Κάποτε ο Χριστός βρέθηκε στην Καπερναούμ και δίδασκε τον κόσμο. Ξαφνικά έφτασε ανήσυχος ένας σεβάσμιος άνθρωπος. Ήταν ο Ιάειρος, ο αρχηγός της Συναγωγής, που επέβλεπε για την τάξη μέσα σ' αυτή.
Ο Ιάειρος είχε ετοιμοθάνατη τη μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του. Έπεσε, λοιπόν, στα πόδια του Ιησού και τον θερμοπαρακαλούσε: « Κύριε, το κορίτσι μου πεθαίνει. Έλα να βάλεις επάνω του το χέρι Σου και είμαι βέβαιος πως θα σωθεί και θα ζήσει. »
Ο Χριστός τον λυπήθηκε. Πήρε τους μαθητές του και ξεκίνησε με τον Ιάειρο για το σπίτι του. Στο δρόμο ένας υπηρέτης έφερε στον Ιάειρο τη θλιβερή είδηση πως το κοριτσάκι πέθανε κι ήταν ανώφελο να κουράζουν άλλο τον Διδάσκαλο. Ο δυστυχισμένος πατέρας έμεινε σαν απολιθωμένος. Μα ο Χριστός του ψιθύρισε:
«Μη φοβάσαι. Πίστευε κι η κόρη σου θα σωθεί.»
Όταν έφτασαν στο σπίτι του Ιαείρου, ο Χριστός με τρεις μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, προχώρησε ως το δωμάτιο της νεκρής, μαζί με τους γονείς της. Όλοι έκλαιαν εκεί μέσα και μοιρολογούσαν τη νεκρή. Ο Χριστός τους είπε:
« Μην κλαίτε, γιατί το κοριτσάκι δεν πέθανε, αλλά κοιμάται.» Εκείνοι όμως κουνούσαν το κεφάλι, γιατί ήξεραν πως πέθανε. Ο Χριστός τους έβγαλε έξω, έπιασε την κόρη από το χέρι και της είπε:
« Κόρη μου, σήκω!» Κι αμέσως η ζωή θέρμανε το παγωμένο σώμα. Η κόρη αναστήθηκε κι ο Χριστός είπε στους γονείς της να της δώσουν φαγητό. Ο οργανισμός της λειτουργούσε κανονικά πια. Οι γονείς της κόρης τά έχασαν, βλέποντας τη νεκραναστημένη. Ο Χριστός τους σύστησε να μην πουν σε κανένα το τί συνέβη. Αρκεί που τους έσωσε η πίστη τους. Χωρίς αυτή δεν μπορεί κανείς ούτε να γιατρευτεί, ούτε να δεχθεί τα θαύματα.
Η ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου αναφέρεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά. Παρακάτω παρατίθενται οι σχετικές περικοπές πρώτα στη νεοελληνική απόδοση και μετά στο πρωτότυπο κείμενο.
Κατά Ματθαίον 9:18-26
18. Ενώ τους έλεγε αυτά, ένας αρχισυνάγωγος ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Η θυγατέρα μου πέθανε τώρα. Αλλά έλα βάλε το χέρι σου επάνω της, και θα ζήσει».
19. Ο Ιησούς σηκώθηκε και τον ακολούθησε, καθώς και οι μαθητές του.
20. Και ιδού, μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια, πλησίασε από πίσω και άγγιξε το άκρο του ενδύματός του.
21. Διότι έλεγε μέσα της: «Αν αγγίξω μόνο το ρούχο του, θα σωθώ».
22. Ο Ιησούς, γυρίζοντας και βλέποντάς την, είπε: «Θάρρος, θυγατέρα μου. Η πίστη σου σε έχει σώσει». Και η γυναίκα σώθηκε από εκείνη την ώρα.
23. Όταν ο Ιησούς έφτασε στο σπίτι του αρχισυνάγωγου και είδε τους αυλητές και το πλήθος να θορυβούν,
24. είπε: «Αποσυρθείτε, διότι το κορίτσι δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Και τον περιγελούσαν.
25. Αφού όμως έβγαλε το πλήθος έξω, μπήκε μέσα, έπιασε το χέρι της και το κορίτσι σηκώθηκε.
26. Και η φήμη αυτή διαδόθηκε σε όλη εκείνη την περιοχή.
Κατά Μάρκον 5:21-43
21. Όταν ο Ιησούς πέρασε πάλι με το πλοίο στην απέναντι πλευρά, μαζεύτηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν κοντά στη θάλασσα.
22. Έρχεται τότε ένας από τους αρχισυνάγωγους, ονόματι Ιάειρος, και όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του
23. και τον παρακαλούσε έντονα λέγοντας: «Η κόρη μου είναι στα τελευταία της. Έλα βάλε τα χέρια σου επάνω της για να σωθεί και να ζήσει».
24. Και πήγε μαζί του. Ακολούθησε λοιπόν και πολύς κόσμος και τον συνέθλιβαν.
25. Και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια,
26. και είχε ταλαιπωρηθεί πολύ από πολλούς γιατρούς και είχε ξοδέψει όλα της τα υπάρχοντα χωρίς να έχει ωφεληθεί σε τίποτα, αλλά μάλλον χειροτέρευε,
27. όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε ανάμεσα στο πλήθος και άγγιξε το ένδυμά του.
28. Διότι έλεγε: «Αν αγγίξω και μόνο τα ρούχα του, θα σωθώ».
29. Αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της και ένιωσε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια.
30. Και αμέσως ο Ιησούς, αισθανόμενος τη δύναμη που βγήκε από αυτόν, γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;»
31. Οι μαθητές του έλεγαν: «Βλέπεις τον κόσμο που σε συνθλίβει, και ρωτάς “ποιος με άγγιξε;”»
32. Και κοίταζε ολόγυρα για να δει αυτήν που το έκανε.
33. Η γυναίκα, τρομαγμένη και τρέμοντας, ξέροντας τι της είχε συμβεί, ήρθε και έπεσε μπροστά του και του είπε όλη την αλήθεια.
34. Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε ειρηνικά και να είσαι υγιής από την αρρώστια σου».
35. Ενώ ακόμα μιλούσε, έρχονται από το σπίτι του αρχισυνάγωγου και λένε: «Η κόρη σου πέθανε. Γιατί ενοχλείς ακόμα τον δάσκαλο;»
36. Ο Ιησούς, μόλις άκουσε αυτόν τον λόγο που ειπώθηκε, είπε στον αρχισυνάγωγο: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε».
37. Και δεν άφησε κανέναν να τον ακολουθήσει, παρά μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδελφό του Ιακώβου.
38. Έρχονται στο σπίτι του αρχισυνάγωγου, και βλέπει θόρυβο και ανθρώπους που έκλαιγαν και οδύρονταν πολύ.
39. Και μπαίνοντας μέσα τους λέει: «Γιατί θορυβείτε και κλαίτε; Το παιδί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται».
40. Και τον περιγελούσαν. Αφού όμως έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα του παιδιού και τη μητέρα και τους δικούς του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί.
41. Και πιάνοντας το χέρι του παιδιού, λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «Κορίτσι, σε σένα λέω, σήκω».
42. Και αμέσως σηκώθηκε το κορίτσι και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Και εξεπλάγησαν όλοι με μεγάλο θαυμασμό.
43. Και τους παρήγγειλε πολύ να μη μάθει κανείς το γεγονός αυτό και είπε να της δώσουν να φάει.
Κατά Λουκάν 8:40-56
40. Όταν ο Ιησούς επέστρεψε, τον δέχτηκε ο λαός με χαρά, διότι όλοι τον περίμεναν.
41. Και ιδού, ένας άντρας, ονομαζόμενος Ιάειρος, που ήταν αρχισυνάγωγος, ήρθε και έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να έρθει στο σπίτι του,
42. διότι είχε μια θυγατέρα μονογενή, περίπου δώδεκα ετών, και αυτή πέθαινε. Καθώς πήγαινε, τα πλήθη τον συνέθλιβαν.
43. Και μια γυναίκα που είχε αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλα της τα υπάρχοντα σε γιατρούς χωρίς να μπορέσει να θεραπευτεί από κανέναν,
44. πλησίασε από πίσω και άγγιξε την άκρη του ενδύματός του, και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της.
45. Ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος και αυτοί που ήταν μαζί του: «Δάσκαλε, τα πλήθη σε περιβάλλουν και σε πιέζουν».
46. Αλλά ο Ιησούς είπε: «Κάποιος με άγγιξε, διότι εγώ ένιωσα δύναμη να βγαίνει από μένα».
47. Η γυναίκα, βλέποντας ότι δεν πέρασε απαρατήρητη, ήρθε τρέμοντας και έπεσε μπροστά του και του είπε μπροστά σε όλο τον λαό τον λόγο που τον άγγιξε και πώς αμέσως θεραπεύτηκε.
48. Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα, η πίστη σου σε έχει σώσει. Πήγαινε ειρηνικά».
49. Ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυνάγωγου και λέει: «Η κόρη σου πέθανε. Μη ενοχλείς πια τον δάσκαλο».
50. Ο Ιησούς, όταν άκουσε, απάντησε: «Μη φοβάσαι. Μόνο πίστευε, και θα σωθεί».
51. Όταν έφτασε στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού.
52. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνούσαν. Εκείνος όμως είπε: «Μην κλαίτε. Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται».
53. Και τον περιγελούσαν, επειδή ήξεραν ότι είχε πεθάνει.
54. Εκείνος όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, την πήρε από το χέρι και φώναξε: «Κορίτσι, σήκω».
55. Και επέστρεψε το πνεύμα της, και σηκώθηκε αμέσως. Και πρόσταξε να της δώσουν να φάει.
56. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους πρόσταξε να μη πουν σε κανέναν τι είχε συμβεί.
Κατά Ματθαίον 9:18-26
18 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς, ἰδοὺ ἄρχων εἷς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ, λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν, καὶ ζήσεται.
19 Καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
20 Καὶ ἰδοὺ γυνὴ αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ·
21 ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ· ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι.
22 Ὁ δὲ Ἰησοῦς στραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπεν· θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
23 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος, καὶ ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον θορυβούμενον,
24 λέγει αὐτοῖς· ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανεν τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ.
25 Ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς· καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον.
26 Καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην.
Κατά Μάρκον 5:21-43
21 Καὶ διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς τὸ πέραν, συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ’ αὐτόν· καὶ ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν.
22 Καὶ ἰδοὺ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάϊρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ,
23 καὶ παρακαλεῖ αὐτὸν πολλὰ λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει· ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῖρας ἐπ’ αὐτήν, ἵνα σωθῇ καὶ ζήσῃ.
24 Καὶ ἀπῆλθεν μετ’ αὐτοῦ, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολὺς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.
25 Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος δώδεκα ἔτη,
26 καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ’ αὐτῆς πάντα καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα,
27 ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ·
28 ἔλεγεν γὰρ ὅτι Ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι.
29 Καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος.
30 Καὶ εὐθὺς ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγεν· Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων;
31 Καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις Τίς μου ἥψατο;
32 Καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν.
33 Ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ’ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν.
34 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θυγάτηρ, ἡ πίστις σου σέσωκέν σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.
35 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι Ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανεν· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον;
36 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθὺς ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε.
37 Καὶ οὐκ ἀφῆκεν οὐδένα αὐτὸν συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου.
38 Καὶ ἔρχονται εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά·
39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· Τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.
40 Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. Ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον.
41 Καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· Ταλιθά, κουμ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε.
42 Καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. Καὶ ἐξέστησαν εὐθὺς ἐκστάσει μεγάλῃ.
43 Καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνοῖ τοῦτο· καὶ εἶπεν δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.
Κατά Λουκάν 8:40-56
40 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέφειν τὸν Ἰησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος, ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
41 Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ οὗτος ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχεν· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
43 Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον, οὐκ ἴσχυσε ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
45 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων δὲ πάντων, εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις Τίς ὁ ἁψάμενός μου;
46 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις, ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξεληλυθυῖαν ἀπ’ ἐμοῦ.
47 Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθεν, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
48 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θυγάτηρ, ἡ πίστις σου σέσωκέν σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεται τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
51 Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα.
52 Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν· ὁ δὲ εἶπεν· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.
53 Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
54 Αὐτὸς δὲ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἔγειρε.
55 Καὶ ἐπέστρεψεν τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα· καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
56 Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.