Ένας πατέρας είχε δύο γιους και τους αγαπούσε πολύ. Αλλά ο μικρότερος θέλησε να φύγει από το πατρικό σπίτι.
Παρουσιάστηκε λοιπόν στον πατέρα του και του ζήτησε το μερίδιό του από την περιουσία τους. Με πόνο καρδιάς ο πατέρας μοίρασε την περιουσία και έδωσε στο παιδί του ό,τι του αναλογούσε.
Εκείνο πήρε το μερίδιό του και ξενιτεύτηκε σε χώρα μακρινή. Εκεί βρήκε φίλους και σπατάλησε όλα του τα χρήματα σε διασκεδάσεις και γλέντια. Έπειτα τον παράτησαν οι φίλοι του κι αυτόν τον θέριζε η πείνα.
Αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά και να γίνει χοιροβοσκός. Πόσο λαχταρούσε να χορτάσει με τα χαρούπια, που έτρωγαν οι χοίροι! Αλλά οι υπηρέτες, που τα μοίραζαν, έμειναν εκεί και κοίταζαν να τρέφονται οι χοίροι με αυτά και όχι ο χοιροβοσκός.
Κάποια στιγμή ο άσωτος κατάλαβε όλο τον ξεπεσμό του. Σκέφτηκε: «Πόσοι υπηρέτες στο σπίτι του πατέρα μου έχουν άφθονο ψωμί κι εγώ πεθαίνω από την πείνα. Θα σηκωθώ, λοιπόν, θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: "Πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σε σένα... Δεν αξίζω πια να λέγομαι γιος σου. Πάρε με κοντά σου σαν εργάτη σου..."».
Το είπε και το έκανε. Αμέσως έφυγε για τον πατέρα του.
Ο πατέρας του, που πάντα τον περίμενε, τον είδε από μακριά να έρχεται. Αμέσως έτρεξε να τον υποδεχτεί. Έπεσε στον λαιμό του, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε με πόνο και με μεγάλη στοργή.
Κι ο άσωτος άρχισε να του λέει:
-Πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σε σένα...
Μα ο πατέρας δεν τον άφησε να του πει περισσότερα.
Φώναξε τους υπηρέτες και τους είπε:
-Βγάλτε την καλύτερη φορεσιά και ντύστε τον. Περάστε και στο χέρι του δαχτυλίδι, όπως έχουν οι ελεύθεροι άνθρωποι. Να του φορέσετε και υποδήματα, να μη βαδίζει ξυπόλητος σαν σκλάβος. Να σφάξετε και το καλύτερο μοσχάρι, που έτρεφα για μια εξαιρετική περίπτωση. Θα φάμε και θα γλεντήσουμε, γιατί ο γιος μου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε.
Αργότερα, ο μεγαλύτερος γιος, γυρίζοντας από τα χωράφια, άκουσε χαρές και τραγούδια στο σπίτι. Ρώτησε κι έμαθε τα καθέκαστα. Θύμωσε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. Έτρεξε τότε ο πατέρας του να τον βρει και με την ίδια στοργή τον καλούσε στη γιορτή.
Μα εκείνος του είπε:
-Πατέρα, χρόνια τώρα σε υπηρετώ και ποτέ δεν μου έδωσες ένα κατσικάκι να διασκεδάσω κι εγώ με τους φίλους μου. Τώρα, που γύρισε ο αδελφός μου ο άσωτος, του έσφαξες το καλύτερο θρεφτάρι μας.
Κι ο πατέρας του εξήγησε με στοργή:
-Παιδί μου, εσύ ήσουν πάντα μαζί μου κι όλα μου τα καλά είναι δικά σου. Έπρεπε να χαρείς που ο αδελφός σου ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, κι ήταν χαμένος και βρέθηκε...
Η παραβολή του Ασώτου αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά, κεφάλαιο 15, στίχοι 11-32.
1. Ο Πατέρας
Ο πατέρας της παραβολής αντιπροσωπεύει τον Θεό. Η αγάπη του για τους γιους του είναι άνευ όρων και απεριόριστη. Όταν ο μικρότερος γιος ζητά το μερίδιό του από την περιουσία και φεύγει, ο πατέρας του το δίνει χωρίς να του φέρει αντίρρηση, δείχνοντας έτσι την ελευθερία που δίνει ο Θεός στα παιδιά Του να κάνουν τις επιλογές τους, ακόμα και αν αυτές είναι λανθασμένες.
2. Ο Μικρότερος Γιος
Ο μικρότερος γιος συμβολίζει τους ανθρώπους που απομακρύνονται από τον Θεό, αναζητώντας την ευτυχία και την ολοκλήρωση σε υλικές και προσωρινές απολαύσεις. Όταν ο γιος κατασπαταλά την περιουσία του και βρίσκεται σε ανάγκη, αντιλαμβάνεται την αμαρτία και το λάθος του. Η επιστροφή του στον πατέρα του δείχνει τη μετάνοια και την αναγνώριση της ανάγκης για συγχώρεση.
3. Η Επιστροφή και η Συγγνώμη
Η απόφαση του μικρότερου γιου να επιστρέψει στον πατέρα του και να ζητήσει συγγνώμη είναι ένδειξη ταπεινοφροσύνης και μετάνοιας. Η υποδοχή του πατέρα, που τρέχει να τον αγκαλιάσει και να τον αποκαταστήσει, δείχνει την αμέριστη αγάπη και τη συγχωρητικότητα του Θεού προς όλους όσοι μετανοούν και επιστρέφουν σε Αυτόν.
4. Ο Μεγαλύτερος Γιος
Ο μεγαλύτερος γιος αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που τηρούν τον νόμο και τις εντολές του Θεού, αλλά μπορεί να στερούνται της πραγματικής κατανόησης της αγάπης και του πνεύματος της συγχώρεσης. Η αντίδρασή του στην επιστροφή του αδελφού του δείχνει ζήλια και αίσθημα αδικίας, αλλά και την ανάγκη να κατανοήσει τη βαθύτερη αγάπη και έλεος του Θεού.
Κατά Λουκάν 15:11-32
11. Και είπε: «Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους.
12. Και είπε ο νεότερος από αυτούς στον πατέρα: “Πατέρα, δώσε μου το μέρος της περιουσίας που μου ανήκει”. Και εκείνος τους μοίρασε την περιουσία.
13. Και ύστερα από λίγες μέρες, ο νεότερος γιος τα μάζεψε όλα και αναχώρησε σε χώρα μακρινή και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως.
14. Όταν δαπάνησε τα πάντα, έγινε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και αυτός άρχισε να στερείται.
15. Και πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες της χώρας εκείνης, και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους.
16. Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, και κανένας δεν του έδινε.
17. Τότε συνήλθε και είπε: “Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου περισσεύουν άρτο, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα.
18. Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν σου·
19. δεν είμαι πλέον άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου”.
20. Και σηκώθηκε και ήρθε προς τον πατέρα του. Ενώ ακόμα ήταν μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, και έτρεξε και έπεσε στον τράχηλό του και τον καταφιλούσε.
21. Είπε τότε ο γιος: “Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν σου· δεν είμαι πλέον άξιος να ονομαστώ γιος σου”.
22. Αλλά ο πατέρας είπε στους δούλους του: “Φέρτε έξω τη στολή την πρώτη και ντύστε τον και δώστε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια·
23. και φέρτε το μοσχάρι το σιτευτό, σφάξτε το και ας φάμε και ας ευφρανθούμε,
24. γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25. Ο μεγαλύτερος γιος του ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς,
26. και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρώτησε τι είναι αυτά.
27. Και εκείνος είπε: “Ο αδελφός σου ήρθε, και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, γιατί τον απέκτησε πάλι υγιή”.
28. Οργίστηκε τότε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε τότε ο πατέρας του και τον παρακαλούσε.
29. Αλλά εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα: “Ιδού, τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ εντολή σου δεν παρέβηκα· και σε μένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιο, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου·
30. όταν όμως ήρθε ο γιος σου αυτός, που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό”.
31. Είπε τότε ο πατέρας: “Παιδί μου, εσύ πάντοτε είσαι μαζί μου, και όλα όσα έχω δικά σου είναι·
32. έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, και χαμένος ήταν και βρέθηκε”».
11. Εἶπεν δὲ· ἄνθρωπός τις εἶχεν δύο υἱούς.
12. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
13. Καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν πάντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
14. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
15. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης· καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
16. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
17. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπεν· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι·
18. ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου,
19. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
20. Καὶ ἀναστὰς ἦλθεν πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
21. Εἶπεν δὲ ὁ υἱὸς αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
22. Εἶπεν δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας·
23. καὶ φέροντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
24. ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
25. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισεν τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσεν συμφωνίας καὶ χορῶν,
26. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
27. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
28. Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν· ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
29. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·
30. ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος ὁ καταφαγὼν σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
31. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·
32. εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.