Μετά τον χορτασμό τους, οι «πεντακισχίλιοι» ήθελαν να ανακηρύξουν τον Χριστό βασιλέα. Για να μην παρασυρθούν οι Απόστολοι από τον ενθουσιασμό του λαού, τους είπε να μπουν σε πλοιάριο και να περάσουν στο απέναντι μέρος της λίμνης. Αυτός θα έμενε για λίγο να διαλύσει το πλήθος.
Ο Ιησούς, μετά τη διάλυση του πλήθους, ανέβηκε στο βουνό και προσευχήθηκε μόνος του. Είχε πια νυχτώσει κι οι μαθητές είχαν προχωρήσει ως τη μέση της λίμνης. Τότε άρχισαν να φυσούν σφοδροί άνεμοι. Σηκώθηκε τρικυμία μεγάλη κι όλοι κωπηλατούσαν. Όμως το πλοίο δεν προχωρούσε.
Ο Ιησούς κατάλαβε τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι μαθητές του, κι έτρεξε να τους βοηθήσει. Κι εκεί που πάλευαν με τα κύματα, διέκριναν μια σκιά να περπατάει πάνω στη θάλασσα και να τους πλησιάζει.
-Είναι φάντασμα! είπαν.
-Μη φοβάστε, εγώ είμαι! τους μίλησε ο Ιησούς.
Τον γνώρισαν από τη φωνή του και θέλησαν να τον πλησιάσουν και να τον πάρουν στο πλοίο τους. Μα ο Πέτρος, ανυπόμονος πάντα, του φώναξε:
-Κύριε, πρόσταξε να περπατήσω κι εγώ πάνω στα κύματα και να έρθω κοντά σου.
Ο Κύριος του είπε: «Έλα!».
Πραγματικά δε, ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά, πλησιάζοντας τον Ιησού. Μπροστά όμως στον δυνατό άνεμο κλονίστηκε κι άρχισε να βουλιάζει. Τότε φώναξε δυνατά: «Κύριε, σώσε με! Πνίγομαι.»
Ο Χριστός, που είχε πλησιάσει πια, τον έπιασε και του είπε: «Ολιγόπιστε, γιατί δείλιασες;»
Όταν ανέβηκαν στο πλοίο, ο άνεμος κόπασε αμέσως, κι απλώθηκε η γαλήνη. Άλλο θαύμα τούτο! Οι μαθητές έβλεπαν ότι ο Χριστός εξουσιάζει τη φύση και γι' αυτό τον προσκύνησαν και του είπαν: «Αληθινά είσαι ο Υιός του Θεού».
Το γεγονός ότι ο Ιησούς περπάτησε στη θάλασσα αναφέρεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Ιωάννη.
Κατά Ματθαίον 14:22-33:
22. Αμέσως ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να προηγηθούν προς την απέναντι πλευρά, μέχρι να απολύσει τους όχλους.
23. Και αφού απέλυσε τους όχλους, ανέβηκε στο βουνό μόνος του να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε, ήταν εκεί μόνος.
24. Το πλοίο βρισκόταν ήδη στη μέση της θάλασσας, βασανιζόμενο από τα κύματα, γιατί ο άνεμος ήταν αντίθετος.
25. Στην τέταρτη φυλακή της νύχτας ήρθε προς αυτούς ο Ιησούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα.
26. Οι μαθητές, βλέποντάς τον να περπατά πάνω στη θάλασσα, ταράχτηκαν και είπαν ότι είναι φάντασμα, και από το φόβο φώναξαν.
27. Αμέσως τους μίλησε ο Ιησούς λέγοντας: «Θαρσείτε, εγώ είμαι, μη φοβάστε».
28. Αποκρινόμενος ο Πέτρος του είπε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, πρόσταξέ με να έρθω προς εσένα πάνω στα νερά».
29. Εκείνος είπε: «Έλα». Και κατεβαίνοντας από το πλοίο ο Πέτρος περπάτησε πάνω στα νερά και ήρθε προς τον Ιησού.
30. Βλέποντας όμως τον άνεμο ισχυρό, φοβήθηκε, και αρχίζοντας να βουλιάζει, φώναξε λέγοντας: «Κύριε, σώσε με».
31. Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε: «Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;»
32. Και όταν ανέβηκαν στο πλοίο, κόπασε ο άνεμος.
33. Και εκείνοι που ήταν στο πλοίο τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά είσαι Υιός του Θεού».
Κατά Μάρκον 6:45-52
45. Αμέσως ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να πάνε μπροστά προς την απέναντι πλευρά, προς Βηθσαϊδά, ενώ αυτός θα απέλυε το πλήθος.
46. Και αφού τους αποχαιρέτησε, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί.
47. Όταν βράδιασε, το πλοίο ήταν στη μέση της θάλασσας, και αυτός ήταν μόνος στην ξηρά.
48. Τους είδε να βασανίζονται κωπηλατώντας, γιατί ο άνεμος ήταν αντίθετος. Και περίπου την τέταρτη φυλακή της νύχτας ήρθε προς αυτούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα, και ήθελε να τους προσπεράσει.
49. Εκείνοι, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη θάλασσα, νόμιζαν ότι είναι φάντασμα και έκραξαν,
50. γιατί όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Αμέσως τους μίλησε και τους λέει: «Θαρσείτε, εγώ είμαι. Μη φοβάστε».
51. Ανέβηκε στο πλοίο μαζί τους και κόπασε ο άνεμος. Και ήταν υπερβολικά έκπληκτοι μέσα τους και θαύμαζαν.
52. Διότι δεν είχαν καταλάβει το θαύμα με τους άρτους, επειδή η καρδιά τους ήταν σκληρή.
Κατά Ιωάννην 6:16-21
16. Όταν έγινε βράδυ, οι μαθητές του κατέβηκαν στη θάλασσα,
17. και αφού μπήκαν στο πλοίο, έρχονταν στην άλλη πλευρά της θάλασσας, προς την Καπερναούμ. Ήταν ήδη σκοτάδι, και ο Ιησούς δεν είχε έρθει ακόμη σε αυτούς.
18. Η θάλασσα σηκωνόταν από δυνατό άνεμο που φυσούσε.
19. Όταν είχαν κωπηλατήσει περίπου πέντε ή έξι χιλιόμετρα, βλέπουν τον Ιησού να περπατά πάνω στη θάλασσα και να πλησιάζει στο πλοίο, και φοβήθηκαν.
20. Εκείνος τους λέει: «Εγώ είμαι. Μη φοβάστε».
21. Ήθελαν λοιπόν να τον πάρουν στο πλοίο, και αμέσως το πλοίο έφτασε στη γη στην οποία πήγαιναν.
Κατά Ματθαίον 14:22-33:
22. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
23. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης, μόνος ἦν ἐκεῖ.
24. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος.
25. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἦλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τὴν θάλασσαν.
26. Οἱ δὲ μαθηταὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι· καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν.
27. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
28. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπεν· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με ἐλθεῖν πρὸς σὲ ἐπὶ τὰ ὕδατα.
29. Ὁ δὲ εἶπεν· Ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν.
30. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξεν λέγων· Κύριε, σῶσόν με.
31. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;
32. Καὶ ἀναβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον, ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος.
33. Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ.
Κατά Μάρκον 6:45-52
45. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον.
46. Καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι.
47. Καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς.
48. Καὶ εἶδεν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν, ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελεν παρελθεῖν αὐτούς.
49. Οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀνέκραξαν·
50. πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν. Καὶ εὐθέως ἐλάλησεν μετ᾿ αὐτῶν, καὶ λέγει αὐτοῖς· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
51. Καὶ ἀνέβη πρὸς αὐτοὺς εἰς τὸ πλοῖον, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. Καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξεπλήσσοντο καὶ ἐθαύμαζον.
52. Οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη.
Κατά Ιωάννην 6:16-21
16. Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν,
17. καὶ ἐμβάντες εἰς πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ. Καὶ σκότος ἤδη ἐγεγόνει, καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
18. ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διεγείρετο.
19. Ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα, θεωροῦσιν τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν.
20. Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
21. Ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον.