Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη

Ο Μωσαϊκός Νόμος όριζε, κοντά στα άλλα, πως έπρεπε οι Ιουδαίοι να αγαπάνε και τον «πλησίον» σαν τον εαυτό τους. Δεν ξεκαθάριζε όμως ποιος είναι ο «πλησίον». Γι' αυτό οι Ιουδαίοι αγαπούσαν τους συμπατριώτες τους και μερικούς ξένους, που ζούσαν μεταξύ τους.

Ένας νομοδιδάσκαλος, λοιπόν, ρώτησε το Χριστό να του πει ποιος είναι ο «πλησίον». Κι ο Χριστός, αντί για απάντηση, είπε την εξής παραβολή:

Μια φορά ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ. Σε ένα σημείο ο δρόμος περνούσε από βουνά και χαράδρες. Εκεί τον περίμεναν ληστές. Του πήραν τα χρήματα, τον έγδυσαν, τον πλήγωσαν κι έπειτα τον παράτησαν εκεί μισοπεθαμένο. Εκείνοι έφυγαν κι αυτός είχε ανάγκη από άμεση βοήθεια. 

Σε λίγο πέρασε ένας ιερέας των Εβραίων. Είχε τελειώσει τα ιερατικά του καθήκοντα στο Ναό και επέστρεφε στην Ιεριχώ, που είχε το σπίτι του. Φαινόταν ευχαριστημένος, που ο Θεός τον αξίωσε να τον υπηρετεί με θυσίες και να τον υμνεί με ψαλμούς. 


Ξαφνικά είδε τον πληγωμένο και τον γνώρισε πως ήταν συμπατριώτης του. Σύμφωνα με το Νόμο έπρεπε να του δείξει την αγάπη του. Κινδύνευε όμως από τους ληστές να πάθει κι αυτός τα ίδια και χειρότερα. Σκέφτηκε τότε πως ο Νόμος απαγορεύει να πλησιάζουμε πεθαμένους. Κι αυτός εκεί ο αιμόφυρτος άνθρωπος ίσως να είχε πεθάνει. Τάχυνε τότε το βήμα του και τον προσπέρασε ψυχρός κι αδιάφορος. 


Έπειτα πέρασε κι ένας Λευίτης. Σαν βρέθηκε μπροστά στο δρόμο του πληγωμένου, σκέφτηκε μονάχα τον εαυτούλη του και βιάστηκε να προχωρήσει, για να βρεθεί μακριά από κάθε κίνδυνο. 

Τέλος φάνηκε και τρίτος οδοιπόρος. Ήταν ένας Σαμαρείτης. Είδε κι αυτός τον πληγωμένο και τον γνώρισε ότι ήταν Ιουδαίος, δηλαδή ο χειρότερος εχθρός του. Έπρεπε να χαρεί για το πάθημά του. Όμως νίκησε μέσα του το καθήκον της αγάπης. Πλησίασε τον εχθρό κι έσκυψε επάνω του. Του έπλυνε τις πληγές με λάδι και κρασί, τα φάρμακα της εποχής 

Του έδεσε τα τραύματα με πρόχειρους επιδέσμους. Τον ανέβασε στο ζώο του και τον μετέφερε στο μοναδικό πανδοχείο της περιοχής. Έδωσε δυο δηνάρια στον ξενοδόχο και τον παρακάλεσε να περιποιηθεί τον τραυματία. Του υποσχέθηκε μάλιστα, στο γυρισμό του, να του έδινε κι όσα άλλα θα ξόδευε επί πλέον. 

Τελειώνοντας την παραβολή ο Χριστός, ρώτησε το νομικό ποιος από τους τρεις, κατά τη γνώμη του, έκανε το καθήκον του προς τον «πλησίον».

Κι εκείνος απάντησε: «Μα αυτός, που τον συμπόνεσε.» 

Έτσι ο Χριστός δίδαξε πως χρειάζεται, πρώτ' απ' όλα, η αγάπη προς το Θεό, για ν' ανθίσει έπειτα και η αγάπη προς τον «πλησίον». Να αγκαλιάσει ο άνθρωπος τον οποιονδήποτε διπλανό του. Τον άγνωστο λαβωμένο και ληστεμένο. Δεν σημαίνει τίποτα το να την έχει κανείς την αγάπη αυτή γραμμένη στο νου του ή να την μνημονεύει πρωί και βράδυ στην προσευχή του. Είναι ανάγκη να την εξασκεί στη ζωή του.

Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου είναι μία από τις πιο γνωστές παραβολές του Ιησού και περιέχεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά ( 10: 25-29 ). Η παραβολή έχει ως στόχο να διδάξει για την ταπείνωση, τη μετάνοια και την αληθινή δικαιοσύνη. 

Ερμηνεία της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη

Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη είναι από τις πιο γνωστές και αγαπημένες διηγήσεις του Ιησού Χριστού, με βαθύ ηθικό και πνευματικό νόημα. Ας αναλύσουμε τα στοιχεία της:

Από το Ευαγγέλιο


Νεοελληνική Απόδοση


Κατά Λουκάν 10:25-37

25. Και ιδού, ένας νομικός σηκώθηκε και τον πείραζε, λέγοντας: «Δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»

26. Εκείνος του είπε: «Τι είναι γραμμένο στον νόμο; Πώς διαβάζεις;»

27. Εκείνος απάντησε: «Θα αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, με όλη την ψυχή σου, με όλη τη δύναμή σου και με όλη τη διάνοιά σου, και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου.»

28. Του είπε τότε: «Ορθά απάντησες· αυτό κάνε και θα ζήσεις.»

29. Αλλά εκείνος, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;»

30. Ο Ιησούς απάντησε και είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, οι οποίοι αφού τον γδύσανε και τον τραυμάτισαν, έφυγαν, αφήνοντάς τον ημιθανή.

31. Κατά σύμπτωση, ένας ιερέας κατέβαινε από εκείνον τον δρόμο και τον είδε και πέρασε από την άλλη πλευρά.

32. Το ίδιο και ένας Λευίτης, που έφτασε στον τόπο, τον είδε και πέρασε από την άλλη πλευρά.

33. Ένας Σαμαρείτης όμως, που ταξίδευε, ήρθε εκεί που ήταν και όταν τον είδε, τον σπλαχνίστηκε.

34. Πλησίασε, έδεσε τα τραύματά του ρίχνοντας επάνω λάδι και κρασί και τον ανέβασε στο ζώο του και τον έφερε σε πανδοχείο και τον περιποιήθηκε.

35. Την επόμενη μέρα, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωσε στον πανδοχέα και του είπε: “Φρόντισέ τον και ό,τι ξοδέψεις παραπάνω, εγώ όταν επιστρέψω θα στο πληρώσω.”

36. Ποιος λοιπόν από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;»

37. Εκείνος είπε: «Αυτός που του έδειξε έλεος.» Του είπε τότε ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε και εσύ το ίδιο.»


Πρωτότυπο Κείμενο


25. Καὶ ἰδοὺ νομικὸς τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;

26. ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;

27. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.

28. εἶπεν δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.

29. ὁ δὲ θέλων δικαιῶσαι ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον;

30. ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἰερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν, οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον, ἀφέντες ἡμιθανῆ.

31. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδεί ἐκείνῃ καὶ ἰδών αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.

32. ὁμοίως δὲ καὶ Λευίτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν.

33. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθεν κατ’ αὐτὸν καὶ ἰδὼν ἐσπλαγχνίσθη,

34. καὶ προσελθὼν κατέδησεν τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον· ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ.

35. καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκεν τῷ πανδοχεῖ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.

36. τίς τούτων τῶν τριῶν δοκεῖ σοι πλησίον γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;

37. ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.