Ο Ιησούς συγχωρεί την αμαρτωλή γυναίκα 

Ένας Φαρισαίος, ο Σίμωνας, που είχε ακούσει πολλά για τον Χριστό, θέλησε να τον γνωρίσει και τον προσκάλεσε σε τραπέζι. Ο Κύριος δέχτηκε την πρόσκληση. Όταν πήγε στο σπίτι του Σίμωνα, εκείνος τον υποδέχτηκε χωρίς να τηρήσει τις συνήθειες για τους καλεσμένους. Δηλαδή, δεν αγκάλιασε και δεν φίλησε τον καλεσμένο, ούτε έβαλε τους υπηρέτες να του πλύνουν τα πόδια και να τον αρωματίσουν. 

Εκεί που κάθισαν στο τραπέζι, μπήκε ξαφνικά μια γυναίκα. Κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο μύρο. Έπεσε στα πόδια του Ιησού και, καθώς σκεπτόταν τις πολλές αμαρτίες της, ξέσπασε σε κλάματα. Με τα άφθονα δάκρυά της έβρεχε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της. Έπειτα τα φίλησε με ευλάβεια και τα άλειψε με το μύρο. 

Ο Σίμωνας, που τα έβλεπε όλα αυτά, σκεφτόταν: «Τάχα δεν γνωρίζει ο Ιησούς πόσο αμαρτωλή είναι αυτή η γυναίκα; Τι προφήτης τότε είναι; Και πώς αφήνει να τον αγγίζει μια αμαρτωλή που είναι χειρότερη κι από λεπρή;»

Ο Χριστός απάντησε στις σκέψεις του αυτές με την εξής ιστορία: «Δυο οφειλέτες χρωστούσαν σε κάποιον χρήματα. Ο ένας του χρωστούσε πεντακόσια δηνάρια και ο άλλος πενήντα. Ούτε ο ένας όμως, ούτε ο άλλος είχαν να του επιστρέψουν τα χρήματα. Και εκείνος τους τα χάρισε. Ποιος από τους δυο οφειλέτες πρέπει να τον αγαπήσει περισσότερο;»

Ο Σίμωνας απάντησε:

-Θα τον αγαπήσει περισσότερο εκείνος που του χάρισε τα πιο πολλά δανεικά...

Κι ο Κύριος του είπε:

-Σωστά απάντησες. Πρόσεξε τώρα τη γυναίκα αυτή. Μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έριξες νερό να πλύνω τα πόδια μου, ενώ αυτή τα έβρεξε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Εσύ δεν με φίλησες ούτε στο πρόσωπο, ενώ αυτή μου καταφίλησε τα πόδια. Εσύ δεν μου άλειψες το κεφάλι ούτε με το τόσο φτηνό λάδι, ενώ αυτή άλειψε τα πόδια μου με το πιο ακριβό μύρο.

Εσύ μοιάζεις με τον οφειλέτη που του χάρισαν τα λίγα δηνάρια και δείχνεις μικρότερη αγάπη για μένα. Αυτή μοιάζει με τον άλλο οφειλέτη που του χάρισαν τα πολλά δηνάρια. Γι’ αυτό δείχνει σε μένα και μεγαλύτερη αγάπη, επειδή κι οι αμαρτίες της, που θα της συγχωρήσω, είναι τόσο πολλές...

Έπειτα γύρισε προς τη γυναίκα και της είπε:

«Είναι συγχωρεμένες οι αμαρτίες σου. Η πίστη σου σε έσωσε...» 


Από το Ευαγγέλιο


 Κατά Λουκάν 7:36-50. 

Νεοελληνική Απόδοση


36. Κάποιος Φαρισαίος τον προσκάλεσε να φάει μαζί του και, όταν μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου, κάθισε στο τραπέζι.

37. Και ιδού, μια γυναίκα στην πόλη, που ήταν αμαρτωλή, όταν έμαθε ότι κάθεται στο τραπέζι στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αλάβαστρο με μύρο,

38. και στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, και άρχισε να βρέχει με τα δάκρυά της τα πόδια του και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της· και φιλούσε τα πόδια του και τα άλειφε με το μύρο.

39. Βλέποντας το αυτό, ο Φαρισαίος που τον είχε καλέσει, είπε μέσα του: «Αν αυτός ήταν προφήτης, θα ήξερε ποια και τι είδους είναι αυτή η γυναίκα που τον αγγίζει, ότι είναι αμαρτωλή.»

40. Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: «Σίμων, έχω να σου πω κάτι.» Και εκείνος είπε: «Δάσκαλε, πες το.»

41. «Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας του χρωστούσε πεντακόσια δηνάρια και ο άλλος πενήντα.

42. Επειδή δεν είχαν να του ξεπληρώσουν, χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, από αυτούς θα τον αγαπήσει περισσότερο;»

43. Αποκρίθηκε ο Σίμων και είπε: «Νομίζω ότι αυτός που του χάρισε τα περισσότερα.» Και ο Ιησούς του είπε: «Ορθά έκρινες.»

44. Και στραφείς προς τη γυναίκα, είπε στον Σίμωνα: «Βλέπεις αυτή τη γυναίκα; Εισήλθα στο σπίτι σου και νερό για τα πόδια μου δεν έδωσες, αυτή όμως με τα δάκρυά της έβρεξε τα πόδια μου και με τα μαλλιά της τα σκούπισε.

45. Φίλημα δεν μου έδωσες, αυτή όμως από την ώρα που μπήκα δεν έπαψε να φιλά τα πόδια μου.

46. Με λάδι το κεφάλι μου δεν άλειψες, αυτή όμως με μύρο άλειψε τα πόδια μου.

47. Γι’ αυτό σου λέω, έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες της οι πολλές, γιατί αγάπησε πολύ· όποιος όμως συγχωρείται λίγο, λίγο αγαπά.»

48. Και είπε σ’ αυτήν: «Συγχωρημένες είναι οι αμαρτίες σου.»

49. Και άρχισαν αυτοί που κάθονταν στο τραπέζι μαζί του να λένε μέσα τους: «Ποιος είναι αυτός που συγχωρεί και αμαρτίες;»

50. Και είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνη.»


Πρωτότυπο Κείμενο


36. Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου κατεκλίθη.

37. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου,

38. καὶ στᾶσα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ ὀπίσω κλαίουσα, τοῖς δάκρυσιν ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ταῖς θριξὶν τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσεν, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφεν τῷ μύρῳ.

39. Ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἄν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.

40. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. Ὁ δὲ φησὶν· Διδάσκαλε, εἰπέ.

41. Δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινί· ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.

42. Μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. Τίς οὖν αὐτῶν πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει;

43. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας.

44. Καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; Εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶν τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξεν.

45. Φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ' ἧς εἰσῆλθον οὐ διέλιπεν καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.

46. Ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.

47. Οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησεν πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.

48. Εἶπεν δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.

49. Καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;

50. Ἡ δὲ εἶπεν πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέν σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.