ΤΑ ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΤΑ ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΠΟ ΤΟΝ "ΣΩΤΗΡΑ"

Όταν αναφέρουμε τη λέξη «φιλο­δώρημα», ο νους μας πηγαί­νει σε μικρά χρηματικά ποσά πού συνήθως προσφέρουν οι άνθρωποι γιά κάποια εξυπηρέτηση ή εκδούλευση πού τούς έγινε.

Ό άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ό­μως με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο κάνει λόγο γιά «τα φιλοδωρήματα του Θεού». Ονομάζει έτσι τις θλίψεις και τις ποικίλες δοκιμασίες πού παραχωρεί ο Θεός νά αντιμετωπίζουν οι δούλοι του γιά τό αιώνιο συμφέρον τους. Μάλιστα· αυτά τα εκ πρώτης όψεως δυσάρεστα γεγονότα της ζωής μας τα ονομάζει ο Όσιος: «φιλοδωρήματα». Όμως και όλοι οι Άγιοι του Θεού, άλλά και όσοι έχουν «νούν Χριστού», έτσι βλέπουν τις θλίψεις και τις δοκιμασίες. Γι' αυτό και όπως εμείς ευχαριστούμε αυτούς πού μάς φιλοδωρούν με υλικές προσφορές, με παρόμοιο και θερμότερο ακόμη τρό­πο ευχαριστούσαν εκείνοι τον Θεό γιά τις δοκιμασίες τους, πού συχνά δεν ήταν ούτε μικρές ούτε σύντομες.

Ας προχωρήσουμε όμως και σε κά­ποια παραδείγματα, τα όποια θα κάμουν περισσότερο πειστικά τα γραφόμενα. Ό απόστολος Παύλος μαζί με τόν Σίλα βρίσκονται τα μεσάνυχτα στα βάθη της φυλακής των Φιλίππων. Υβρισμένοι, πληγωμένοι, ταπεινωμένοι δημόσια α­πό τούς άρχοντες. Τα ρούχα τους τα ξεσχισμένα είναι κολλημένα στο πλη­γωμένο τους σώμα και τα πόδια τους ασφαλισμένα στο βασανιστικό ξύλο. Ποιό τό έγκλημα τους; Θεράπευσαν μία δαιμονισμένη δούλη και έφεραν τό σωτήριο μήνυμα του Χρίστου στους Φιλιππησίους. Τό μέλλον τους είναι αβέβαιο. Και όμως παράπονο και γογγυσμός δεν βγαίνει από τό στόμα τους προς τόν Θεό, πού παραχώρησε μία τέτοια άδικη μεταχείριση. Και όχι μόνο δεν δι­αμαρτύρονται, άλλά ή καρδιά τους έχει μεταβληθεί σε ένα παράδοξο ηφαίστειο και ξεχύνει τη λάβα της ευγνωμοσύνης τους προς τόν Θεό. Ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας. «Κατά δέ τό μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας προσευχόμενοι υμνούν τόν Θεόν· έπηκροώντο δέ αυ­τών οί δέσμιοι» (Πράξ. ις' 25). Άλλοτε πάλι ο ίδιος Απόστολος έγραφε προς τούς Κολασσαεΐς από τη φυλακή της Ρώμης: Παρά τη φυλάκιση μου χαίρω γιά τα παθήματα πού υποφέρω γιά τη σωτηρία σας (βλ. Κολασ. α' 24). Προς δε τούς Κορινθίους έγραφε: Ευφραίνομαι στις αρρώστιες, στις ύβρεις, στους διω­γμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υπο­φέρω αυτά γιά τη δόξα του Χριστού (βλ. Β' Κορ. ιβ' 10).

Οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης γιά δεύτερη φορά συλλαμβάνονται και φυ­λακίζονται, διότι ευαγγελίζονται τόν λόγο της αληθείας και πιστεύουν οι Ιουδαίοι. Απειλούνται, δέρνονται και προπηλακί­ζονται αναίτια και κατόπιν απολύονται. Και πώς αντιμετωπίζουν τη δοκιμασία τους; Σαν ουράνιο «φιλοδώρημα»! Φεύ­γουν από τό Ιουδαϊκό Συνέδριο με τήν ψυχή τους γεμάτη χαρά και ευγνωμοσύ­νη, γιατί αξιώθηκαν γιά χάρη του Χριστού νά δεχθούν απειλές και ατιμωτική τιμω­ρία. «Οί μένουν (Απόστολοι) έπορεύοντο χαίροντες άπό προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος αυτού κατηξιώθησαν άτιμασθήναι» (Πράξ. ε' 41).

Ό δίκαιος Ιώβ έχασε μέσα σε μία ήμερα όλη του τη μεγάλη περιουσία, και τό χει­ρότερο, και τα δέκα παιδιά του! Δέκα θά­νατοι σε μία μέρα! Μετριέται τό μέγεθος του πόνου και της δοκιμασίας; Και πώς τήν αντιμετώπισε; Νά τα λόγια του: «Ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος άφείλατο- ώς τώ Κυρίω έδοξεν, ούτω και έγένετο- είη τό όνομα Κυρίου εύλογημένον εις τούς αιώνας» (Ιώβ α' 21).

Τόν ιερό Χρυσόστομο τόν σέρνουν κυριολεκτικά στη δεύτερη εξορία του ά­γριοι στρατιώτες, πού μοιάζουν περισ­σότερο με θηρία παρά με ανθρώπους. Νά πώς περιγράφει τα παθήματα του ο ίδιος! «Αναλωθήκαμε, λιώσαμε, πολλές φορές δεχθήκαμε τόν θάνατο. Ενώ ή­μουν καταβεβλημένος από συνεχείς πυ­ρετούς και ενώ ψηνόμουν από αυτούς, αναγκαζόμουν νά οδοιπορώ νύχτα - μέ­ρα, και από τόν πυρετό πολιορκούμενος και από τήν αγρυπνία διαφθειρόμενος και από τήν έλλειψη των αναγ­καίων καταστρεφόμενος και από τήν άγνοια των δεινών πού θα επακολου­θούσαν».

Και μετά από τα παθήματα αυτά, επει­δή τα έβλεπε σαν «φιλοδωρήματα του Θεού», έγραφε σε κάποιο γνωστό του πρόσωπο:

«Κάθε ήμερα πού θυμάμαι εκείνα τα παθήματα, πετώ από χαρά, σκιρτά ή ψυχή μου, γιατί έχω κρυμμένο έναν τόσο μεγάλο θησαυρό. Μάλιστα, έτσι αισθάνομαι εσωτερικά και έτσι βλέπω τούς πειρασμούς. Γι' αυτό σε παρακαλώ και συ νά χαίρεσαι γιά όλα αυτά, νά ευφραίνεσαι και νά σκιρτάς, νά δοξάζεις τόν Θεό, πού μάς αξίωσε νά πάθουμε όλα αυτά». Μέσα δε στην εξάντληση, τόν πυρετό και τις ταλαιπωρίες πέθανε έχοντας στο στόμα του τό «δόξα τώ Θεώ πάντων ένεκεν»!

Μετά τα συγκλονιστικά αυτά παραδεί­γματα δημιουργείται εύλογα ή απορία: Πώς κατόρθωναν οι δούλοι τού Θεού νά βλέπουν τις δοκιμασίες σαν «φιλο­δωρήματα» και νά τις δέχονται με τέ­τοια ευγνώμονα διάθεση; Απλούστατα, πίστευαν ακράδαντα ότι «τοις άγαπώσι τόν Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. η' 28). Γι' αυτούς πού αγαπούν τόν Θεό, όλα συνεργούν και αποβαίνουν γιά τό καλό τους. Και ακόμη ότι οι θλί­ψεις, πού γρήγορα περνούν και είναι γι' αυτό ελαφρές, κατεργάζονται σε μάς σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό αιώνιο βάρος δόξας (βλ. Β' Κορ. δ" 17).

Προσδοκώντας λοιπόν οι πιστοί αυτό τό «αίώνιον βάρος δόξης», υπομένουν με ευγνωμοσύνη και δοξολογητικά τις θλίψεις και τις δοκιμασίες, οι όποιες τούς εξαγνίζουν, και γίνονται μιμητές των πα­θημάτων τού Χριστού, ώστε νά γίνουν συμμέτοχοι και στην αιώνια δόξα του.

'Ας αφήσουμε όμως τόν άγιο Νικό­δημο, πού μάς έδωσε τήν αφορμή, νά επισφραγίσει τα γραφόμενα:

«Άναμάρτητος ό Ιησούς ήτον ανάγκη νά πάθη τόσα βάσανα διά νά έμβη εις τήν δόξαν (...) και έσύ θέλεις νά μή πάθης τίποτε και νά έμβης εις τήν αυτήν δόξαν, αφού έγινες ανάξιος διά αυτήν τό­σες φορές όσες ήμαρτες; Βγάλε άπό τόν νουν σου αυτήν τήν πλάνην- ανάμεσα εις όλον τό πλήθος τών δικαίων πού είδεν ό θεολόγος Ιωάννης εις τήν Άποκάλυψίν του, κανένας δέν ήδυνήθη νά απόλαυση τόσην εύδαιμονίαν μέ άλλο παρά μέ μίαν μεγάλην θλίψιν (ζ' 14) (...) και έσύ θέλεις νά γίνη διά λόγου σου μία και­νούργια πόρτα εις τόν Παράδεισον, διά νά πέρασης άκόπως νά χαίρεσαι μέ τήν ψυχήν και μέ τό κορμί όλας τάς τρυφάς του ουρανού, αφού έθεράπευσες τάς αισθήσεις σου μέ όλας τάς τρυφάς της γης; Ανόητος πού είσαι» (Πνευματικά Γυμνάσμοτα, Μελέτη ΛΒ', γ').

«ΔΕΝ ΥΠΟΦΕΡΕΤΑΙ ΠΙΑ! »

Δεν υποφέρεται πια! Ποιος; Αυτός πού δεν τόν αντέχουμε άλλο. Ό άλλος. Ό πλησίον. Ό σύζυγος. Ό φίλος. Ό συνάδελφος. Ό γείτονας. Ό γυιός.

Και γιατί δεν υποφέρεται; Διότι είναι δύσκολος άνθρωπος, περίεργος, ιδιόρρυθμος, απαιτητικός, υπερβολικός, δύσ­τροπος, εριστικός. Κάτι απ’ όλα αυτά έχει επάνω του, πού μας τόν κάνει ιδιαίτερα φορτικό και επομένως αποκρουστικό. Και λέμε: Δεν υποφέρεται πια. Δεν τόν αντέχω άλλο. Δεν μπορούμε νά κάνου­με μαζί. Θα διακόψω κάθε σχέση, νά έ­χουμε και οι δύο τήν ησυχία μας.

Άλλά είναι λύση αύτή; Είναι στάση πού αληθινά θα μας ικανοποιήσει; Είναι αυτό πού θέλει ο Θεός;

Ας σκεφθούμε πιο ψύχραιμα, πιο λο­γικά και βέβαια πιο πνευματικά, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους πού θέλουν νά σκέπτονται και νά ενεργούν με ανώτερα κριτήρια στη ζωή τους, πού θέλουν νά ευαρεστούν ενώπιον του Θεού και νά ζουν μία κοινωνία αγάπης με τούς συν­ανθρώπους τους.

Είναι δύσκολος άνθρωπος ο σύζυγος. Έχει τις ώρες της άποτομίας του, έχει εκδηλώσεις απρόβλεπτες όταν έρχεται κουρασμένος από τη δουλειά, και φέρε­ται τότε με σκληρότητα. Κι εσύ αγανακτείς και λες πώς δεν υποφέρεται πια αύτή ή κατάσταση, πώς δεν αντέχεις άλλο. Ναι, άλλά εσύ δεν είσαι πού άλλες ώρες μιλάς γιά τήν αγάπη του, γιά τούς πρόθυμους

κόπους του και τη στοργική φροντίδα του γιά τα παιδιά και εκθειάζεις με λόγια πολλά τις αρετές του; Τό ίδιο δεν ισχύει και αντιστρόφως; Και ή σύζυγος, πού κάποτε στενοχωρεί τόν άνδρα της με τη συμπεριφορά της, δεν έχει, όπως ο ίδιος ομολογεί, και τόσες καλές πτυχές στο χαρακτήρα της; Οπωσδήποτε δεν έχει μόνο τις αδυναμίες του ο άνθρωπός σου. Έχει και τόσα καλά και ή δίκαιη κρίση απαιτεί νά τα βλέπουμε όλα και νά τόν κρίνουμε συνολικά.

Όταν επομένως δυσφορούμε γιά τη δυσκολία πού μας παρέχει ή κακή συμ­περιφορά τού άλλου, ας κάνουμε μία προσπάθεια νά σκεφθούμε και τις καλές πλευρές του. Τότε ασφαλώς ή εικόνα του στα μάτια μας θα είναι πιο ολοκληρωμένη και ή κρίση μας θα γίνεται πιο επιεικής.

Νά λάβουμε ακόμη υπ' όψιν μας ότι τις αυστηρές κρίσεις μας γιά τούς ανθρώπους τού περιβάλλοντός μας τις κάνουμε συνήθως όταν είμαστε κουρα­σμένοι. Στις ώρες τού κόπου πέφτουν οι αντοχές της ψυχής, είμαστε πιο ανυπόμονοι, δύσκολοι στη συνεννόηση και εκνευρισμένοι. Μετά όμως από μία επαρκή ανάπαυση όλα μπορούμε νά τα δούμε διαφορετικά. Φθάνουμε ίσως σε μία έντονη αντιπαράθεση, στο τέλος μιας κουραστικής ημέρας, με τό γυιό, πού τώρα περνά τα κύματα τής εφηβείας. Και λέμε απογοητευμένοι; Δεν υποφέρεται άλλο αύτή ή κατάσταση. Δεν μπορώ νά συνεννοηθώ μ' αυτό τό παιδί. Τό άλλο πρωί όμως τα πράγματα μπορεί νά μας φανούν πολύ διαφορετικά. Ξεκουρασθήκαμε, ηρέμησε τό νευρικό σύ­στημα, ξεθόλωσε ο νους. Και λέμε: Πώς τα καταφέραμε έτσι χθες βράδυ! Μήπως και τι έγινε; Ούτε υπήρξε καμιά σοβαρή αίτία. Κοίταξε πόσο καλά μου φέρεται τώρα τό παιδί! 'Άλλο κόσμο κρύβει μέσα του, έναν κόσμο ζηλευτό, χαριτωμένο, εκλεκτό...

Νά προσθέσουμε και κάτι ακόμη στο σημείο αυτό. Στην αυστηρή κρίση μας γιά τόν πλησίον, πού λέμε πώς δεν υποφέρεται πια, πάντα προσθέτει και τό δικό του μερίδιο εκείνος πού είναι με­ταξύ μας ο συστηματικός διαιρέτης και διχαστής, ο διάβολος. Εξογκώνει, μεγαλοποιεί τα ελαττώματα τού άλλου και παρουσιάζει ανυπέρβλητες τάχα τις δυσ­κολίες. Είναι μυρμηκολέων, όπως τόν ονομάζουν, κάνει τό μυρμήγκι λιοντάρι και τήν τρίχα τριχιά, προκειμένου νά μας βλέπει βαρύθυμους, στενοχωρημένους, ψυχραμένους μεταξύ μας. Στις ώρες τού πειρασμού ας έχουμε την ετοιμότητα νά διακρίνουμε τήν αόρατη παρουσία του και τόν άθλιο ρόλο του.

Στην αντιμετώπιση αυτών των κατα­στάσεων δεν πρέπει νά παραλείψουμε και κάτι άλλο πολύ βοηθητικό. Λέμε πώς δεν μπορούμε νά υποφέρουμε τόν άλλο, γιατί έχει πολλά ελαττώματα και δυσκολίες στο χαρακτήρα του. Μάλιστα. Έστω ότι είναι έτσι. Άλλά δεν έχουμε κι εμείς τα έλαττώματά μας, πού κουράζουν τούς άλλους; Είμαστε τέλειοι εμείς; Αν νηφάλια κρίνουμε τόν εαυτό μας, οπωσδήποτε θα παραδεχθούμε πώς οι άλλοι θα έπρεπε ίσως νά μας είχαν απορρίψει αν μας φέρονταν δίκαια!

Ναι, αδελφέ μου. Κανείς δεν είναι τέ­λειος. Όλοι έχουμε τις ελλείψεις μας, πού μας κάνουν κουραστικούς στους πλησίον μας. Και απογοητευόμαστε συ­χνά σύζυγος γιά σύζυγο, αδελφός γιά αδελφό, γονείς γιά παιδιά και παιδιά γιά γονείς. Και δεν είναι βέβαια ή λύση νά τραβήξει ο καθένας στη γωνιά του γιά ν' αντέξουμε όλοι. «Ανεχόμενοι άλλήλων έν άγάπη», μας λέει ο λόγος τού Θεού (Εφ. δ' 2). Και επίσης «Αλλήλων τά βάρη βα­στάζετε, καί ούτως άναπληρώσατε τόν νόμον τού Χριστού» (Γαλ. ς' 2). Ό ένας θα ανέχεται τα ελαττώματα τού άλλου με αγάπη. Ό ένας πρέπει νά σηκώνει πρό­θυμα τα βάρη τού άλλου. Και βάρη εδώ εννοεί τις ελλείψεις, τις αδυναμίες, τις ιδιορρυθμίες κλπ. Τότε εκπληρώνουμε τελείως τό νόμο τού Χριστού, δηλαδή τήν εντολή της αγάπης. Τότε μιμούμαστε τόν Θεό της αγάπης, πού μας ανέχεται όλους και μας ευεργετεί παρά τα πολλά λάθη μας. Τότε καλλιεργούμε κι εμείς τήν ύψιστη αρετή της αγάπης, ή όποία «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα έλπίζει, πάντα υπομένει». Ή αγάπη σκε­πάζει όλα τα ελαττώματα τού πλησίον, έχει γιά όλα μία καλή γνώμη γι' αυτόν, ελπίζει γιά όλα τό καλύτερο και δείχνει σ' όλα υπομονή (Α' Κορ. ιγ' 7). Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες πού τα προ­βλήματα φαίνονται άλυτα και ή ανοχή με αγάπη πρέπει νά συνεχίζεται μία ολόκληρη ζωή.

Δεν είναι εύκολα αυτά. Τα εύκολα είναι εκείνα πού μας διαιρούν, άλλά αυτά δεν μας αναπαύουν. Ή ψυχή μας αναζητεί τήν αληθινή κοινωνία της αγάπης. Αυτό όμως θέλει αγώνα, περιφρόνηση τού διαβόλου, υπέρβαση τού εαυτού μας, καταφυγή στον Θεό. Και αυτά είναι δύσ­κολα. Τό ωραίο πάντοτε είναι δύσκολο. Αυτό όμως θέλει ο Θεός, αυτό είναι αληθινό και αυτό κι εμείς αναζητούμε, δι­ότι αυτό αναπαύει τήν ύπαρξη μας και φέρνει τήν αγάπη μεταξύ μας.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ