Η παραβολή του σπορέα

Ο Χριστός συνήθιζε κατά τη διδασκαλία του να χρησιμοποιεί τις «παραβολές», για να βοηθήσει τους ακροατές του ώστε να νιώσουν τις αλήθειες που έκρυβε το κήρυγμά του. Η παραβολή είναι μια διήγηση, πλεγμένη με διάφορες πράξεις, που δεν έγιναν βέβαια, αλλά που είναι δυνατό να γίνουν. 

Έτσι ο Κύριος χρησιμοποιούσε σκηνές από την καθημερινή ζωή και τις διηγόταν σαν ιστορίες. Με αυτές δίδασκε τους Ιουδαίους, αλλά διδάσκει και όλους τους ανθρώπους. Προκειμένου να διδάξει ότι δεν αρκεί ν’ ακούμε το λόγο του Θεού, αλλά πρέπει να κάνουμε και την ψυχή μας γόνιμη γη για καλές πράξεις, είπε την εξής παραβολή: 

Κάποτε ένας γεωργός φορτώθηκε στον ώμο το σακίδιο με το σπόρο και πήγε να τον σπείρει στο χωράφι του. Εκεί που έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στα σκληρά μονοπάτια, από τα οποία περνούν οι διαβάτες. Εκεί τους ποδοπάτησαν οι περαστικοί ή τους έφαγαν τα πεινασμένα πουλάκια. 

Άλλοι πάλι σπόροι έπεσαν σε χώμα που από κάτω είχε πέτρινο στρώμα. Έτσι οι σπόροι φύτρωσαν, αλλά, μη έχοντας υγρασία, δεν απέκτησαν βαθιές ρίζες. Γρήγορα ο καυτός ήλιος έσβησε το πράσινο χρώμα της ζωής και τους έδωσε το κίτρινο του θανάτου. 

Μερικοί σπόροι έπεσαν σε καλό χώμα. Όμως μαζί τους φύτρωσαν και αγκάθια, που μεγάλωσαν κι αυτά και στο τέλος τους έπνιξαν. 

Τέλος το υπόλοιπο μέρος του σπόρου έπεσε στη γη τη μαλακή κι εύφορη. Όταν φύτρωσε, έδωσε καρπό εκατό φορές περισσότερο από ότι ήταν ο σπόρος. 

Η παραβολή του σπορέα είναι μια από τις πιο γνωστές παραβολές του Χριστού, και περιγράφεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά. Μέσω αυτής, ο Χριστός εξηγεί πως ο λόγος του Θεού γίνεται αποδεκτός από διαφορετικά είδη ανθρώπων και πόσο σημαντικό είναι να καλλιεργούμε την καρδιά μας ώστε να δεχθούμε αυτόν τον λόγο με καρποφορία.

Τα είδη του εδάφους και οι αντίστοιχες ερμηνείες


Από το Ευαγγέλιο


Η παραβολή υπάρχει στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά.


Νεοελληνική απόδοση

Κατά Ματθαίον 13:1-23

Κατά Μάρκον 4:1-20

Κατά Λουκάν 8:4-15

Πρωτότυπο Κείμενο 

Κατά Ματθαίον 13:1-23

Κατά Μάρκον 4:1-20

1. Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ συνάγεται πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολὺς, ὥστε αὐτὸν εἰς πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἦν πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς.

2. Καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ·

3. Ἀκούετε· Ἰδοὺ, ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι·

4. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν, ὃ μὲν ἔπεσεν παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθεν τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγεν αὐτό.

5. Καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὰ πετρώδη, ὅπου οὐκ εἶχεν γῆν πολλήν· καὶ εὐθὺς ἐξανέτειλεν διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς·

6. ὅτε δὲ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, ἐκαυματίσθη καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν ἐξηράνθη.

7. Καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκεν.

8. Καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ αὐξανόμενον καὶ ἔφερεν, ἓν τριάκοντα καὶ ἓν ἑξήκοντα καὶ ἓν ἑκατόν.

9. Καὶ ἔλεγεν· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

10. Ὅτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας, ἠρώτων αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὰς παραβολάς.

11. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὸ μυστήριον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται,

12. ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσιν· μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα.

13. Καὶ λέγει αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην; καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε;

14. Ὁ σπείρων τὸν λόγον σπείρει.

15. Οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδόν, ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν ἀκούσωσιν, εὐθὺς ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν.

16. Καὶ οὗτοι ὁμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν ἀκούσωσιν τὸν λόγον, εὐθὺς μετὰ χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτό·

17. καὶ οὐκ ἔχουσιν ῥίζαν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· εἶτα γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται.

18. Καὶ οὗτοι εἰσιν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι· οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον ἀκούσαντες,

19. καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσιν τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται.

20. Καὶ ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν καλὴν γῆν σπειρόμενοι, οἵτινες ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ παραδέχονται καὶ καρποφοροῦσιν, ἓν τριάκοντα καὶ ἓν ἑξήκοντα καὶ ἓν ἑκατόν.