Η αγωνία του Κυρίου στη Γεθσημανή και η σύλληψή του 

Ο Ιησούς έφτασε στον κήπο της Γεθσημανή. Άφησε τους άλλους κοντά στην είσοδο να τον περιμένουν και με τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο προχώρησε μέσα στα καταπράσινα δέντρα.

« Η ψυχή μου είναι περίλυπη. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε.» 

Έπειτα προχώρησε πιο πέρα. Σαν Υιός του Θεού, γνώριζε καλά την αποστολή του και ήταν έτοιμος να θυσιαστεί. Σαν άνθρωπος όμως, πώς να υποφέρει το φρικτό μαρτύριο; Γι' αυτό, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τώρα είχε ανάγκη να προσευχηθεί.

Γονάτισε, λοιπόν, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και είπε:

«Πατέρα μου, αν γίνεται, ας μην πιω αυτό το πικρό ποτήρι. Όμως ας γίνει μονάχα το θέλημά Σου...» 

Δυο φορές ήρθε στους τρεις μαθητές του και τις δύο τους βρήκε κοιμισμένους. Έφευγε για να συνεχίσει την προσευχή:

«Πατέρα μου, παρέδωσα το λόγο Σου και το ευαγγέλιό Σου σε αυτούς που μου έδωσες για μαθητές μου, που όμως δεν παύουν να είναι και δικοί Σου. Γιατί όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά Σου.» 

«Κι όλα όσα είναι δικά Σου, είναι και δικά μου, αφού έχουμε οι δυο μας την ίδια ουσία. Όσο ήμουν στον κόσμο, τους φύλαξα και δεν χάθηκε άλλος από τον προδότη Ιούδα. Τώρα, που έρχομαι σε Σένα, αγίασέ τους και φώτισέ τους. Διότι, όπως Εσύ έστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι κι εγώ στέλνω αυτούς για να συνεχίσουν το έργο μου...»


Η προσευχή του Κυρίου γινόταν όλο και πιο θερμή. Από την αγωνία του δε, ο ιδρώτας έσταζε από το πρόσωπό του στη γη σαν σταγόνες από αίμα.

Τότε ο Ουράνιος Πατέρας του έστειλε έναν άγγελο για να τον ενθαρρύνει. 

Τους βρήκε κοιμισμένους και τους ξύπνησε:

Κοιμάστε και αναπαύεστε... Σηκωθείτε... Να, έρχεται εκείνος που θα με προδώσει...

«Οι μαθητές ξύπνησαν έντρομοι. Κοιτάζοντας μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων, είδαν ανθρώπους να πλησιάζουν με δαυλούς, φανάρια και όπλα. Ήταν οι υπηρέτες του Συμβουλίου, που τους συνόδευαν Ρωμαίοι στρατιώτες»

Μπροστά από όλους, ο Ιούδας τους οδηγούσε. Και όταν πλησίασαν, ο Ιούδας έδωσε το σύνθημα: Φίλησε τον Ιησού και του είπε: «Χαίρε Διδάσκαλε...»

Οι δήμιοι έπιασαν τον Ιησού, τον έδεσαν και τον οδήγησαν στο Συνέδριο. Οι άλλοι μαθητές σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί καταφοβισμένοι. Και μοναχά ο Πέτρος κι ο Ιωάννης παρακολουθούσαν από μακριά πού τον πήγαιναν...


Από το Ευαγγέλιο


Απόδοση στα Νεοελληνικά

Κατά Ιωάννην 18: 1-12


1 Όταν είπε αυτά, ο Ιησούς βγήκε με τους μαθητές του πέρα από τον χείμαρρο των Κέδρων, όπου υπήρχε ένας κήπος, στον οποίο μπήκε αυτός και οι μαθητές του. 

2 Ήξερε δε τον τόπο και ο Ιούδας, ο παραδίδων αυτόν, γιατί συχνά εκεί είχε συναχθεί ο Ιησούς με τους μαθητές του. 

3 Ο Ιούδας τότε, παίρνοντας τη σπείρα και από τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους υπηρέτες, έρχεται εκεί με φανάρια και λαμπάδες και όπλα. 

4 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή γνώριζε όλα όσα επρόκειτο να έρθουν σ' αυτόν, βγήκε και λέει σ' αυτούς: «Ποιον ζητάτε;» 

5 Του αποκρίθηκαν: «Τον Ιησού τον Ναζωραίο». Τους λέει: «Εγώ είμαι». Στεκόταν δε μαζί τους και ο Ιούδας, ο παραδίδων αυτόν. 

6 Όταν λοιπόν τους είπε: «Εγώ είμαι», σύρθηκαν πίσω και έπεσαν χαμαί. 

7 Πάλι τότε τους ρώτησε: «Ποιον ζητάτε;» Εκείνοι είπαν: «Τον Ιησού τον Ναζωραίο». 

8 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Σας είπα ότι εγώ είμαι. Αν, λοιπόν, εμένα ζητάτε, αφήστε αυτούς να αποχωρήσουν» 

9 για να εκπληρωθεί ο λόγος που είπε: «Από αυτούς που μου έδωσες δεν απώλεσα κανέναν». 

10 Τότε ο Σίμων Πέτρος, που είχε μάχαιρα, την έσυρε και χτύπησε τον δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αυτί. Το όνομα δε του δούλου ήταν Μάλχος. 

11 Είπε τότε ο Ιησούς στον Πέτρο: «Βάλε τη μάχαιρα στη θήκη. Το ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας δεν θα το πιω;»

 12 Τότε η σπείρα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Ιουδαίων συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν, 


Κατά Ματθαίον 26:36-56


**Η Αγωνία στη Γεθσημανή:**


36 Τότε έρχεται ο Ιησούς μαζί με αυτούς σε τόπο που λέγεται Γεθσημανή, και λέει στους μαθητές: «Καθίστε εδώ, όσο εγώ πάω εκεί και προσευχηθώ.»


37 Και παίρνει μαζί του τον Πέτρο και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, και άρχισε να λυπάται και να βαραίνεται.


38 Τότε τους λέει: «Η ψυχή μου είναι περίλυπη έως θανάτου. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου.»


39 Και προχωρώντας λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν, λέγοντας: «Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας περάσει από μένα αυτό το ποτήρι· όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ.»


40 Και έρχεται στους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Ούτε μία ώρα δεν μπορούσατε να αγρυπνήσετε μαζί μου;


41 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό. Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σάρκα ασθενής.»


42 Πάλι για δεύτερη φορά προσευχήθηκε λέγοντας: «Πατέρα μου, αν δεν είναι δυνατόν αυτό το ποτήρι να περάσει από μένα, χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου.»


43 Και ήρθε πάλι και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν βαριά.


44 Και αφήνοντάς τους, πάλι προσευχήθηκε για τρίτη φορά, λέγοντας τα ίδια λόγια.


45 Τότε έρχεται στους μαθητές και τους λέει: «Κοιμάστε ακόμα και αναπαύεστε; Ιδού, ήρθε η ώρα και ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδεται στα χέρια των αμαρτωλών.


46 Σηκωθείτε, ας πάμε· ιδού, πλησιάζει αυτός που με παραδίδει.»


**Η Σύλληψη του Ιησού:**


47 Και ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, ιδού, ήρθε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του πλήθος μεγάλο με μαχαίρια και ρόπαλα, από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους του λαού.


48 Και ο παραδίδων αυτόν τους έδωσε σημάδι, λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον.»


49 Και αμέσως πλησίασε τον Ιησού και είπε: «Χαίρε, Ραββί», και τον φίλησε.


50 Και ο Ιησούς του είπε: «Φίλε, γιατί ήρθες;» Τότε πλησίασαν, έβαλαν τα χέρια τους στον Ιησού και τον έπιασαν.


51 Και ιδού, ένας από τους με τον Ιησού άπλωσε το χέρι του, τράβηξε το σπαθί του και χτύπησε τον δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το αυτί.


52 Τότε λέει ο Ιησούς σε αυτόν: «Βάλε το σπαθί σου στη θέση του· γιατί όλοι όσοι παίρνουν σπαθί, με σπαθί θα χαθούν.


53 Ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, και τώρα θα μου παράσχει πάνω από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων;


54 Πώς όμως τότε θα εκπληρωθούν οι Γραφές που λένε ότι έτσι πρέπει να γίνει;»


55 Την ίδια ώρα είπε ο Ιησούς στα πλήθη: «Σαν να είμαι ληστής βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε; Καθημερινά καθόμουν διδάσκοντας στο ναό, και δεν με συλλάβατε.


56 Όλα αυτά όμως έγιναν για να εκπληρωθούν οι γραφές των προφητών.» Τότε όλοι οι μαθητές τον εγκατέλειψαν και έφυγαν.


Κατά Μάρκον 14:32-52:


**Η Αγωνία στη Γεθσημανή:**


32 Και έρχονται σε ένα μέρος που ονομάζεται Γεθσημανή, και λέει στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ όσο εγώ προσεύχομαι.»


33 Και παίρνει μαζί του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και άρχισε να τρέμει και να αγωνιά.


34 Και τους λέει: «Η ψυχή μου είναι περίλυπη έως θανάτου· μείνετε εδώ και αγρυπνείτε.»


35 Και προχωρώντας λίγο, έπεσε στη γη και προσευχόταν να περάσει από αυτόν αυτή η ώρα, αν είναι δυνατόν.


36 Και έλεγε: «Αββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά για σένα· πάρε αυτό το ποτήρι από μένα· όμως όχι τι εγώ θέλω, αλλά τι εσύ.»


37 Και έρχεται και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες να αγρυπνήσεις μία ώρα;


38 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό· το πνεύμα μεν είναι πρόθυμο, η σάρκα δε ασθενής.»


39 Και πάλι πήγε και προσευχήθηκε, λέγοντας τα ίδια λόγια.


40 Και πάλι έρχεται και τους βρίσκει να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν βαριά, και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν.


41 Και έρχεται την τρίτη φορά και τους λέει: «Κοιμάστε ακόμα και αναπαύεστε; Αρκετό είναι· ήρθε η ώρα· ιδού, ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδεται στα χέρια των αμαρτωλών.


42 Σηκωθείτε, ας πάμε· ιδού, αυτός που με παραδίδει πλησιάζει.»


**Η Σύλληψη του Ιησού:**


43 Και αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του πλήθος με μαχαίρια και ρόπαλα, από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους.


44 Και αυτός που τον πρόδιδε τους είχε δώσει σημάδι, λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και οδηγήστε τον με ασφάλεια.»


45 Και μόλις ήρθε, πήγε αμέσως κοντά του και είπε: «Ραββί», και τον φίλησε.


46 Και έβαλαν τα χέρια τους πάνω του και τον συνέλαβαν.


47 Και ένας από τους παρισταμένους τράβηξε το σπαθί, χτύπησε τον δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το αυτί.


48 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Σαν να είμαι ληστής βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε;


49 Καθημερινά ήμουν μαζί σας, διδάσκοντας στο ναό, και δεν με συλλάβατε· αλλά για να εκπληρωθούν οι Γραφές.»


50 Και τον εγκατέλειψαν όλοι και έφυγαν.


51 Και ένας νεαρός τον ακολουθούσε, ντυμένος μόνο με ένα σεντόνι· και τον έπιασαν,


52 αλλά αυτός, αφήνοντας το σεντόνι, έφυγε γυμνός.


Κατά Λουκάν 22: 39-53


**Η Αγωνία στη Γεθσημανή:**


39 Και βγήκε έξω και πήγε, όπως συνήθιζε, στο Όρος των Ελαιών, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές.


40 Και όταν έφτασε στον τόπο, τους είπε: «Προσεύχεστε για να μη μπείτε σε πειρασμό.»


41 Και απομακρύνθηκε από αυτούς περίπου μια πέτρα βολή, και γονατίζοντας, προσευχόταν,


42 λέγοντας: «Πατέρα, αν θέλεις, πάρε αυτό το ποτήρι από μένα· όμως ας μη γίνει το θέλη


μά μου, αλλά το δικό σου.»


43 Και φάνηκε σ' αυτόν άγγελος από τον ουρανό, ενισχύοντάς τον.


44 Και όντας σε αγωνία, προσευχόταν πιο έντονα· και ο ιδρώτας του έγινε σαν σταγόνες αίματος που έπεφταν στη γη.


45 Και σηκωθείς από την προσευχή, ήρθε στους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται από τη θλίψη,


46 και τους είπε: «Γιατί κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό.»


**Η Σύλληψη του Ιησού:**


47 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ιδού, ένας όχλος· και ο λεγόμενος Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, προχωρούσε μπροστά τους και πλησίασε τον Ιησού για να τον φιλήσει.


48 Και ο Ιησούς του είπε: «Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιό του Ανθρώπου;»


49 Και όταν είδαν αυτοί που ήταν γύρω του τι επρόκειτο να συμβεί, είπαν: «Κύριε, να χτυπήσουμε με το σπαθί;»


50 Και ένας από αυτούς χτύπησε τον δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αυτί.


51 Και απαντώντας ο Ιησούς είπε: «Αφήστε, φτάνει.» Και άγγιξε το αυτί του και τον θεράπευσε.


52 Και είπε ο Ιησούς στους αρχιερείς και στους στρατηγούς του ναού και στους πρεσβυτέρους που είχαν έρθει εναντίον του: «Σαν να είμαι ληστής βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα;


53 Όταν ήμουν καθημερινά μαζί σας στο ναό, δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου· αλλά αυτή είναι η ώρα σας και η εξουσία του σκότους.»


Πρωτότυπο


Κατά Ιωάννην 18: 1-12


1. Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθεν σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τοῦ Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

2. ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτόν, ὅτι πολλάκις συνήχθη Ἰησοῦς ἐκεῖ σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.

3. Ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας, ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων.

4. Ἰησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ’ αὐτόν, ἐξελθὼν εἶπεν αὐτοῖς, Τίνα ζητεῖτε;

5. Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐγώ εἰμι. Εἱστήκει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ’ αὐτῶν.

6. Ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς, ὅτι Ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσαν χαμαί.

7. Πάλιν οὖν ἐπηρώτησεν αὐτούς, Τίνα ζητεῖτε; Οἱ δὲ εἶπον, Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον.

8. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς, Εἶπον ὑμῖν ὅτι Ἐγώ εἰμι: εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν:

9. ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν, ὅτι ὧν δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα.

10. Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτὴν καὶ ἔπαισεν τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν: ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος.

11. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην: τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέν μοι ὁ Πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό;

12. Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτόν,


Κατά Ματθαίον Κεφάλαιο 26, στίχοι 36-56


**Η Αγωνία στη Γεθσημανή:**


36 Τότε ἔρχεται μετ' αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· Καθίσατε αὐτοῦ, ἕως οὗ ἀπελθὼν ἐκεῖ προσεύξωμαι.  

37 καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου, ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν.  

38 τότε λέγει αὐτοῖς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ' ἐμοῦ.  

39 καὶ προελθὼν μικρόν, ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, προσευχόμενος καὶ λέγων· Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθάτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ.  

40 καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ' ἐμοῦ;  

41 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής.  

42 πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων· Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο παρελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου.  

43 καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι.  

44 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς, ἀπῆλθεν πάλιν καὶ προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών.  

45 τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· Καθεύδετε τὸ λοιπόν καὶ ἀναπαύεσθε· ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν.  

46 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με.  


**Η Σύλληψη του Ιησού:**


47 Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ μετ' αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ.  

48 ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων· Ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστιν· κρατήσατε αὐτόν.  

49 καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπεν· Χαῖρε, Ῥαββί· καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.  

50 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἑταῖρε, ἐφ' ὃ πάρει. Τότε προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.  

51 Καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασεν τὴν μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.  

52 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται.  

53 Ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν Πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείω δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;  

54 πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαί, ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι;  

55 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ' ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με.  

56 τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν, ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν. Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον.  


 Κατά Μάρκον Κεφάλαιο 14, στίχοι 32-52


**Η Αγωνία στη Γεθσημανή:**


32 Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Καθίσατε ὧδε, ἕως προσεύξωμαι.  

33 καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην μετ' αὐτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν.  

34 καὶ λέγει αὐτοῖς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε.  

35 καὶ προελθὼν μικρόν, ἔπιπτεν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστιν, παρέλθῃ ἀπ' αὐτοῦ ἡ ὥρα·  

36 καὶ ἔλεγεν· Ἀββᾶ ὁ πατή


ρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ' ἐμοῦ· ἀλλ' οὐ τί ἐγὼ θέλω ἀλλὰ τί σύ.  

37 καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἴσχυσας μίαν ὥραν γρηγορήσαι;  

38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ ἔλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής.  

39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών.  

40 καὶ πάλιν ἐλθὼν εὗρεν αὐτοὺς καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ.  

41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· Καθεύδετε τὸ λοιπόν καὶ ἀναπαύεσθε· ἀπέχει· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν.  

42 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικεν.  


**Η Σύλληψη του Ιησού:**


43 Καὶ εὐθὺς ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος παραγίνεται Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα καὶ μετ' αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων.  

44 δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν δεδώκει αὐτοῖς σημεῖον λέγων· Ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν καὶ ἀπάγετε ἀσφαλῶς.  

45 καὶ ἐλθὼν εὐθὺς προσελθὼν αὐτῷ λέγει· Ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.  

46 οἱ δὲ ἐπέβαλαν τὰς χεῖρας αὐτῷ καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.  

47 εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισεν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.  

48 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με;  

49 καθ' ἡμέραν ἤμην παρ' ὑμῖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με· ἀλλ' ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί.  

50 Καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες.  

51 καὶ νεανίσκος τις συνηκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτόν·  

52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν.  


Κατά Λουκάν Κεφάλαιο 22, στίχοι 39-53


**Η Αγωνία στη Γεθσημανή:**


39 Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταί.  

40 γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν.  

41 καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ' αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύχετο  

42 λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ' ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω.  

43 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ' οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν.  

44 καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο· ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν.  

45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν κοιμωμένους αὐτοὺς ἀπὸ τῆς λύπης,  

46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.  


**Η Σύλληψη του Ιησού:**


47 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος Ἰούδας, εἷς τῶν δώδεκα, προήρχετο αὐτούς καὶ ἤγγισεν τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι αὐτόν.  

48 Ἰησοῦς δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν Υἱὸν τοῦ Ἀνθρώπου παραδίδως;  

49 ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρῃ;  

50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν.  

51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἐᾶτε ἕως τούτου. καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν.  

52 εἶπεν δὲ Ἰησοῦς τοῖς παραγενομένοις ἐπ' αὐτὸν ἀρχιερεῦσι καὶ στρατηγοῖς τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέροις· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων;  

53 καθ' ἡμέραν ὄντος μου μεθ' ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατέ μου τὰς χεῖρας· ἀλλ' αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους.