Η ανάσταση του Λαζάρου
Στη μικρή πόλη Βηθανία, κοντά στην Ιερουσαλήμ, ζούσε ο Λάζαρος με τις αδελφές του, Μάρθα και Μαρία. Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του ήταν μαθήτριές του. Κάποτε, που ο Χριστός δίδασκε στις χώρες πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό, πήρε μήνυμα από τις αδελφές του Λαζάρου ότι ο φίλος του ήταν ετοιμοθάνατος. Γι' αυτό τον παρακαλούσαν να πάει και να τον δει.
Ο Χριστός είπε στους μαθητές του: «Αυτή η αρρώστια δεν θα καταλήξει σε θάνατο». Κι έμεινε στα μέρη εκείνα επί δύο ημέρες. Τότε τους είπε: «Ο φίλος μας ο Λάζαρος κοιμήθηκε. Πάμε να τον ξυπνήσω». Κι επειδή οι μαθητές του δεν κατάλαβαν τα λόγια του, τους το είπε καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε!» Και ξεκίνησαν για τη Βηθανία.
Όταν έφτασαν εκεί, τον Λάζαρο τον είχαν θάψει πια. Και η Μάρθα, που έτρεξε να τον υποδεχθεί, του είπε:
-Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε... Αλλά και τώρα, το ξέρω, ό,τι να ζητήσεις από το Θεό, θα σου το δώσει.
Ο Κύριος της είπε:
-Θα αναστηθεί ο αδελφός σου!
-Το ξέρω πως θα αναστηθεί τότε, που θα αναστηθούν όλοι οι νεκροί! είπε η Μάρθα.
-Μα εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή, της λέει ο Ιησούς. Όποιος πιστεύει σε μένα κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Το πιστεύεις αυτό;
-Κύριε, εγώ πιστεύω ότι Συ είσαι ο Υιός του Θεού.
Έφτασε και η Μαρία, που έπεσε στα πόδια του και έκλαιγε με σπαραγμούς. Μαζί της έκλαιγαν και όλοι οι άλλοι που την είχαν ακολουθήσει.
Η πένθιμη αυτή σκηνή συγκίνησε τόσο τον Κύριο, που δάκρυσε κι αυτός. Όλοι δε μαζί προχώρησαν προς τον τάφο του Λαζάρου. Ήταν ένα μικρό σπήλαιο, σκαλισμένο μέσα στο βράχο. Μια μεγάλη πέτρα σκέπαζε το στόμιό του.
Ο Χριστός είπε να κυλήσουν την πέτρα, αλλά η Μάρθα δίστασε για μια στιγμή και του είπε: «Κύριε, πέρασαν τώρα τέσσερις μέρες και θα μυρίζει πια...» Μα ο Χριστός της θύμισε αυτά που της είχε πει πρωτύτερα και οι ελπίδες της άνθισαν πάλι.
Με πολύ κόπο οι συγγενείς κύλισαν το λίθο. Ο Χριστός προχώρησε, έκανε θερμή προσευχή προς τον Ουράνιο Πατέρα του κι έπειτα είπε δυνατά: « Λάζαρε, βγες έξω!» Όλοι σταμάτησαν και την ανάσα τους ακόμα και περίμεναν το αποτέλεσμα. Και το θαύμα έγινε! Ο νεκρός Λάζαρος βγήκε μόνος του από τον τάφο, παρόλο που ήταν δεμένος με το λευκό σάβανο...
.
Έτρεξαν τότε και τον έλυσαν, τον αγκάλιασαν και τον φιλούσαν. Για άλλη μια φορά φάνηκε η παντοδυναμία του Χριστού που νίκησε το θάνατο. Αυτό το θαύμα, που έγινε λίγες ημέρες πριν από τα Πάθη του Χριστού, ήταν το προανάκρουσμα για την τελική συντριβή του θανάτου που έγινε με τη σταυρική θυσία του Χριστού
Από το Ευαγγέλιο
Νεοελληνική απόδοση
Κατά Ιωάννην 11:1-44
Ήταν κάποιος άρρωστος, ο Λάζαρος από τη Βηθανία, από το χωριό της Μαρίας και της αδελφής της, της Μάρθας.
Η Μαρία, της οποίας ο αδελφός Λάζαρος ήταν άρρωστος, ήταν εκείνη που άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της.
Έστειλαν, λοιπόν, οι αδελφές να του πουν: «Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς είναι άρρωστος».
Όταν ο Ιησούς το άκουσε, είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι προς θάνατο, αλλά για τη δόξα του Θεού, ώστε να δοξαστεί ο Υιός του Θεού δι’ αυτής».
Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της και τον Λάζαρο.
Όταν, λοιπόν, άκουσε ότι είναι άρρωστος, τότε έμεινε δύο ημέρες στον τόπο όπου ήταν.
Έπειτα, λέει στους μαθητές: «Ας πάμε πάλι στην Ιουδαία».
Του λένε οι μαθητές: «Ραββί, τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, και πάλι πας εκεί;»
Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Αν κάποιος περπατάει την ημέρα, δεν σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως αυτού του κόσμου.
Αν, όμως, κάποιος περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί το φως δεν είναι μέσα του».
Αυτά είπε, και μετά τους λέει: «Λάζαρος, ο φίλος μας, κοιμήθηκε, αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω».
Του είπαν τότε οι μαθητές: «Κύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα σωθεί».
Ο Ιησούς, όμως, είχε πει για το θάνατό του, εκείνοι νόμισαν ότι μιλούσε για τον κανονικό ύπνο.
Τότε, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε,
και χαίρομαι για χάρη σας που δεν ήμουν εκεί, ώστε να πιστέψετε. Αλλά ας πάμε σ’ αυτόν».
Τότε ο Θωμάς, που λέγεται Δίδυμος, είπε στους συμμαθητές του: «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί του».
Όταν, λοιπόν, ήρθε ο Ιησούς, βρήκε ότι ήδη είχε τέσσερις ημέρες μέσα στο μνήμα.
Ήταν δε η Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα, περίπου δεκαπέντε στάδια μακριά.
Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έρθει στη Μάρθα και τη Μαρία για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους.
Όταν, λοιπόν, άκουσε η Μάρθα ότι έρχεται ο Ιησούς, τον προϋπάντησε. Η Μαρία, όμως, καθόταν στο σπίτι.
Είπε τότε η Μάρθα στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε.
Αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου τα δώσει».
Της λέει ο Ιησούς: «Ο αδελφός σου θα αναστηθεί».
Του λέει η Μάρθα: «Ξέρω ότι θα αναστηθεί στην ανάσταση την έσχατη ημέρα».
Της είπε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σε μένα, κι αν πεθάνει, θα ζήσει.
Και καθένας που ζει και πιστεύει σε μένα, δεν θα πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;»
Του λέει: «Ναι, Κύριε, εγώ πιστεύω ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που έρχεται στον κόσμο».
Αφού τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε τη Μαρία την αδελφή της κρυφά, λέγοντας: «Ο δάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει».
Εκείνη, όταν το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα και πήγαινε σ' αυτόν.
Ο Ιησούς δεν είχε έρθει ακόμα στο χωριό, αλλά ήταν ακόμα στον τόπο όπου τον είχε προϋπαντήσει η Μάρθα.
Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήταν μαζί της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, νομίζοντας ότι πάει στο μνήμα για να κλάψει εκεί.
Η Μαρία, λοιπόν, όταν ήρθε εκεί όπου ήταν ο Ιησούς και τον είδε, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε».
Όταν, λοιπόν, ο Ιησούς την είδε να κλαίει και τους Ιουδαίους που είχαν έρθει μαζί της να κλαίνε, στενάχωρησε το πνεύμα του και ταράχθηκε.
Και είπε: «Πού τον έβαλες;» Του λένε: «Κύριε, έλα και δες».
Δάκρυσε ο Ιησούς.
Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: «Δες πόσο τον αγαπούσε».
Μερικοί, όμως, από αυτούς είπαν: «Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει ώστε κι αυτός να μην πεθάνει;»
Ο Ιησούς, λοιπόν, πάλι στενάζοντας μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Ήταν δε ένα σπήλαιο και μια πέτρα ήταν τοποθετημένη πάνω του.
Λέει ο Ιησούς: «Άρετε τον λίθον». Του λέει η Μάρθα, η αδελφή του νεκρού: «Κύριε, ήδη μυρίζει, γιατί είναι τέσσερις ημέρες».
Της λέει ο Ιησούς: «Δεν σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;»
Άρουν, λοιπόν, τον λίθο. Και ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια του επάνω και είπε: «Πάτερ, σε ευχαριστώ που με άκουσες.
Εγώ, όμως, ήξερα ότι πάντοτε με ακούς, αλλά το είπα για τον όχλο που στέκεται εδώ, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες».
Και όταν το είπε αυτό, φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε, έλα έξω!»
Και ο νεκρός βγήκε, δεμένος τα πόδια και τα χέρια με επιδέσμους και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με σουδάριο. Τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει».
Πρωτότυπο
1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.
2 Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει.
3 Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε, ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.
4 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστιν πρὸς θάνατον, ἀλλὰ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς.
5 Ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον.
6 Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας.
7 Ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· Ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν.
8 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· Ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;
9 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐχὶ δώδεκα εἰσὶν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει·
10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.
11 Ταῦτα εἶπεν, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν.
12 Εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτῷ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται.
13 Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει.
14 Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανεν,
15 καὶ χαίρω δι’ ὑμᾶς ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλὰ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν.
16 Εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ.
17 Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ.
18 Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε.
19 Πολλοὶ δὲ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ τὴν Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ.
20 Ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο.
21 Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἀπέθανεν·
22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός.
23 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου.
24 Λέγει αὐτῷ Μάρθα· Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
25 Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ καν ἀποθάνῃ ζήσεται·
26 καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;
27 Λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος.
28 Καὶ τοῦτο εἰποῦσα ἀπῆλθεν καὶ ἐφώνησεν Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρα εἰποῦσα· Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε.
29 Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν ἀνίσταται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν·
30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ’ ἦν ἔτι ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.
31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ’ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ.
32. λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἄν μου ἀπέθανεν ὁ ἀδελφός.
33. Ἰησοῦς οὖν, ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν,
34. καὶ εἶπεν· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε.
35. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς.
36. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν.
37. Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπαν· Οὐκ ἠδύνατο οὗτος ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;
38. Ἰησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ’ αὐτό.
39. λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστιν.
40. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψῃ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;
41. ἦραν οὖν τὸν λίθον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπεν· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου.
42. ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
43. καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασεν· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.
44. ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε αὐτὸν ὑπάγειν.