Η θεραπεία του «εκ γενετής» τυφλού 

Ένα Σάββατο βγήκε ο Χριστός από τον Ναό, όπου είχε πάει με τους μαθητές του για μια μεγάλη γιορτή. Καθώς προχωρούσαν προς την πόλη, συνάντησαν έναν «εκ γενετής» τυφλό. Οι Απόστολοι, σαν Ιουδαίοι που ήταν, πίστευαν πως κάθε σωματικό ελάττωμα είναι τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες που είχε κάνει αυτός που είχε την πάθηση ή είχαν κάνει οι γονείς του. Γι' αυτό ρώτησαν τον Χριστό:

-Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε τυφλός αυτός ο ίδιος ή οι γονείς του; 

Κι ο Χριστός τους εξήγησε:

-Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του είχαν αμαρτίες. Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν εξαιτίας του τα έργα του Θεού.

Έπειτα έφτυσε στο χώμα, έκανε πηλό, άλειψε τα μάτια του τυφλού με αυτόν και του είπε:

-Πήγαινε τώρα στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, στη δεξαμενή που σχηματίζεται από μια πηγή εδώ στα νότια του Ναού, και πλύσου σ’ αυτήν.

Ο τυφλός πήγε, πλύθηκε κι όταν γύρισε, έβλεπε.

Το θαύμα, από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε σε όλη την Ιερουσαλήμ. Όσοι γνώριζαν τον τυφλό, απορούσαν: «Μα, αυτός δεν είναι ο τυφλός που ζητιάνευε; Πώς τώρα βλέπει;...»

-Ναι, εγώ είμαι! βεβαίωνε ο τυφλός. Τώρα έγινα καλά. Με γιάτρεψε ο Ιησούς!

Μερικοί δεν τον πίστεψαν και τον έφεραν στους Φαρισαίους. Αλλά και σ’ αυτούς ο τυφλός είπε τα ίδια.

Κι εκείνοι έλεγαν:

-Σίγουρα πρόκειται για αμαρτωλό άνθρωπο, αφού δεν τηρεί τον Νόμο κι εργάζεται το Σάββατο!

-Μα αφού είναι αμαρτωλός, πώς κάνει τέτοια θαύματα; αναρωτιόνταν άλλοι.

Ρώτησαν και τον τυφλό να τους πει τη γνώμη του για τον θεραπευτή του.

-Εγώ νομίζω πως είναι προφήτης! είπε ο τυφλός.

Οι Φαρισαίοι, που προσπαθούσαν να αρνηθούν το θαύμα, κάλεσαν και τους γονείς του τυφλού. Τους ρώτησαν αν αυτό είναι το παιδί τους, αν ήταν τυφλό και πώς γιατρεύτηκε. Οι γονείς του τυφλού φοβήθηκαν πως θα τους αποκλείσουν από τη Συναγωγή, οπότε θα είναι αναθεματισμένοι. Γι' αυτό απάντησαν:

-Πραγματικά, αυτό είναι το παιδί μας και γεννήθηκε τυφλό. Ποιος όμως του άνοιξε τα μάτια, δεν το γνωρίζουμε. Να ρωτήσετε τον ίδιο, γιατί έχει ηλικία και είναι σε θέση να σας το πει.

Οι Φαρισαίοι κάλεσαν πάλι τον τυφλό και του είπαν:

-Να δοξάζεις τον Θεό που σε γιάτρεψε κι όχι να τον βλαστημάς, λέγοντας πως σε γιάτρεψε ο Ιησούς, ένας αμαρτωλός που δουλεύει μέρα Σάββατο!

-Μα πού ακούστηκε ένας αμαρτωλός ν’ ανοίγει τα μάτια ανθρώπου; τόλμησε να πει ο τυφλός.


Μα οι Φαρισαίοι προσπαθώντας να αρνηθούν το πραγματικό γεγονός της θεραπείας του τυφλού, σταματούν στο αν αυτός, που γιάτρεψε, έπρεπε να εργαστεί το Σάββατο. Είναι εκείνοι που δεν θέλουν να δουν, και πιο τυφλοί απ’ όλους του λένε:

-Εσύ, που είσαι χωμένος στην αμαρτία ως το λαιμό, έρχεσαι να μας κάνεις τον δάσκαλο;

Και τον πέταξαν έξω. 

Ο Ιησούς τα έμαθε όλα αυτά κι όταν έτυχε να συναντήσει τον τυφλό, τον ρώτησε:

-Εσύ, πιστεύεις τώρα στον Υιό του Θεού;

-Και ποιος είναι, Κύριε, για να τον πιστέψω; ρώτησε ο τυφλός.

-Μα αυτός, που βλέπεις, και σου μιλάει! εξήγησε ο Χριστός.

-Πιστεύω, Κύριε! είπε γεμάτος ευγνωμοσύνη ο τυφλός. Κι έπεσε και τον προσκύνησε.

Από το Ευαγγέλιο


Νεοελληνική απόδοση


Κατά Ιωάννην 9:1-12



1. Καθώς περνούσε, είδε έναν άνθρωπο που ήταν τυφλός από τη γέννησή του.

2. Και τον ρώτησαν οι μαθητές του: «Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;»

3. Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά έγινε έτσι για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ' αυτόν.

4. Πρέπει να εργαζόμαστε τα έργα εκείνου που με έστειλε όσο είναι ημέρα. Έρχεται νύχτα, όταν κανείς δεν μπορεί να εργάζεται.

5. Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου».

6. Αφού είπε αυτά, έφτυσε κάτω, έκανε πηλό με το σάλιο και άλειψε τον πηλό πάνω στα μάτια του τυφλού.

7. Και του είπε: «Πήγαινε να πλυθείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ» (που σημαίνει Απεσταλμένος). Εκείνος πήγε, πλύθηκε και γύρισε βλέποντας.

8. Οι γείτονες και εκείνοι που τον έβλεπαν πριν ως ζητιάνο, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε;»

9. Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά του μοιάζει». Εκείνος έλεγε: «Εγώ είμαι».

10. Τότε τον ρώτησαν: «Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;»

11. Εκείνος απάντησε: «Ο άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκανε πηλό, άλειψε τα μάτια μου και μου είπε να πάω στον Σιλωάμ και να πλυθώ. Πήγα λοιπόν, πλύθηκα και βρήκα το φως μου».

12. Τον ρώτησαν: «Πού είναι εκείνος;» Απάντησε: «Δεν ξέρω».


 Πρωτότυπο


1. Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.


2. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;


3. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.


4. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι.


5. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.


6. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησεν πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος καὶ ἐπέχρισεν αὐτοῦ τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ,


7. καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται Ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθεν βλέπων.


8. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρὸς τὸ ἄρτι ὅτι τυφλὸς ἦν ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;


9. ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δέ ὅτι Ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν· ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι Ἐγώ εἰμι.


10. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς οὖν ἠνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;


11. ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησεν καὶ ἐπέχρισέν μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέν μοι· Ὕπαγε εἰς τὸν Σιλωάμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν οὖν καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.


12. εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα.