Όταν κάποτε ο Ιησούς μπήκε στην όμορφη Καπερναούμ, παρουσιάστηκε σ' αυτόν ένας Ρωμαίος εκατόνταρχος και του είπε πως έχει κατάκοιτο τον δούλο του. Τον παρακαλούσε δε να τον θεραπεύσει.
Ο εκατόνταρχος δεν ήταν από τη γενιά του Ισραήλ. Ήταν ένας ξένος. Κάτι χειρότερο: ήταν ένας κατακτητής για τους Ισραηλίτες. Κι όμως, συμπεριφερόταν προς τον δούλο του και προς όλους σαν αδερφός.
Γι' αυτό ο Χριστός του είπε πως θα πάει στο σπίτι του και θα γιατρέψει τον άρρωστο.
Η πίστη όμως του εκατόνταρχου είναι απέραντη. Δεν νιώθει άξιος να στεγάσει τον Θεό. Και του λέει:
-Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ σπίτι μου. Πες ένα λόγο και ο δούλος μου θα γιατρευτεί. Να, όπως εγώ διατάζω τους στρατιώτες μου και με υπακούουν, έτσι κι εσύ έχεις εξουσία από τον Θεό να διατάζεις ό,τι θέλεις και γίνεται.
Ο Ιησούς θαύμασε την πίστη του εκατόνταρχου και είπε προς το πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί στο μεταξύ:
-Τέτοια πίστη δεν βρήκα ούτε στον εκλεκτό λαό του Θεού, στους Ισραηλίτες. Έπειτα είπε στον εκατόνταρχο: «Πήγαινε και θα γίνει αυτό που πιστεύεις».
Και από τη στιγμή εκείνη θεραπεύτηκε ο δούλος.
Η θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου αναφέρεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά. Παρακάτω παρατίθενται οι σχετικές περικοπές πρώτα στη νεοελληνική απόδοση και μετά στο πρωτότυπο κείμενο.
Κατά Ματθαίον 8:5-13
5. Όταν μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, ήρθε προς αυτόν ένας εκατόνταρχος παρακαλώντας τον
6. και λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου κείται στο σπίτι παράλυτος και βασανίζεται τρομερά».
7. Ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω».
8. Απαντώντας ο εκατόνταρχος είπε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να έρθεις κάτω από τη στέγη μου, αλλά πες μόνο ένα λόγο και θα θεραπευτεί ο δούλος μου.
9. Διότι κι εγώ είμαι άνθρωπος υπό εξουσίαν, έχω στρατιώτες υπό τις διαταγές μου, και λέω σε αυτόν: "Πήγαινε", και πηγαίνει, και σε άλλον: "Έλα", και έρχεται, και στον δούλο μου: "Κάνε αυτό", και το κάνει».
10. Ακούγοντας ο Ιησούς θαύμασε και είπε σε αυτούς που τον ακολουθούσαν: «Αλήθεια σας λέω, δεν βρήκα τέτοια πίστη ούτε στο Ισραήλ.
11. Σας λέω δε ότι πολλοί θα έρθουν από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στη βασιλεία των ουρανών,
12. ενώ οι υιοί της βασιλείας θα ριχθούν στο εξώτερο σκοτάδι. Εκεί θα είναι ο θρήνος και το τρίξιμο των δοντιών».
13. Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο: «Πήγαινε, και όπως πίστευσες ας γίνει σε σένα». Και θεραπεύτηκε ο δούλος του εκείνη την ώρα.
Κατά Λουκάν 7:1-10
1. Όταν τελείωσε όλα αυτά τα λόγια προς τα αυτιά του λαού, μπήκε στην Καπερναούμ.
2. Ένας δούλος ενός εκατόνταρχου, που ήταν πολύτιμος σ’ αυτόν, ήταν άρρωστος και έτοιμος να πεθάνει.
3. Όταν άκουσε για τον Ιησού, έστειλε προς αυτόν πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλώντας τον να έρθει και να θεραπεύσει τον δούλο του.
4. Εκείνοι όταν ήρθαν προς τον Ιησού, τον παρακαλούσαν έντονα λέγοντας: «Είναι άξιος να του το κάνεις αυτό,
5. γιατί αγαπά το έθνος μας και τη συναγωγή μας αυτήν την οικοδόμησε».
6. Ο Ιησούς πήγαινε μαζί τους. Και όταν δεν ήταν πια μακριά από το σπίτι, έστειλε φίλους ο εκατόνταρχος λέγοντας προς αυτόν: «Κύριε, μη ενοχλείσαι, γιατί δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου.
7. Γι’ αυτό ούτε τον εαυτό μου θεώρησα άξιο να έρθω προς εσένα, αλλά πες ένα λόγο και ας θεραπευτεί ο δούλος μου.
8. Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος που υποτάσσομαι στην εξουσία, έχω στρατιώτες υπό τις διαταγές μου, και λέω σ’ αυτόν: "Πήγαινε", και πηγαίνει, και σ’ έναν άλλο: "Έλα", και έρχεται, και στον δούλο μου: "Κάνε αυτό", και το κάνει».
9. Ακούγοντας αυτά ο Ιησούς θαύμασε γι’ αυτόν και στραφείς προς τον όχλο που τον ακολουθούσε είπε: «Σας λέω, ούτε στο Ισραήλ βρήκα τόσο μεγάλη πίστη».
10. Και όταν επέστρεψαν οι απεσταλμένοι στο σπίτι, βρήκαν τον δούλο υγιή.
Κατά Ματθαίον 8:5-13
5. Εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ εἰς Καπερναούμ, προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατοντάρχης παρακαλῶν αὐτὸν
6. καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικὸς δεινῶς βασανιζόμενος.
7. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν.
8. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατοντάρχης εἶπεν· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.
9. Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ· Πορεύθητι, καὶ πορεύεται· καὶ ἄλλῳ· Ἔρχου, καὶ ἔρχεται· καὶ τῷ δούλῳ μου· Ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.
10. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
11. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσιν καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν·
12. οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
13. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῃ· Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
Κατά Λουκάν 7:1-10
1. Ἐπειδὴ ἐπλήρωσεν πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.
2. Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλεν τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος.
3. Ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ.
4. Οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξῃ τοῦτο·
5. ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν.
6. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. Ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας, ἔπεμψεν πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους, λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γὰρ ἱκανός εἰμι ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς·
7. διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλὰ εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήτω ὁ παῖς μου.
8. Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, Πορεύθητι, καὶ πορεύεται· καὶ ἄλλῳ, Ἔρχου, καὶ ἔρχεται· καὶ τῷ δούλῳ μου, Ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.
9. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτὸν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτὸν ὄχλῳ εἶπεν, Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
10. Καὶ ὑποστρέψαντες εἰς τὸν οἶκον οἱ πεμφθέντες εὗρον τὸν δοῦλον ὑγιαίνοντα.