας του πλήθους, ξεσκέπασαν τη στέγη όπου ήταν, και αφού την άνοιξαν, κατέβασαν το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος ο παραλυτικός.


5 Και όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, λέει στον παραλυτικό: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου.»


6 Κάποιοι από τους γραμματείς όμως κάθονταν εκεί και σκέφτονταν στις καρδιές τους:


7 «Γιατί αυτός μιλάει έτσι; Βλασφημεί! Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνο ένας, ο Θεός;»


8 Και αμέσως, επειδή κατάλαβε ο Ιησούς με το πνεύμα του ότι έτσι σκέφτονται μέσα τους, τους είπε: «Γιατί σκέφτεστε αυτά στις καρδιές σας;


9 Τι είναι ευκολότερο, να πω στον παραλυτικό: "Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου" ή να πω: "Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα";


10 Για να γνωρίσετε όμως ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία επί της γης να συγχωρεί αμαρτίες» — λέει στον παραλυτικό:


11 «Σε σένα λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου.»


12 Και σηκώθηκε αμέσως, και αφού πήρε το κρεβάτι, βγήκε μπροστά σε όλους· ώστε όλοι έμειναν έκπληκτοι και δόξασαν τον Θεό, λέγοντας: «Ποτέ δεν είδαμε κάτι τέτοιο!»


Κατά Λουκάν

Κεφάλαιο 5, στίχοι 17-26:


17 Και μια μέρα, ενώ δίδασκε, κάθονταν εκεί Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι που είχαν έρθει από κάθε χωριό της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας και από την Ιερουσαλήμ. Και η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί του για να θεραπεύει.


18 Και ιδού, μερικοί άντρες έφεραν πάνω σε κρεβάτι έναν άνθρωπο που ήταν παράλυτος· και προσπαθούσαν να τον φέρουν μέσα και να τον βάλουν μπροστά του.


19 Και μη βρίσκοντας τρόπο να τον φέρουν μέσα εξαιτίας του πλήθους, ανέβηκαν στη στέγη και τον κατέβασαν με το κρεβάτι του μέσα από τα κεραμίδια στο μέσο, μπροστά στον Ιησού.


20 Και όταν είδε την πίστη τους, είπε: «Άνθρωπε, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου.»


21 Και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να σκέφτονται και να λένε: «Ποιος είναι αυτός που λέει βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνο ο Θεός;»


22 Ο Ιησούς όμως, που κατάλαβε τις σκέψεις τους, απάντησε και τους είπε: «Τι σκέφτεστε στις καρδιές σας;


23 Τι είναι ευκολότερο, να πω: "Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου" ή να πω: "Σήκω και περπάτα";


24 Για να γνωρίσετε όμως ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία επί της γης να συγχωρεί αμαρτίες» — είπε στον παραλυτικό: «Σε σένα λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου.»


25 Και αμέσως σηκώθηκε μπροστά τους, πήρε το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος και πήγε στο σπίτι του δοξάζοντας τον Θεό.


26 Και όλοι έμειναν έκπληκτοι και δόξασαν τον Θεό, και γέμισαν από φόβο, λέγοντας: «Σήμερα είδαμε παράδοξα πράγματα.»


Πρωτότυπο


Κατά Ματθαίον  

Κεφάλαιο 9, στίχοι 1-8


 1 Καὶ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.  

 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι.  

 3 Καὶ ἰδοὺ τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ.  

 4 Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;  

 5 Τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, Ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, Ἔγειρε καὶ περιπάτει;  

 6 Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου.  

 7 Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.  

 8 Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.


Κατά Μάρκον 

Κεφάλαιο 2, στίχοι 1-12


 1 Καὶ εἰσελθὼν πάλιν εἰς Καπερναούμ δι’ ἡμερῶν ἠκούσθη ὅτι ἐν οἴκῳ ἐστίν.  

 2 Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν, καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον.  

 3 Καὶ ἔρχονται φέροντες πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων.  

 4 Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ὅπου ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο.  

5 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι.  

6 Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν·  

7 Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός;  

8 Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, λέγει αὐτοῖς· Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;  

9 Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, Ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, Ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;  

10 Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς, λέγει τῷ παραλυτικῷ·  

11 Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου.  

12 Καὶ ἠγέρθη καὶ εὐθέως ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἔμπροσθεν πάντων ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν.


Κατά Λουκάν

Κεφάλαιο 5, στίχοι 17-26


17 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἦν διδάσκων, καὶ ἦσαν καθήμενοι Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι, οἳ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ· καὶ δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τὸ ἰᾶσθαι αὐτούς.  

18 Καὶ ἰδοὺ ἄνδρες φέροντες ἐπὶ κλίνης ἄνθρωπον ὃς ἦν παραλελυμένος, καὶ ἐζήτουν αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι αὐτὸν ἐνώπιον αὐτοῦ.  

19 Καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλον, ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα διὰ τῶν κεράμων καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῇ κλίνῃ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ.  

20 Καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν· Ἄνθρωπε, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.  

21 Καὶ ἤρξαντο διαλογίζεσθαι οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι λέγοντες· Τίς ἐστιν οὗτος ὃς λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ μόνος ὁ Θεός;  

22 Ἐπιγνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν ἀποκριθεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;  

23 Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ εἰπεῖν, Ἔγειρε καὶ περιπάτει;  

24 Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - εἶπεν τῷ παραλελυμένῳ· Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἄρας τὸ κλινίδιόν σου πορεύου εἰς τὸν οἶκόν σου.  

25 Καὶ παραχρῆμα ἀναστὰς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ' ᾧ κατέκειτο, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ δοξάζων τὸν Θεόν.  

16 Καὶ ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, καὶ ἐπλήσθησαν φόβου λέγοντες ὅτι Εἴδομεν παράδοξα σήμερον.