Η παραβολή του πλούσιου δείπνου

Ο Χριστός είπε και αυτή την παραβολή:

Ένας άνθρωπος ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και κάλεσε πολλούς. Όταν όλα ήταν έτοιμα, έστειλε τον υπηρέτη του να ειδοποιήσει τους καλεσμένους. Και τότε, σαν να ήταν συνεννοημένοι, άρχισαν να βρίσκουν διάφορες δικαιολογίες για να μην πάνε.

Ο πρώτος καλεσμένος είπε: «Ξέρεις, αγόρασα ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω. Για αυτό, παρακαλώ, μη με λογαριάζεις ανάμεσα στους καλεσμένους».

Ο άλλος είπε: «Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω. Για αυτό πρέπει να θεωρήσεις δικαιολογημένη την απουσία μου».

Ο τρίτος είπε: «Ξέρεις, παντρεύτηκα... Κι όπως καταλαβαίνεις δεν μπορώ να έρθω».

Πήγε ο υπηρέτης και τα είπε αυτά στον κύριό του. Κι εκείνος του είπε οργισμένος: «Βγες πάλι στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε εδώ όλους τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους τυφλούς και κουτσούς, που θα βρεις». 

Έτσι έγινε, μα το τραπέζι είχε ακόμα χώρο και για άλλους. Για αυτό ο κύριος είπε στον υπηρέτη του: «Βγες πάλι στους δρόμους και στους φράχτες των κτημάτων κι όσους βρεις, φέρε τους εδώ για να γεμίσει το τραπέζι». Γιατί, σας βεβαιώνω, πως κανένας από τους καλεσμένους μου δε θα γευτεί πια τέτοιο δείπνο...» 

Η παραβολή του μεγάλου δείπνου αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά, στο κεφάλαιο 14, στίχοι 15-24. 

Ερμηνεία της Παραβολής του Μεγάλου Δείπνου

Η παραβολή του μεγάλου δείπνου, όπως διηγήθηκε ο Ιησούς, έχει βαθιά πνευματική σημασία. Ο πλούσιος οικοδεσπότης που ετοίμασε το δείπνο αντιπροσωπεύει τον Θεό, και το δείπνο συμβολίζει τη Βασιλεία των Ουρανών. Οι καλεσμένοι που αρνήθηκαν να παραβρεθούν εκπροσωπούν τον λαό του Ισραήλ και ιδιαίτερα τους θρησκευτικούς ηγέτες και τους πλούσιους, οι οποίοι, λόγω των υλικών και κοινωνικών τους δεσμεύσεων, αρνήθηκαν την πρόσκληση του Θεού. Οι διάφορες δικαιολογίες που προέβαλαν για να μην πάνε στο δείπνο, δείχνουν την προτεραιότητα που έδιναν στα γήινα και υλικά αγαθά, παρά στη πνευματική σωτηρία.

Από την άλλη πλευρά, οι φτωχοί, οι ανάπηροι, οι τυφλοί και οι κουτσοί που κλήθηκαν στη θέση των αρχικών καλεσμένων αντιπροσωπεύουν τους περιφρονημένους και τους αμαρτωλούς, οι οποίοι δέχτηκαν την πρόσκληση του Θεού με ευγνωμοσύνη και ταπείνωση. Η πράξη αυτή δείχνει την απεριόριστη αγάπη του Θεού προς όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης ή παρελθόντος.

Τέλος, το γεγονός ότι οι αρχικοί καλεσμένοι αποκλείστηκαν από το δείπνο, υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της απόρριψης της θεϊκής πρόσκλησης και την απώλεια της αιώνιας σωτηρίας.


Από το Ευαγγέλιο

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο 14:16-24.  


Νεοελληνική Απόδοση:


16. «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς.

17. Και την ώρα του δείπνου έστειλε τον δούλο του να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε, γιατί όλα είναι τώρα έτοιμα.”

18. Και άρχισαν όλοι, σαν ένας άνθρωπος, να ζητούν να εξαιρεθούν. Ο πρώτος είπε σ' αυτόν: “Αγόρασα ένα χωράφι και έχω ανάγκη να πάω να το δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με εξαιρεμένο.”

19. Και άλλος είπε: “Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με εξαιρεμένο.”

20. Και άλλος είπε: “Παντρεύτηκα και γι' αυτό δεν μπορώ να έρθω.”

21. Και όταν επέστρεψε ο δούλος, ανήγγειλε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργίστηκε και είπε στον δούλο του: “Βγες γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε εδώ τους φτωχούς και αναπήρους και τυφλούς και χωλούς.”

22. Και είπε ο δούλος: “Κύριε, έγινε όπως προστάξατε, και είναι ακόμα χώρος.”

23. Και είπε ο κύριος προς τον δούλο: “Βγες στους δρόμους και στους φράκτες και ανάγκασε να μπουν, για να γεμιστεί το σπίτι μου.

24. Γιατί σας λέω ότι κανένας από εκείνους τους καλεσμένους δεν θα γευτεί το δείπνο μου.”»


Πρωτότυπο Κείμενο


16. ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς,

17. καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.

18. καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.

19. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.

20. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.

21. καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἴσενε ὧδε.

22. καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστίν.

23. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ μου ὁ οἶκος·

24. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.