Η Ανάσταση του Κυρίου 

Την ταφή του Κυρίου παρακολουθούσαν από μακριά η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Κλωπά και η Σαλώμη. Αφού έμαθαν τον τάφο του Κυρίου, πήγαν στην αγορά και αγόρασαν αρώματα. Περίμεναν όμως να περάσει το Σάββατο, που δεν επιτρεπόταν καμιά εργασία, και την Κυριακή πρωί-πρωί έτρεξαν προς τον τάφο του Κυρίου για να αρωματίσουν το σώμα του. 


Καθώς πλησίαζαν, έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλίσει την βαριά πέτρα από τη θύρα του μνημείου;». Μα όταν έφτασαν στον τάφο, είδαν πως η πέτρα είχε κυλιστεί από το στόμιό του. Η έκπληξή τους έγινε μεγάλος φόβος, όταν μπήκαν μέσα στον τάφο. Αντί να βρουν το άχραντο σώμα του Κυρίου, είδαν έναν άγγελο να κάθεται στα δεξιά του τάφου. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο και τα ρούχα του ήταν κάτασπρα σαν το χιόνι. 


Ο λευκοφορεμένος άγγελος τις καθησύχασε, λέγοντας: «Γιατί ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Να και ο τόπος που τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε να πείτε στους μαθητές του ότι θα τους περιμένει στη Γαλιλαία». 

Τι είχε συμβεί; Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου προς τα ξημερώματα της Κυριακής, ο Κύριος, ζωντανός και ολόσωμος, αναστήθηκε. Έπειτα κατέβηκε άγγελος από τον ουρανό και κύλισε τον λίθο από την είσοδο του τάφου. Το έκανε για τις Μυροφόρες γυναίκες, που έπρεπε να δουν τον τάφο άδειο. 


Κατά τον σεισμό και την Ανάσταση, οι φρουροί στρατιώτες έπεσαν κάτω με το πρόσωπο προς το χώμα από τον φόβο τους. Όταν συνήλθαν, έτρεξαν προς τους αρχιερείς και τους διηγήθηκαν τα συμβάντα. Εκείνοι ούτε και τότε πίστεψαν. Μόνο τους έδωσαν χρήματα για να μην πουν σε κανένα πως αναστήθηκε ο Χριστός. Να πουν πως πήγαν οι μαθητές του και έκλεψαν το σώμα του την ώρα που αθέλητα κοιμήθηκαν. Ανέλαβαν μάλιστα να μεσολαβήσουν αυτοί στον Πιλάτο, ώστε να μην τους τιμωρήσει, επειδή κοιμήθηκαν. 

Στο μεταξύ, οι Μυροφόρες γυναίκες έτρεξαν για να αναγγείλουν στους μαθητές του Κυρίου το χαρμόσυνο άγγελμα. Ενώ όμως προχωρούσαν, είδαν μπροστά τους τον αναστημένο Χριστό. Τον πλησίασαν με χαρά και φόβο. Γονάτισαν και τον προσκύνησαν. 

-Μη φοβάστε, είπε ο Κύριος, πηγαίνετε ν' αναγγείλετε στους μαθητές μου ότι αναστήθηκα και να πάνε στη Γαλιλαία· εκεί θα με δουν (θα συναντηθούμε). 

Χαρούμενες τώρα πια και άφοβες οι Μυροφόρες έτρεξαν και είπαν στους μαθητές ό,τι είδαν και όσα άκουσαν. Αυτοί όμως δεν πίστεψαν. Μάλιστα, ο Πέτρος και ο Ιωάννης έτρεξαν προς τον τάφο για να βεβαιωθούν με τα μάτια τους. Όταν έφτασαν στον ανοιχτό τάφο και μπήκαν μέσα, βρήκαν μόνο τα νεκρικά ρούχα χωρίς το σώμα του Χριστού. 

Τότε πια πίστεψαν ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κύριος, καθώς είχε προειπεί, κι έφυγαν χαρούμενοι. 

Στο μεταξύ, όμως, ο αναστάς Κύριος παρουσιάστηκε και στη Μαρία τη Μαγδαληνή και στον Πέτρο. Και το απόγευμα της ίδιας ημέρας παρουσιάστηκε σε όλους μαζί, εκτός από τον Θωμά που έλειπε, στο σπίτι που ήταν κρυμμένοι για το φόβο των Ιουδαίων. Παρουσιάστηκε ακόμη στη Γαλιλαία και αλλού· έτσι το θαύμα της Ανάστασης διαδόθηκε παντού. Η Ιερουσαλήμ αναστατώθηκε από την είδηση και όλοι μιλούσαν για την Ανάσταση του Ναζωραίου Ιησού. 

 Από το Ευαγγέλιο


Η Ανάσταση του Ιησού περιγράφεται στα τέσσερα Ευαγγέλια. Ακολουθούν τα σχετικά αποσπάσματα:

 

Νεοελληνική Απόδοση

 

 Κατά Ματθαίον 28:1-10

 

1 Μετά το Σάββατο, καθώς ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ήρθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία να δουν τον τάφο. 

2 Και ιδού, έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό και πλησίασε και κύλησε τον λίθο από την είσοδο του τάφου και κάθισε επάνω του. 

3 Η όψη του ήταν σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι. 

4 Οι φύλακες από το φόβο τους έτρεμαν και έγιναν σαν νεκροί. 

5 Ο άγγελος απευθύνθηκε στις γυναίκες και είπε: «Μη φοβάστε, ξέρω ότι ζητάτε τον Ιησού που σταυρώθηκε. 

6 Δεν είναι εδώ· αναστήθηκε όπως είχε πει. Ελάτε να δείτε τον τόπο όπου ήταν τοποθετημένος. 

7 Και πηγαίνετε γρήγορα να πείτε στους μαθητές του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και ότι πηγαίνει πριν από εσάς στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε. Ιδού, σας το είπα». 

8 Και έφυγαν γρήγορα από τον τάφο με φόβο και μεγάλη χαρά και έτρεξαν να αναγγείλουν στους μαθητές του. 

9 Και ιδού, ο Ιησούς τις συνάντησε και είπε: «Χαίρετε». Και εκείνες, πλησίασαν, έπιασαν τα πόδια του και τον προσκύνησαν. 

10 Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Μη φοβάστε· πηγαίνετε να πείτε στους αδελφούς μου να πάνε στη Γαλιλαία και εκεί θα με δουν».

 

 Κατά Μάρκον 16:1-8

 

1 Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα για να πάνε να τον αλείψουν. 

2 Και πολύ πρωί την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, έρχονται στον τάφο όταν ανέτειλε ο ήλιος. 

3 Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει τον λίθο από την είσοδο του τάφου;». 

4 Και όταν κοίταξαν, είδαν ότι ο λίθος είχε ήδη κυλιστεί, γιατί ήταν πολύ μεγάλος. 

5 Και μπαίνοντας στον τάφο, είδαν έναν νεαρό που καθόταν στα δεξιά, ντυμένο με λευκή στολή, και τρόμαξαν. 

6 Και εκείνος τους είπε: «Μη τρομάζετε· ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό, που σταυρώθηκε. Αναστήθηκε· δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος όπου τον έθεσαν. 

7 Αλλά πηγαίνετε να πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι πηγαίνει πριν από εσάς στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, όπως σας είπε». 

8 Και βγήκαν και έφυγαν από τον τάφο, γιατί τις είχε πιάσει τρόμος και έκπληξη, και δεν είπαν τίποτα σε κανέναν, γιατί φοβόντουσαν.

 

 Κατά Λουκάν 24:1-12

 

1 Την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, πολύ πρωί, ήρθαν στον τάφο φέρνοντας τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει. 

2 Και βρήκαν τον λίθο κυλισμένο από τον τάφο. 

3 Αλλά όταν μπήκαν, δεν βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. 

4 Και ενώ ήταν σε απορία γι' αυτό, ξαφνικά δύο άνδρες με αστραφτερά ενδύματα στάθηκαν δίπλα τους. 

5 Ενώ εκείνες ήταν γεμάτες φόβο και έσκυβαν τα πρόσωπά τους προς το έδαφος, εκείνοι τους είπαν: «Γιατί ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; 

6 Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Θυμηθείτε πώς σας μίλησε ενώ ήταν ακόμα στη Γαλιλαία, 

7 λέγοντας ότι ο Υιός του Ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί στα χέρια αμαρτωλών ανθρώπων, να σταυρωθεί και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί». 

8 Και θυμήθηκαν τα λόγια του. 

9 Και επέστρεψαν από τον τάφο και ανήγγειλαν όλα αυτά τα πράγματα στους ένδεκα και σε όλους τους άλλους. 

10 Ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και οι άλλες μαζί τους, που τα έλεγαν αυτά στους αποστόλους. 

11 Και αυτά τα λόγια τους φάνηκαν στους αποστόλους σαν παραμύθι και δεν τις πίστεψαν. 

12 Αλλά ο Πέτρος σηκώθηκε και έτρεξε στον τάφο· και όταν έσκυψε, είδε τα σάβανα μόνα τους, και έφυγε γεμάτος απορία για το τι είχε συμβεί.

 

 Κατά Ιωάννην 20:1-18

 

1 Την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε πρωί στον τάφο, ενώ ήταν ακόμα σκοτάδι, και είδε ότι η πέτρα είχε κυλιστεί από τον τάφο. 

2 Τότε έτρεξε και πήγε στον Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή, τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από τον τάφο και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν». 

3 Βγήκε λοιπόν ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής και πήγαν στον τάφο. 

4 Έτρεχαν και οι δύο μαζί, αλλά ο άλλος μαθητής έτρεξε πιο γρήγορα από τον Πέτρο και έφτασε πρώτος στον τάφο. 

5 Και όταν έσκυψε, είδε τα σάβανα να κείτονται εκεί, αλλά δεν μπήκε μέσα. 

6 Έρχεται λοιπόν και ο Σίμων Πέτρος που τον ακολουθούσε και μπήκε μέσα στον τάφο· και είδε τα σάβανα να κείτονται εκεί, 

7 και το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι του, όχι κείμενο με τα σάβανα, αλλά χωριστά τυλιγμένο σε ένα μέρος. 

8 Τότε λοιπόν μπήκε και ο άλλος μαθητής που είχε φτάσει πρώτος στον τάφο και είδε και πίστεψε. 

9 Διότι δεν είχαν ακόμα καταλάβει τη γραφή ότι πρέπει αυτός να αναστηθεί από τους νεκρούς. 

10 Έφυγαν λοιπόν πάλι οι μαθητές για τα σπίτια τους. 

11 Η Μαρία όμως στεκόταν έξω κοντά στον τάφο και έκλαιγε. Καθώς λοιπόν έκλαιγε, έσκυψε προς τον τάφο 

12 και βλέπει δύο αγγέλους με λευκά ενδύματα καθισμένους έναν προς την κεφαλή και έναν προς τα πόδια, όπου είχε τεθεί το σώμα του Ιησού. 

13 Και εκείνοι της λένε: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» Τους λέει: «Πήραν τον Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον έβαλαν». 

14 Και όταν είπε αυτά, στράφηκε πίσω και βλέπει τον Ιησού να στέκεται εκεί, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν ο Ιησούς. 

15 Της λέει ο Ιησούς: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη νομίζοντας ότι είναι ο κηπουρός, του λέει: «Κύριε, αν εσύ τον πήρες, πες μου πού τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω». 

16. Της λέει ο Ιησούς: «Μαρία». Εκείνη τότε, γυρίζοντας, του λέει στα Εβραϊκά: «Ραββουνί!» (που σημαίνει Δάσκαλε).

17. Της λέει ο Ιησούς: «Μη με αγγίζεις, γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα· αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους: "Ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας"».

18. Έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή, αναγγέλλοντας στους μαθητές ότι είδε τον Κύριο και ότι της είπε αυτά.


Πρωτότυπο


  

Κατά Ματθαίον 28:1-10

 

1. Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθεν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον.

2. Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.

3. Ἦν δὲ ἡ εἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡς χιών.

4. Ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡς νεκροί.

5. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπεν ταῖς γυναιξίν· μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε·

6. οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπεν· δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος.

7. Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν.

8. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.

9. Ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. Αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ.

10. Τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγεῖλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται.

 

Κατά Μάρκον 16:1-8

 

1. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.

2. Καὶ λίαν πρωῒ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.

3. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;

4. Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.

5. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.

6. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.

7. Ἀλλὰ ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.

8. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχεν δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις· καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

 

Κατά Λουκάν 24:1-12

 

1. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἦλθον φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς.

2. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου.

3. Εἰσελθοῦσαι δὲ οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

4. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθῆσιν ἀστραπτούσῃ.

5. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;

6. Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ' ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ,

7. λέγων· ὅτι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.

8. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ,

9. καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς.

10. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.

11. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.

12. Ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθεν πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.

 

Κατά Ιωάννην 20:1-18

 

1. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.

2. Τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.

3. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον.

4. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμεν τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθεν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον,

5. καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια· οὐ μέντοι εἰσῆλθεν.

6. Ἔρχεται οὖν καὶ Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα,

7. καὶ τὸ σουδάριον ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον.

8. Τότε οὖν εἰσῆλθεν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδεν καὶ ἐπίστευσεν·

9. οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.

10. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

11. Μαρίας δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω. Ὡς οὖν ἔκλαιεν παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον,

12. καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

13. Καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· Γύναι, τί κλαίεις; Λέγει αὐτοῖς ὅτι Ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἴδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.

14. Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν.

15. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; Ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστιν λέγει αὐτῷ· Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, καγὼ αὐτὸν ἀρῶ.

16. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαριάμ. Στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ Ἑβραϊστί· Ῥαββουνί (ὃ λέγεται Διδάσκαλε).

17. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· Ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν.

18. Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι Ἑώρακα τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.