Ο Κύριος μπροστά στον Πιλάτο 

Για να εκτελεστεί η ποινή του Ιησού, έπρεπε να εγκριθεί από τον Ρωμαίο επίτροπο, τον Πόντιο Πιλάτο. Γι’ αυτό οι αρχιερείς έφεραν τον Ιησού στο Πραιτώριο (Διοικητήριο). Ο Πιλάτος, όταν έμαθε τι θέλουν, τους είπε να δικάσουν οι ίδιοι τον Χριστό, σύμφωνα με τον νόμο τους.

« Εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να τον θανατώσουμε, όπως του αξίζει! του είπαν. Είναι ψευδοπροφήτης και λαοπλάνος. Ξεσηκώνει τον λαό να επαναστατήσει κατά των Ρωμαίων. Και πάνω από όλα αυτά, λέει πως είναι και βασιλιάς.» 

Ο Πιλάτος ρώτησε τον Ιησού αν πραγματικά λέει πως είναι βασιλιάς των Ιουδαίων. Και ο Ιησούς του εξήγησε:

Η βασιλεία η δική μου δεν έχει καμιά σχέση με τη γήινη. Αν ήταν αυτό θα έβαζα τους υπηρέτες μου να πολεμήσουν, ώστε να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς πως δεν βρίσκει καμιά αιτία για να τον καταδικάσει. Εκείνοι υποστήριξαν τότε πως ξεσήκωσε τον λαό σε επανάσταση κατά των Ρωμαίων από τη Γαλιλαία ως εδώ. Ακούγοντας ο Πιλάτος πως ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος, βρήκε αφορμή και τον έστειλε στον άρχοντα της Γαλιλαίας τον Ηρώδη Αντύπα, που ήταν στα Ιεροσόλυμα για τις γιορτές του Πάσχα.

Ο Ηρώδης ρώτησε τον Χριστό αν αληθεύουν οι κατηγορίες των αρχιερέων, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Άρχισε να τον εμπαίζει κι αυτός και αφού του φόρεσε ένα κόκκινο ένδυμα ψευτομεσσία τον έστειλε πάλι στον Πιλάτο. 

Στο μεταξύ το Πραιτώριο γέμισε από κόσμο. Ο Πιλάτος κατά τη συνήθεια που είχε, να δίνει χάρη σε έναν κατάδικο για το Πάσχα πίστεψε πως βρήκε τον τρόπο να σώσει τον Ιησού γιατί ήταν βέβαιος για την αθωότητά του. Παρουσίασε λοιπόν στο πλήθος τον Ιησού, γαλήνιο και πράο, και τον ληστή Βαραββά, που είχε τρομοκρατήσει τον τόπο με τις ληστείες και τους φόνους του. Έπειτα ρώτησε τον όχλο ποιον προτιμά να απολύσει: τον Ιησού ή τον Βαραββά; 

Οι αρχιερείς όμως κι οι άλλοι άρχοντες των Ιουδαίων είχαν εξαγριώσει τον λαό κι όλοι μ’ ένα στόμα απάντησαν στον Πιλάτο: «Τον Βαραββά!» - Και τον Ιησού τι να τον κάνω; ρώτησε πάλι ο Πιλάτος. - Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν! ήταν η απάντηση του όχλου. Οι Εβραίοι τους κακούργους τους λιθοβολούσαν ή τους έπνιγαν. Το μίσος τους όμως κατά του Ιησού ήταν τέτοιο που ζήτησαν γι’ αυτόν την πιο ατιμωτική τιμωρία, τη σταύρωση. 

Ο Πιλάτος θέλησε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια για να σώσει τον Ιησού. Έβαλε τους στρατιώτες του να τον μαστιγώσουν, να του φορέσουν μια κόκκινη χλαμύδα σαν βασιλικό ένδυμα, και να του βάλουν στο κεφάλι στεφάνι από αγκάθια ως στέμμα. Τέλος του έδωσαν ένα καλάμι να το κρατάει σαν σκήπτρο. Έτσι, σ’ αυτή την κατάσταση, τον έδειξε στους Ιουδαίους και είπε:

«Να, ο άνθρωπος που παριστάνετε για κακούργο.»

Στο αντίκρισμα του γλυκύτατου Ιησού το μίσος των αρχόντων κι ο φανατισμός του όχλου έφτασαν στο κατακόρυφο. Μυριόστομη ακούστηκε η κραυγή:

Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον! Σύμφωνα με τον νόμο μας οφείλει να πεθάνει, επειδή λέει πως είναι Υιός του Θεού. Αν τον απολύσεις, δεν θα είσαι φίλος του Καίσαρα, αφού αυτός κάνει τον εαυτό του βασιλιά... Εμείς δεν έχουμε άλλο βασιλιά, εκτός από τον Καίσαρα... Ο Πιλάτος φοβήθηκε τώρα για τη θέση του. Εξάλλου πείστηκε πως άδικα βασάνιζε τον Ιησού. Ζήτησε τότε μια λεκάνη με νερό, έπλυνε σ’ αυτή τα χέρια του και είπε:

Εγώ είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου αυτού ανθρώπου. Εσείς είστε οι υπεύθυνοι... Και ο όχλος φώναξε:

Το αίμα του ας πέσει επάνω μας κι επάνω στα παιδιά μας! Ο Πιλάτος τότε απέλυσε τον Βαραββά και παρέδωσε τον Χριστό να τον σταυρώσουν! Η ώρα ήταν εννέα το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής...


Από το Ευαγγέλιο


Απόδοση στα Νεοελληνικά


Κατά Ματθαίον 27:11-26


11 Ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα και ο ηγεμόνας τον ρώτησε: "Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;" Ο Ιησούς είπε: "Εσύ το λες."

12 Και όταν τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, δεν απάντησε τίποτα.

13 Τότε του λέει ο Πιλάτος: "Δεν ακούς πόσα κατηγορίες σου κάνουν;"

14 Αλλά δεν απάντησε ούτε σε μία κατηγορία, ώστε ο ηγεμόνας απορούσε πολύ.

15 Κατά τη γιορτή, ο ηγεμόνας είχε τη συνήθεια να απολύει έναν κρατούμενο για το πλήθος, όποιον ήθελαν.

16 Τότε είχαν έναν διαβόητο κρατούμενο, που λεγόταν Βαραββάς.

17 Όταν λοιπόν συγκεντρώθηκαν, ο Πιλάτος τους είπε: "Ποιον θέλετε να σας απολύσω, τον Βαραββά ή τον Ιησού που λέγεται Χριστός;"

18 Γιατί ήξερε ότι από φθόνο τον παρέδωσαν.

19 Ενώ καθόταν στο δικαστήριο, η γυναίκα του του έστειλε μήνυμα: "Μην έχεις καμία σχέση με αυτόν τον δίκαιο, γιατί πολλά έπαθα σήμερα στον ύπνο μου εξαιτίας του."

20 Αλλά οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τα πλήθη να ζητήσουν τον Βαραββά και να καταστρέψουν τον Ιησού.

21 Ο ηγεμόνας τους απάντησε: "Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω;" Και είπαν: "Τον Βαραββά."

22 Ο Πιλάτος τους λέει: "Τι να κάνω λοιπόν τον Ιησού που λέγεται Χριστός;" Λένε όλοι: "Να σταυρωθεί!"

23 Αλλά ο ηγεμόνας είπε: "Γιατί, τι κακό έκανε;" Αλλά αυτοί φώναζαν ακόμα πιο δυνατά, λέγοντας: "Να σταυρωθεί!"

24 Όταν είδε ο Πιλάτος ότι δεν ωφελούσε τίποτα, αλλά μάλλον γινόταν ταραχή, πήρε νερό και έπλυνε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος, λέγοντας: "Αθώος είμαι από το αίμα αυτού του δικαίου. Εσείς θα δείτε."

25 Και απάντησε όλος ο λαός: "Το αίμα του επάνω μας και επάνω στα παιδιά μας."

26 Τότε τους απελευθέρωσε τον Βαραββά, και αφού μαστίγωσε τον Ιησού, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.


Κατά Μάρκον 15:1-15


1 Το πρωί, οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, και όλο το συνέδριο έκαναν σύσκεψη, έδεσαν τον Ιησού, τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.

2 Ο Πιλάτος τον ρώτησε: "Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;" Και ο Ιησούς απάντησε: "Εσύ το λες."

3 Και τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς πολλά.

4 Τον ρώτησε ο Πιλάτος πάλι: "Δεν απαντάς τίποτα; Δες πόσα κατηγορίες σου κάνουν."

5 Αλλά ο Ιησούς δεν απάντησε τίποτα πια, έτσι που ο Πιλάτος απορούσε.

6 Κατά τη γιορτή, ο ηγεμόνας συνήθιζε να απελευθερώνει έναν κρατούμενο, όποιον ζητούσαν.

7 Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Βαραββάς, δεμένος με άλλους στασιαστές που είχαν διαπράξει φόνο στην εξέγερση.

8 Το πλήθος ανέβηκε και άρχισε να ζητάει να τους κάνει όπως πάντα.

9 Ο Πιλάτος τους ρώτησε: "Θέλετε να σας απολύσω τον βασιλιά των Ιουδαίων;"

10 Γιατί ήξερε ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς.

11 Αλλά οι αρχιερείς υποκίνησαν το πλήθος να ζητήσει μάλλον τον Βαραββά.

12 Ο Πιλάτος τους ξαναρώτησε: "Τι να κάνω λοιπόν τον Ιησού που λέγεται Χριστός;"

13 Και φώναξαν πάλι: "Σταύρωσέ τον!"

14 Ο Πιλάτος είπε: "Γιατί, τι κακό έκανε;" Αλλά αυτοί φώναζαν ακόμα πιο δυνατά: "Σταύρωσέ τον!"

15 Τότε ο Πιλάτος, θέλοντας να ικανοποιήσει το πλήθος, τους απελευθέρωσε τον Βαραββά και, αφού μαστίγωσε τον Ιησού, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.


Κατά Ιωάννην 18


28 Φέρνουν τότε τον Ιησού από τον Καϊάφα στο πραιτώριο. Ήταν πρωί και αυτοί δεν εισήλθαν στο πραιτώριο για να μη μολυνθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα. 

29 Βγήκε τότε έξω ο Πιλάτος προς αυτούς και είπε: «Τι κατηγορία φέρνετε κατά αυτού του ανθρώπου;» 

30 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Αν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δε θα σου τον παραδίναμε». 

31 Τους είπε τότε ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και κατά το νόμο σας κρίνατέ τον». Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: «Σε μας δεν επιτρέπεται να θανατώσουμε κανέναν» 

32 για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιησού, που είπε σημαίνοντας με ποιον θάνατο επρόκειτο να πεθάνει.

33 Εισήλθε τότε πάλι στο πραιτώριο ο Πιλάτος και φώναξε τον Ιησού και του είπε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» 

34 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Από μόνος σου το λες αυτό ή άλλοι σου είπαν για μένα;» 

35 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το έθνος το δικό σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ' εμένα. Τι έκανες;» 

36 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Αν από τον κόσμο αυτόν ήταν η βασιλεία η δική μου, οι υπηρέτες οι δικοί μου θα αγωνίζονταν, για να μη παραδοθώ στους Ιουδαίους. Τώρα όμως η βασιλεία η δική μου δεν είναι από εδώ». 

37 Είπε τότε σ' αυτόν ο Πιλάτος: «Λοιπόν, βασιλιάς είσαι εσύ;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εσύ λες ότι εγώ είμαι βασιλιάς. Εγώ γι' αυτό έχω γεννηθεί και γι' αυτό έχω έρθει στον κόσμο, για να μαρτυρήσω για την αλήθεια. Καθένας που είναι από την αλήθεια ακούει τη φωνή μου». 

38 Λέει σ' αυτόν ο Πιλάτος: «Τι είναι αλήθεια;» Και όταν το είπε αυτό, πάλι βγήκε έξω προς τους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν κανένα έγκλημα. 

39 Υπάρχει δε συνήθεια σε σας, να σας απολύω έναν κατά το Πάσχα. Θέλετε λοιπόν να σας απολύσω τον βασιλιά των Ιουδαίων;» 

40 Φώναξαν τότε πάλι λέγοντας: «Όχι αυτόν, αλλά τον Βαραββά». Ήταν δε ο Βαραββάς ληστής.

 

Κατά Ιωάννην 19


1 Τότε λοιπόν πήρε ο Πιλάτος τον Ιησού και τον μαστίγωσε. 

2 Και οι στρατιώτες, αφού έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια, το έθεσαν στο κεφάλι του, και του έβαλαν πάνω του ιμάτιο πορφυρό, 

3 και έρχονταν προς αυτόν και έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων». Και του έδιναν ραπίσματα. 

4 Βγήκε τότε πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέει: «Δείτε, σας τον φέρνω έξω, για να γνωρίσετε ότι δεν βρίσκω σ' αυτόν κανένα έγκλημα». 

5 Βγήκε τότε έξω ο Ιησούς φορώντας το αγκαθένιο στεφάνι και το πορφυρό ιμάτιο. Και τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο άνθρωπος». 

6 Όταν λοιπόν τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες, φώναξαν λέγοντας: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν έγκλημα». 

7 Αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι σ' αυτόν: «Εμείς έχουμε νόμο και κατά το νόμο πρέπει να πεθάνει, γιατί έκανε τον εαυτό του Υιό Θεού». 

8 Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος αυτόν το λόγο, περισσότερο φοβήθηκε, 

9 και εισήλθε πάλι στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του έδωσε απόκριση. 

10 Του λέει λοιπόν ο Πιλάτος: «Σε μένα δεν μιλάς; Δε γνωρίζεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και έχω εξουσία να σε απολύσω;» 

11 Αποκρίθηκε σ' αυτόν ο Ιησούς: «Δεν είχες καμιά εξουσία εναντίον μου, αν δεν σου ήταν δεδομένο άνωθεν. Γι' αυτό εκείνος που με παρέδωσε σε σένα έχει μεγαλύτερη αμαρτία». 

12 Από τότε ζητούσε ο Πιλάτος να τον απολύσει. Αλλά οι Ιουδαίοι φώναξαν λέγοντας: «Αν αυτόν απολύσεις, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα. Καθένας που κάνει τον εαυτό του βασιλιά αντιτίθεται στον Καίσαρα». 

13 Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος αυτούς τους λόγους, έφερε έξω τον Ιησού και κάθισε πάνω σε βήμα σε τόπο που λέγεται Λιθόστρωτο, εβραϊκά δε Γαββαθά. 

14 Ήταν δε παρασκευή του Πάσχα, περίπου η έκτη ώρα. Και λέει στους Ιουδαίους: «Ιδού ο βασιλιάς σας». 

15 Εκείνοι τότε φώναξαν: «Άρον, άρον, σταύρωσέ τον». Λέει σ' αυτούς ο Πιλάτος: «Τον βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα». 

16 Τότε λοιπόν τον παρέδωσε σ' αυτούς για να σταυρωθεί.



Κατά Λουκάν 23:1-25


1 Και σηκώθηκαν όλοι τους και τον οδήγησαν στον Πιλάτο.

2 Άρχισαν να τον κατηγορούν λέγοντας: "Βρήκαμε αυτόν να διαστρέφει το έθνος μας και να απαγορεύει να δίνουμε φόρους στον Καίσαρα, λέγοντας ότι αυτός είναι Χριστός βασιλιάς."

3 Ο Πιλάτος τον ρώτησε: "Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;" Και εκείνος απάντησε: "Εσύ το λες."

4 Ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς και τα πλήθη: "Δεν βρίσκω καμία ενοχή σε αυτόν τον άνθρωπο."

5 Αλλά αυτοί επέμεναν λέγοντας: "Ξεσηκώνει τον λαό, διδάσκοντας σε όλη την Ιουδαία, ξεκινώντας από τη Γαλιλαία μέχρι εδώ."

6 Όταν άκουσε για τη Γαλιλαία, ο Πιλάτος ρώτησε αν ο άνθρωπος ήταν Γαλιλαίος.

7 Και όταν έμαθε ότι ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που ήταν επίσης στην Ιερουσαλήμ εκείνες τις ημέρες.

8 Ο Ηρώδης χάρηκε πολύ όταν είδε τον Ιησού, γιατί ήθελε από καιρό να τον δει, επειδή είχε ακούσει πολλά για αυτόν και ήλπιζε να δει κάποιο θαύμα από αυτόν.

9 Τον ρώτησε με πολλά λόγια, αλλά ο Ιησούς δεν του απάντησε τίποτα.

10 Οι αρχιερείς και οι γραμματείς στέκονταν εκεί και τον κατηγορούσαν σφοδρά.

11 Τότε ο Ηρώδης, μαζί με τους στρατιώτες του, τον περιγέλασε, τον έντυσε με λαμπρό ένδυμα και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο.

12 Την ημέρα εκείνη ο Ηρώδης και ο Πιλάτος έγιναν φίλοι, γιατί προηγουμένως ήταν σε έχθρα μεταξύ τους.

13 Ο Πιλάτος, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον λαό,

14 τους είπε: "Μου φέρατε αυτόν τον άνθρωπο ως αυτόν που διαστρέφει τον λαό. Εγώ, αφού τον ανέκρινα μπροστά σας, δεν βρήκα σε αυτόν καμία από τις κατηγορίες που του προσάπτετε.

15 Ούτε ο Ηρώδης, γιατί τον έστειλε πίσω σε εμάς. Δείτε, τίποτα άξιο θανάτου δεν έχει γίνει από αυτόν.

16 Θα τον τιμωρήσω λοιπόν και θα τον απολύσω."

17 (Γιατί ήταν ανάγκη να τους απολύει έναν κατά τη γιορτή.)

18 Αλλά όλοι μαζί φώναξαν: "Πάρε αυτόν και απόλυσέ μας τον Βαραββά!"

19 Ο Βαραββάς είχε ριχθεί στη φυλακή για κάποια εξέγερση που είχε γίνει στην πόλη και για φόνο.

20 Ο Πιλάτος πάλι τους μίλησε, θέλοντας να απολύσει τον Ιησού.

21 Αλλά εκείνοι φώναζαν: "Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!"


Πρωτότυπο


Κατά Ματθαίον 27:11-26


11 Στάθηκε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Σὺ λέγεις.


12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο.


13 Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσιν;


14 καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲν λόγον, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν.


15 Ἐπὶ δὲ τῇ ἑορτῇ εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ, ὃν ηὐτόμαστεν.


16 εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον Βαραββᾶν.


17 συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν, Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν;


18 ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδοσαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς.


19 καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλεν πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδὲν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι’ αὐτόν.


20 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν.


21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπαν· Τὸν Βαραββᾶν.


22 λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν πάντες· Σταυρωθήτω.


23 ὁ δὲ ἐπηρώτησεν· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· Σταυρωθήτω.


24 ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας κατέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῷος εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε.


25 καὶ ἀποκρίθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπεν· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν.


26 τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ.


Κατά Μάρκον 15:1-15


1. Καὶ εὐθὺς πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ.


2. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Σὺ λέγεις.


3. καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά.


4. ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα σου κατηγοροῦσιν.


5. ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλάτον.


6. Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὃν παρῃτοῦντο.


7. ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν.


8. καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς.


9. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· Θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;


10. ἐγίνωσκεν γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτόν οἱ ἀρχιερεῖς.


11. οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς.


12. ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἀποκριθεὶς ἔλεγεν αὐτοῖς· Τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;


13. οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν.


14. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· Τί γὰρ ἐποίησεν κακόν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν.


15. ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκεν τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ.

 

Κατά Ιωάννην 18


28. Ἀγάγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον: ἦν δὲ πρωΐ: καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα.

29. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος ἔξω πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπεν, Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;

30. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ, Εἰ μὴ ἦν οὗτος κακὸν ποιῶν, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν.

31. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. Εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι, Ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα:

32. ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ ὃν εἶπεν σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.

33. Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησεν τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ, Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;

34. Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ἀφ’ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι εἶπόν σοι περὶ ἐμοῦ;

35. Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος, Μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι; Τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί: τί ἐποίησας;

36. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς, Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου: εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ, οἱ ὑπηρέται ἂν ἠγωνίζοντο ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις: νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν.

37. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος, Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ: πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς.

38. Λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος, Τί ἐστιν ἀλήθεια; Καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθεν πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς, Ἐγὼ οὐδεμίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν:

39. ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα: βούλεσθε οὖν ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;

40. Ἐκράυγασαν οὖν πάλιν πάντες λέγοντες, Μὴ τοῦτον ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν: ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής.


Κατά Ιωάννην 19


Κατά Ιωάννην 19


Κατά Λουκάν 23:1-25


1. Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.


2. ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· Τοῦτον εὕραμεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα φόρους Καίσαρι διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.


3. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· Σὺ λέγεις.


4. ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους· Οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.


5. οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.


6. Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι.


7. καὶ ἐπιγνούς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις.


8. ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ θέλων ἐξ ἱκανῶν ἀκούειν αὐτὸν διότι ἤκουε πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέν τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ' αὐτοῦ γινόμενον.


9. ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ.


10. εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.


11. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας περιβαλὼν ἔσθητα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.


12. ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ' ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς.


13. Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν


14. εἶπεν πρὸς αὐτούς· Προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ' αὐτοῦ·


15. ἀλλ' οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ·


16. παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.


17. ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα.


18. ἀνέκραγον δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· Αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν·


19. ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν.


20. πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσέφωνησεν αὐτοῖς θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.


21. οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν.


22. ὁ δὲ τρίτον εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν αἴτιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.


23. οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι· καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων.


24. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινεν γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν·


25. ἀπέλυσεν δὲ τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο· τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκεν τῷ θελήματι αὐτῶν.