Αφού βαπτίστηκε ο Κύριος, άρχισε το κήρυγμά του. Σιγά-σιγά τραβούσε πολλούς κοντά του. Συνάντησε όμως και την αντίδραση στο σωτήριο έργο του, κυρίως από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους.
Χρειάστηκε, λοιπόν, να σχηματίσει μια ομάδα από μόνιμους μαθητές του. Αυτοί θα αναλάμβαναν να συνεχίσουν το έργο του και έξω από την Παλαιστίνη. Έτσι άρχισε την εκλογή των μαθητών του:
Εκεί που περπατούσε κοντά στη λίμνη της Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαράδες να στέκουν σκεφτικοί και απελπισμένοι. Όλη τη νύχτα ψάρευαν και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Ήταν ο Ανδρέας και ο Πέτρος, παιδιά του Ιωνά και μαθητές του Προδρόμου. Ο Χριστός τους πλησίασε και τους είπε:
-Ελάτε μαζί μου και θα σας κάνω να ψαρεύετε ψυχές ανθρώπων. Τα δύο αδέλφια παράτησαν τη βάρκα και τα δίκτυά τους και τον ακολούθησαν.
Πιο πέρα είδε άλλα δύο αδέλφια, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ετοίμαζαν τα δίχτυα τους μέσα σε πλοιάριο, μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Τους κάλεσε κι αυτούς να τον ακολουθήσουν. Κι αυτοί παράτησαν πλοίο και πατέρα και πήγαν μαζί του.
Έτσι, τον έναν μετά τον άλλον, ο Ιησούς διάλεξε δώδεκα μαθητές του, που ονομάστηκαν Απόστολοι. Ήταν οι απεσταλμένοι από τον Θεό να μεταδώσουν τη διδασκαλία του στον κόσμο. Κι ήταν δώδεκα, όσες κι οι φυλές του Ισραήλ. Δώδεκα νέοι πνευματικοί ηγέτες ολόκληρου του κόσμου.
Τα ονόματά τους είναι:
Ανδρέας και Πέτρος, παιδιά του Ιωνά.
Ιωάννης και Ιάκωβος, παιδιά του Ζεβεδαίου.
Φίλιππος και Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίος, οι δύο φίλοι. Θωμάς ο Δίδυμος και Ματθαίος ο Τελώνης.
Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου, και Θαδδαίος ή Λεββαίος. Σίμων ο Κανανίτης και Ιούδας ο Ισκαριώτης.
Μαζί τους ο Χριστός πήγαινε από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό. Παντού δίδασκε και θεράπευε κάθε λογής αρρώστιες των ανθρώπων.
Εκτός όμως από τους Δώδεκα, ο Χριστός είχε κι άλλους μαθητές, κάπου Εβδομήντα. Αυτοί δεν τον ακολουθούσαν πάντα και μερικοί δεν φανερώνονταν επίσημα, όπως ο Νικόδημος κι ο Ιωσήφ. Εξάλλου, γυναίκες αφοσιωμένες σ’ Αυτόν ήταν αρκετές, όπως η Μαρία, συγγενής της Θεοτόκου, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη, οι αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία.
Έργο, ιδίως των Αποστόλων, ήταν: Να διδάξουν όλα τα έθνη, ως αντιπρόσωποι του Χριστού μέσα στον κόσμο, όταν ο ίδιος θα έφευγε για τους ουρανούς. Να μείνουν μάρτυρες της ζωής του Κυρίου. Μια ζωντανή μαρτυρία, που αναβλύζει από τη γεμάτη πίστη ζωή τους. Να αποτελέσουν το θεμέλιο της Χριστιανικής Εκκλησίας που θα συνέχιζε το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων που άρχισε ο Χριστός.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του κάθε Αποστόλου σε χωριστή ημερομηνία και όλων μαζί στις 30 Ιουνίου.
Η εκλογή των μαθητών του Χριστού αναφέρεται σε αρκετά σημεία στα Ευαγγέλια.
Κατά Ματθαίον
Κεφάλαιο 4, στίχοι 18-22
18 Καθώς περπατούσε ο Ιησούς κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδέλφια, τον Σίμωνα, τον αποκαλούμενο Πέτρο, και τον Ανδρέα, τον αδελφό του, που έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα· γιατί ήταν ψαράδες.
19 Και τους είπε· Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων.
20 Εκείνοι αμέσως άφησαν τα δίχτυα τους και τον ακολούθησαν.
21 Προχωρώντας λίγο πιο πέρα, είδε άλλους δύο αδέλφια, τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη, τον αδελφό του, που επισκεύαζαν τα δίχτυα τους στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους, τον Ζεβεδαίο· και τους κάλεσε.
22 Αμέσως άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν.
Κεφάλαιο 10, στίχοι 1-4
1 Και προσκαλώντας τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε εξουσία πάνω στα ακάθαρτα πνεύματα, ώστε να τα εκβάλλουν και να θεραπεύουν κάθε αρρώστια και κάθε αδυναμία.
2 Τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι αυτά· πρώτος ο Σίμωνας, που αποκαλείται Πέτρος, και ο Ανδρέας, ο αδελφός του· ο Ιάκωβος, ο γιος του Ζεβεδαίου, και ο Ιωάννης, ο αδελφός του·
3 ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος· ο Θωμάς και ο Ματθαίος, ο τελώνης· ο Ιάκωβος, ο γιος του Αλφαίου, και ο Λεββαίος, που αποκαλείται Θαδδαίος·
4 ο Σίμωνας, ο Κανανίτης, και ο Ιούδας Ισκαριώτης, αυτός που τον πρόδωσε.
Κατά Μάρκον
**Κεφάλαιο 1, στίχοι 16-20**
16 Καθώς περπατούσε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Σίμωνα και τον Ανδρέα, τον αδελφό του Σίμωνα, που έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα· γιατί ήταν ψαράδες.
17 Και τους είπε ο Ιησούς· Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων.
18 Και αμέσως άφησαν τα δίχτυα τους και τον ακολούθησαν.
19 Προχωρώντας λίγο πιο πέρα, είδε τον Ιάκωβο, τον γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη, τον αδελφό του, που ήταν κι αυτοί στο πλοίο και επισκεύαζαν τα δίχτυα τους,
20 και αμέσως τους κάλεσε. Και αυτοί άφησαν τον πατέρα τους, τον Ζεβεδαίο, στο πλοίο με τους μισθωτούς και τον ακολούθησαν.
Κεφάλαιο 3, στίχοι 13-19
13 Και ανεβαίνει στο βουνό και καλεί αυτούς που ήθελε, και πήγαν προς αυτόν.
14 Και έκανε δώδεκα, ώστε να είναι μαζί του και να τους στέλνει να κηρύττουν,
15 και να έχουν εξουσία να θεραπεύουν τις αρρώστιες και να εκβάλλουν τα δαιμόνια·
16 και ονόμασε τον Σίμωνα Πέτρο,
17 και τον Ιάκωβο, τον γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη, τον αδελφό του Ιακώβου· και τους έδωσε τα ονόματα Βοανηργές, που σημαίνει υιοί βροντής·
18 και τον Ανδρέα και τον Φίλιππο και τον Βαρθολομαίο και τον Ματθαίο και τον Θωμά και τον Ιάκωβο, τον γιο του Αλφαίου και τον Θαδδαίο και τον Σίμωνα, τον Κανανίτη
19 και τον Ιούδα Ισκαριώτη, που τον πρόδωσε.
Κατά Λουκάν
Κεφάλαιο 5, στίχοι 1-11
1 Ενώ ο Ιησούς στεκόταν κοντά στη λίμνη της Γεννησαρέτ και το πλήθος πίεζε γύρω του για να ακούσει τον λόγο του Θεού,
2 είδε δύο πλοία που στέκονταν στην άκρη της λίμνης· οι ψαράδες είχαν κατεβεί από αυτά και ξέπλεναν τα δίχτυα τους.
3 Μπήκε σε ένα από τα πλοία, που ανήκε στον Σίμωνα, και του ζήτησε να το απομακρύνει λίγο από την ξηρά· και καθισμένος δίδασκε τα πλήθη από το πλοίο.
4 Όταν σταμάτησε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα· Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα.
5 Ο Σίμων απάντησε· Διδάσκαλε, κοπιάσαμε όλη τη νύχτα και δεν πιάσαμε τίποτα· αλλά στη δική σου λέξη θα ρίξω το δίχτυ.
6 Όταν το έκαναν αυτό, έπιασαν τόσο πολλά ψάρια που τα δίχτυα τους άρχισαν να σχίζονται.
7 Και έκαναν σήμα στους συντρόφους τους στο άλλο πλοίο να έρθουν και να τους βοηθήσουν· και ήρθαν και γέμισαν και τα δύο πλοία, ώστε να αρχίσουν να βυθίζονται.
8 Όταν το είδε αυτό ο Σίμων Πέτρος, έπεσε στα γόνατα του Ιησού, λέγοντας· Φύγε από μένα, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός·
9 γιατί θαυμασμό ένιωθαν αυτός και όλοι οι σύντροφοί του για την ψαριά των ψαριών που είχαν πιάσει·
10 το ίδιο και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, που ήταν σύντροφοι του Σίμωνα. Και ο Ιησούς είπε στον Σίμωνα· Μην φοβάσαι· από τώρα και στο εξής θα πιάνεις ανθρώπους.
11 Και αφού έφεραν τα πλοία στη στεριά, άφησαν όλα και τον ακολούθησαν.
Κεφάλαιο 6, στίχοι 12-16
12 Σε εκείνες τις ημέρες, ο Ιησούς ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί, και πέρασε όλη τη νύχτα στην προσευχή προς τον Θεό.
13 Όταν ξημέρωσε, κάλεσε τους μαθητές του και επέλεξε από αυτούς δώδεκα, που ονόμασε αποστόλους·
14 τον Σίμωνα, που ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα, τον αδελφό του, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον Φίλιππο και τον Βαρθολομαίο,
15 τον Ματθαίο και τον Θωμά, τον Ιάκωβο, τον γιο του Αλφαίου, και τον Σίμωνα, που αποκαλούνταν Ζηλωτής,
16 τον Ιούδα, τον γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα Ισκαριώτη, που έγινε προδότης.
Κατά Ιωάννην
Κεφάλαιο 1, στίχοι 35-51:
35 Την επόμενη μέρα, ο Ιωάννης ήταν πάλι εκεί με δύο από τους μαθητές του.
36 Βλέποντας τον Ιησού να περπατάει, είπε: «Δείτε, ο αμνός του Θεού».
37 Οι δύο μαθητές τον άκουσαν να το λέει και ακολούθησαν τον Ιησού.
38 Ο Ιησούς στράφηκε και, βλέποντάς τους να τον ακολουθούν, τους είπε: «Τι ζητάτε;» Εκείνοι είπαν: «Ραββί» (που σημαίνει Διδάσκαλε), «πού μένεις;»
39 Τους είπε: «Ελάτε και θα δείτε». Ήρθαν λοιπόν και είδαν πού μένει και έμειναν μαζί του εκείνη την ημέρα· ήταν περίπου η δέκατη ώρα.
40 Ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, ήταν ένας από τους δύο που άκουσαν τα λόγια του Ιωάννη και ακολούθησαν τον Ιησού.
41 Αυτός πρώτος βρήκε τον αδελφό του Σίμωνα και του είπε: «Βρήκαμε τον Μεσσία» (που σημαίνει Χριστός).
42 Τον έφερε στον Ιησού. Ο Ιησούς, κοιτάζοντάς τον, είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμωνας, ο γιος του Ιωνά· θα ονομαστείς Κηφάς» (που σημαίνει Πέτρος).
43 Την επόμενη μέρα, ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκοντας τον Φίλιππο, του είπε: «Ακολούθησέ με».
44 Ο Φίλιππος ήταν από τη Βηθσαϊδά, την πόλη του Ανδρέα και του Πέτρου.
45 Ο Φίλιππος βρήκε τον Ναθαναήλ και του είπε: «Βρήκαμε αυτόν για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στον νόμο και οι προφήτες, τον Ιησού, τον γιο του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ».
46 Ο Ναθαναήλ του είπε: «Μπορεί να βγει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ;» Ο Φίλιππος του είπε: «Έλα και δες».
47 Ο Ιησούς, βλέποντας τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν, είπε για αυτόν: «Δείτε, ένας αληθινός Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει δόλος».
48 Ο Ναθαναήλ του είπε: «Πώς με γνωρίζεις;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Πριν σε καλέσει ο Φίλιππος, σε είδα κάτω από τη συκιά».
49 Ο Ναθαναήλ του απάντησε: «Ραββί, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ».
50 Ο Ιησούς του απάντησε: «Επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά, πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα από αυτά».
51 Και του είπε: «Αληθώς, αληθώς σας λέω, από τώρα θα δείτε τον ουρανό ανοιχτό και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου».
Κατά Ματθαίον
Κεφάλαιο 4, στίχοι 18-22:
18 Και περιπατών ο Ιησούς παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας άμφιβληστρον εις την θάλασσαν· ήσαν γαρ αλιείς. 19 Και λέγει αυτοίς· Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. 20 Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ. 21 Και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών, και εκάλεσεν αυτούς. 22 Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ.
Κεφάλαιο 10, στίχοι 1-4:
1 Και προσκαλεσάμενος τους δώδεκα μαθητάς αυτού έδωκεν αυτοίς εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. 2 Των δώδεκα δε αποστόλων τα ονόματά εστι ταύτα· πρώτος Σίμων ο λεγόμενος Πέτρος και Ανδρέας ο αδελφός αυτού· Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου και Ιωάννης ο αδελφός αυτού· 3 Φίλιππος και Βαρθολομαίος· Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης· Ιάκωβος ο του Αλφαίου και Λεββαίος ο επικληθείς Θαδδαίος· 4 Σίμων ο Κανανίτης και Ιούδας Ισκαριώτης ο και παραδούς αυτόν.
Κατά Μάρκον
Κεφάλαιο 1, στίχοι 16-20
16 Και παράγων παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε Σίμωνα και Ανδρέαν τον αδελφόν Σίμωνος, αμφιβάλλοντας εν τη θαλάσση· ήσαν γαρ αλιείς. 17 Και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς γενέσθαι αλιείς ανθρώπων. 18 Και ευθέως αφέντες τα δίκτυα αυτών ηκολούθησαν αυτώ. 19 Και προβάς εκείθεν ολίγον είδεν Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού και αυτοίς εν τω πλοίω καταρτίζοντας τα δίκτυα, 20 και ευθέως εκάλεσεν αυτούς. Και αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού.
Κεφάλαιο 3, στίχοι 13-19
13 Και αναβαίνει εις το όρος και προσκαλείται ους ηθέλησεν αυτός, και απήλθον προς αυτόν. 14 Και εποίησεν δώδεκα, ίνα ώσι μετ' αυτού και ίνα αποστέλλη αυτούς κηρύσσειν 15 και έχειν εξουσίαν θεραπεύειν τας νόσους και εκβάλλειν τα δαιμόνια· 16 και επέθηκεν Σίμωνι όνομα Πέτρον, 17 και Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν του Ιακώβου και επέθηκεν αυτοίς ονόματα Βοανηργές, ο έστιν υιοί βροντής· 18 και Ανδρέαν και Φίλιππον και Βαρθολομαίον και Ματθαίον και Θωμάν και Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Θαδδαίον και Σίμωνα τον Κανανίτην 19 και Ιούδαν Ισκαριώτην, ος και παρέδωκεν αυτόν.
Κατά Λουκάν
Κεφάλαιο 5, στίχοι 1-11
Εγένετο δε εν τω επιχρήσασθαι αυτον τούτον λέγειν παρα την λίμνην Γεννησαρέτ, και αυτός επαρεκάλει αυτόν πλοίον ολίγον απο της γης αποσπασάμενον καθεύδει. 2 Και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην· οι δε αλιείς αποβάντες απ' αυτών απέπλυνον τα δίκτυα. 3 Εμβας δε εις εν των πλοίων, ο ην του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτον απο της γης επαναγαγείν ολίγον· και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους. 4 Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· Επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμων εις άγραν. 5 Και αποκριθείς Σίμων είπεν αυτώ· Επιστάτα, δι' όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον. 6 Και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ· διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών. 7 Και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρῳ πλοίῳ του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς· και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. 8 Ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων· Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε· 9 θάμβος γαρ περιέσχεν αυτον και πάντας τους συν αυτώ επι τη άγρᾳ των ιχθύων ων συνέλαβον· 10 ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οι ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι. Και είπεν προς τον Σίμωνα ο Ιησούς· Μη φοβού· από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών. 11 Και καταγαγόντες τα πλοία επι την γῆν αφέντες πάντα ηκολούθησαν αυτώ.
Κεφάλαιο 6, στίχοι 12-16:
12 Εγένετο δε εν ταις ημέραις ταύταις εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι, και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού. 13 Και ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησεν τους μαθητάς αυτού, και εκλεξάμενος απ' αυτών δώδεκα, ους και αποστόλους ωνόμασεν· 14 Σίμωνα, ον και ωνόμασεν Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, Ιάκωβον και Ιωάννην, Φίλιππον και Βαρθολομαίον, 15 Ματθαίον και Θωμάν, Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Σίμωνα τον καλούμενον Ζηλωτήν, 16 Ιούδαν Ιακώβου και Ιούδαν Ισκαριώτην, ος εγένετο προδότης.
Κατά Ιωάννην
Κεφάλαιο 1, στίχοι 35-51
35 Τη επαύριον πάλιν ειστήκει Ιωάννης και εκ των μαθητών αυτού δύο, 36 και εμβλέψας εις τον Ιησούν περιπατούντα λέγει· Ιδού ο αμνός του Θεού. 37 Και ήκουσαν οι δύο μαθηταί λαλούντος αυτού και ηκολούθησαν τω Ιησού. 38 Στραφείς δε ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς· Τι ζητείτε; οι δε είπον αυτώ· Ραββί, ο λέγεται ερμηνευόμενον Διδάσκαλε, που μένεις; 39 λέγει αυτοίς· Έρχεσθε και ίδετε. Ήλθον και είδον που μένει, και παρ' αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην· ώραν ην ως δεκάτη. 40 Ήν Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου εις εκ των δύο των ακουσάντων παρά Ιωάννου και ακολουθησάντων αυτώ. 41 ευρίσκει ούτος πρώτος τον αδελφόν τον ίδιον Σίμωνα και λέγει αυτώ· Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, ο εστίν μεθερμηνευόμενον Χριστός· 42 και ήγαγεν αυτόν προς τον Ιησούν. Εμβλέψας αυτώ ο Ιησούς είπεν· Συ ει Σίμων ο υιός Ιωνά· συ κληθήση Κηφάς, ο ερμηνεύεται Πέτρος. 43 Τη επαύριον ηθέλησεν εξελθείν εις την Γαλιλαίαν, και ευρίσκει Φίλιππον και λέγει αυτώ ο Ιησούς· Ακολούθει μοι. 44 Ην δε ο Φίλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου. 45 ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ· Ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ. 46 και είπεν αυτώ Ναθαναήλ· Εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; λέγει αυτώ Φίλιππος· Έρχου και ίδε. 47 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ ερχόμενον προς αυτόν και λέγει περί αυτού· Ιδού αληθώς Ισραηλίτης εν ω δόλος ουκ έστι. 48 λέγει αυτώ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· Πριν σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδον σε. 49 απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει αυτώ· Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ. 50 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· Ότι είπόν σοι, είδον σε υποκάτω της συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων όψει. 51 και λέγει αυτώ· Αμήν αμήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου.