Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΑ

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

Ποια είναι ή πνευ­ματική ζωή; Ποιοι τη βιώνουν; Πολ­λοί δεν έχουν ξεκαθα­ρισμένες αντιλήψεις γι' αυτό το θέμα. Άραγε τη ζουν αυτοί πού διακρίνονται για τα διανο­ητικά τους προσόντα; Ένας πρωτοπόρος στην επιστήμη, ένας συναρπαστικός λο­γοτέχνης, ένας υπέροχος καλλιτέχνης, έ­νας πανέξυπνος διανοητής είναι εξάπαντος και πνευματικός άνθρωπος; Μπορεί ΝΑ τον θαυμάζουμε- είναι όμως και άξιος εμπιστοσύνης νά γίνεται οδηγός και υπό­δειγμα πνευματικής ζωής;

Συνήθως αυτούς ονομάζουν «πνευματι­κούς ανθρώπους». Και «πνευματική ζωή» θεωρούν το νά ασχολείται κάποιος με ό,τι έχει παραγάγει ή ανθρώπινη σοφία. Αρ­κούν όμως μόνο τα παράγωγα του αν­θρώπινου μυαλού νά οδηγήσουν στην τε­λειότητα της αληθινής πνευματικής ζωής; Οι μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας ήταν και δυνατοί στον νου και ξεχωριστοί για τη μεγάλη κατά κόσμον σοφία τους, δεν τής έδωσαν όμως τα πρωτεία ούτε τη θε­ώρησαν απαραίτητη για μία αληθινή πνευ­ματική ζωή.

Το ανθρώπινο πνεύμα, όσο κι αν είναι ο­ξύ και εύστροφο και πλουτισμένο με πλή­θος γνώσεις, μετά την προπατορική πτώ­ση μένει τραυματισμένο. Κάνει κάποια κα­τορθώματα, άλλά δεν μπορεί μόνο του νά συλλάβει ολόκληρη την αλήθεια, πού είναι απαραίτητη για την όντως πνευματική ζωή.

Μόνο του αποδείχθηκε ανίκανο νά μιλήσει αλά­θητα περί Θεού, περί άνθρωπου, περί κό­σμου, περί προορισμού του άνθρωπου, και πιο ανίκα­νο νά βιώσει την προπτωτική πνευματική ζωή, όπου επικρατούσε ή πνευματική ε­λευθερία και δεν είχε θέση καμία ο θάνατος. Τώρα το ανθρώπινο πνεύμα μόνο του αδυνατεί νά αύτολυτρωθεί και νά νικήσει τον θάνατο. «Μη ζητάς νά μ' αναστήσεις, δεν μπορώ», βεβαίωνε ένας αριστοτέχνης άλλά άθεος ποιητής. Πολύ περισσότερο του είναι αδύνατο νά επιτύχει το «καθ' όμοίωσιν Θεού», πού είναι ή τελειότης και ή όντως πνευματική ζωή, την οποία χωρίς κόπο θα κέρδιζε αν δεν συνέβαινε ή πτώση και αποστασία του. Πόσες φορές οι μακράν του Θεού «πνευματικοί άνθρωποι» θέλη­σαν αυτόνομα νά κατακτήσουν την αλή­θεια, νά δημιουργήσουν μία τάχα ανώτερη πνευματική ζωή, και βρέθηκαν σε οικτρές και δαιμονικές πλάνες! Νόμισαν πώς έγι­ναν φωστήρες ικανοί νά διαφωτίζουν τον κόσμο, και όμως, άσχετοι προς το αλη­θινό Φως, έμειναν μάταια βεγγαλικά ή πυ­γολαμπίδες. Παρουσίασαν μία ψεύτικη δαι­μονική λάμψη, πού εντυπωσίασε, έπλάνησε και έβλαψε πολλούς.

Σήμερα διάφοροι λογάδες με οίηση και αλαζονεία από πεποίθηση στις ικανότη­τες τους «κόβουν και ράβουν» σε θέμα­τα πνευματικής ζωής, για τα όποια ούτε αρμόδιοι ούτε άξιοι ούτε ικανοί είναι νά ασχοληθούν. Αυτοί οι τάχα πνευματικοί άν­θρωποι παραμερίζοντας την αυθεντία και το θείο κύρος της Αγίας Γραφής και της Εκκλησίας, πού είναι «στύλος και έδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15), προβάλλουν την αντίχριστη μωροσοφία τους, πού είναι «επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» (Ιακ. γ'15).

Προς αυτούς τούς δοκησισόφους, πού αγνοούν την Αλήθεια και δεν έχουν γευθεί την όντως πνευματική ζωή, δίνει σοφή συμβουλή ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Οί περί τούς λόγους (=σείς οι λόγιοι "πνευματικοί άνθρωποι") μή σφόδρα τοις λόγοις θαρρείτε... (=μην εμπιστεύεστε τόσο πολύ τη λογιότητά σας). Δότε τω Λόγω τόν λόγον» (=κάντε τόπο, παραμερίστε και δώστε στον Θεό Λόγο, στον Χριστό, νά αποφανθεί αλάθητα για τα πνευματικά θέματα, για την πνευματική ζωή).

Έχει αποδειχθεί από τη ζωή ότι χωρίς Χριστό ή ανθρώπινη πνευματικότητα πολύ χωλαίνει· είναι ανεπαρκής νά προσφέρει ό,τι βαθύτερο ποθεί ή ανθρώπινη ψυχή. Ιδιαίτερα στη σημερινή «εποχή του πα­ραλόγου» μη δίνουμε την καρδιά μας στην πνευματική ζωή του κόσμου. Μην εμπι­στευόμαστε τούς πολυδιαβασμένους κο­σμικούς, γιατί κατά την προφητεία του α­γίου Κοσμά του Αιτωλού - ο όποιος στην τουρκοκρατία δημιούργησε εκατοντάδες σχολεία - «το κακό θα έρθει από τούς δια­βασμένους».

Αληθινή πνευματική ζωή δεν μπορεί νά υπάρξει έξω από την Εκκλησία πού, επα­ναλαμβάνουμε, είναι «στύλος και έδραίω­μα της αληθείας».

Δεν σημαίνει βέβαια και ότι όποια κατά τύπους θρησκευτικότητα παρουσιάζεται στο χώρο της Εκκλησίας αποτελεί πνευ­ματική ζωή. Τέτοια θρησκευτικότητα τύπων χωρίς πνεύμα είχαν οι Φαρισαίοι, τούς ό­ποιους άπεδοκίμασε ο Κύριος ως τάφους, όπου βέβαια υπάρχει όχι ζωή άλλά νέκρα. Το νά είναι κανείς επίτροπος ή ψάλτης στην Εκκλησία ή νά συχνάζει στον ναό τυπικά, δεν είναι απόδειξη πνευματικότητος. Άλλά και το νά φορεί το ράσο του μοναχού ή του κληρικού, και αυτό δεν είναι πιστοποιητικό της εν Χριστώ πνευματικής ζωής. «Όνομα έχεις ότι ζης, καί νεκρός εί» (Άποκ. γ' 1), είπε ο Κύριος απευθυνόμενος προς τον Επίσκοπο Σάρδεων! Ακόμα και όποιος προφητεύει ή κάνει θαύματα εν ονόματι Κυρίου, αν δεν έχει περιεχόμενο αγάπης προς τον Θεό και τούς ανθρώπους, αν δεν έχει οδηγό ζωής το Πνεύμα το Άγιον, αποδοκιμάζεται από τον Κύριο. Δεν έχει σχέση με την αληθινή πνευματική ζωή, δεν έχει αξία (Α' Κορ. ιγ' 1-2, Ματθ. ζ 22-23).Τότε ποία ή αληθινή πνευματική ζωή;Ποιοι μπορούν νά τη ζουν; Περί αυτών σε επόμενο άρθρο.

Μεγάλο θέμα ή πνευματική ζωή. Πώς να περιγραφεί σ' ένα μικρό άρθρο; Ε­δώ μία άχνή σκιαγρα­φία της επιχειρούμε. Το βιβλίο «Ή οδός του Κυρίου» ομιλεί γι' αυτήν και βοηθεί τον αναγνώστη νά τη γνωρίσει καλύτερα και νά τη θαυμάσει.

Ή αληθινή πνευματική ζωή είναι ή με­γαλύτερη επιτυχία, ή τελειότερη και ευ­τυχέστερη κατάσταση στην οποία μπο­ρεί με τη Χάρη του Θεού νά φθάσει ο άνθρωπος. Είναι το νά είναι ενωμένος με τον Θεό, νά βρίσκεται σε διαρκή κοι­νωνία με τον άγιο Τριαδικό Θεό, νά εί­ναι κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, νά ζωογονείται και νά λαμπρύνεται α­πό Αυτό, όπως λέγει και ο ύμνος: «Άγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται καί καθάρσει ύψούται, λαμπρύνεται» (Ανα­βαθμός δ' ήχου). Είναι το νά ζει ο πιστός την κατά Χριστόν ζωή.

Αυτή ή πνευματική ζωή δεν είναι κα­τόρθωμα ανθρώπινων ικανοτήτων άλλά μισθαποδοσία Θεού «τοις έκζητούσι αυ­τόν» (Εβρ. ια' 6)· είναι το θειο βραβείο προς αυτούς πού όχι μόνο στρέφονται προς Αυτόν άλλά και «έχουν τάς έντολάς του καί τηρούν αύτάς» (Ιω. ιδ' 21)· είναι το ανεκτίμητης αξίας χάρισμα του Θεού προς τον αφοσιωμένο του πιστό. Είναι δώρο Θεού και ως εκ τούτου δεν είναι προνόμιο μόνο όσων διαθέτουν δυνατό νου με οξύνοια και μεγάλες ικανότητες, άλλά μπορεί νά γίνεται απόκτημα και απλών και αγραμμάτων, τούς οποίους ο πάνσοφος και φιλάνθρωπος Θε­ός, βλέποντας την κα­λή τους διάθεση και προσπάθεια, τούς σοφίζει περισσότερο από πολλούς σοφούς του αιώνος τούτου, πού με την υπερήφανη κοσμική γνώση τους δεν Τον γνώρισαν. «Εξομολογούμαι σοι (=σε ευχαριστώ), πάτερ, κύριε του ουρανού καί της γης, ότι άπέκρυψας ταύτα άπό σοφών καί συνετών, καί άπεκάλυψας αυτά νηπίοις» (=φανέρωσες τα σωτηριώδη αυτά μυστήρια σε απλούς και αφελείς και ταπεινούς ανθρώπους), είπε ο Κύριος Ιησούς (Λουκ. Γ 21). Είναι θεία ευλογία μακαρίων βιωμάτων πού χαρί­ζεται σε καλούς αγωνιστές, σοφούς και απλούς.

Αυτή ή μυστική πνευματική ζωή αρχί­ζει νά υπάρχει στον άνθρωπο με το Μυστήριο του Βαπτίσματος, όπου άναγεννάται «έξ ύδατος καί Πνεύματος» (Ιω. γ' 5). Με το Βάπτισμα και τη «σφρα­γίδα δωρεάς του Αγίου Πνεύματος», το Χρίσμα, μάς δίνεται ή ικανότητα νά μπορούμε νά γνωρίζουμε τον ζώντα Θεό, τον Όποιο από την ιερή αυτή στι­γμή έχουμε κάτοικο της σωματοψυχικής υπάρξεως μας. Αυτή ή γνωριμία είναι ή βάση της πνευματικής μας ζωής. Δέν είπε ο Χριστός στην αρχιερατική του προσευχή «αύτη εστίν ή αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τόν μόνον άληθινόν Θεόν και όν άπέστειλας Ίησούν Χρι­στόν»; (Ιω. ιζ' 3). Δηλαδή: «Αύτη είναι ή αιώνιος ζωή, το νά προάγονται συνε­χώς δια της ζώσης επικοινωνίας μετά σου και της απολαύσεως των απείρων τελειοτήτων σου εις την γνώσιν Σου του μόνου αληθινού Θεού και του Ιησού Χριστού, τον όποιον άπέστειλας εις τόν κόσμον» (Ερμηνεία Π. Τρεμπέλα).

Προνόμιο μας ή πνευματική ζωή, για το όποιο έχουμε χρέος νά κάνουμε ό,τι εξαρτάται από μάς για νά το κρατήσου­με γερά. Γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Εάν ή λογική ψυχή φυλάξει την χάριν του άγιου Βαπτίσματος δια της εργασίας των εντολών, εξελθούσα εκ του σώματος λαμβάνει και το αεί ευ ζην (=το νά ευτυχεί πάντοτε, αιωνίως), και ούτω γίνεται μακαρία έν τη μελλούση ζωή» (Νέα Κλίμαξ).

Πνευματική ζωή! Είναι το πάν για μάς, διότι περιλαμβάνει ό,τι βαθύτερα ποθεί ή ψυχή μας. Για το λόγο αυτό και ο Χρι­στός, πού μάς αγάπησε με όλη του την αγάπη, μάς έδωσε το παν ώστε νά την κερδίσουμε. Μάς φανέρωσε τη ζείδω­ρη αλήθεια του- μάς έδωσε τη θεϊκή του Χάρη, πού πηγάζει από τη σταυρική θυ­σία του· μάς καλεί στη ζωοπάροχη τρά­πεζα του: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί τό σώμα μου· πίετε έξ αυτού πάντες, τούτο εστί τό αίμα μου» εις άφεσιν αμαρτιών καί ζωήν τήν αιώνιον. Μάς παρέχει γε­νικά όλα όσα συντελούν στην αύξηση και την τελειότητα της πνευματικής ζω­ής·

Μέσα σ' αυτή την αληθινή πνευματική ζωή βρίσκεται «ή άνωθεν σοφία», ή ό­ποια, ξένη προς εγωισμούς και έριδες, «πρώτον μέν άγνή έστιν, έπειτα ειρη­νική, επιεικής, εύπειθής, μεστή ελέους καί καρπών αγαθών» (Ιακ. γ' 17). Βρίσκο­νται επίσης οι πλούσιοι πνευματικοί καρ­ποί: «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, άγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ. ε' 22). Και όπως λέγει πάλι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορεί­της, ή πνευματική ζωή του Χριστιανού «συνίσταται εις τήν έπίγνωσιν της άγα-θότητος καί μεγαλειότητος του Θεού, καί της ιδικής μας ούτιδανότητος καί κλίσεως εις κάθε κακόν- εις τήν άγάπην του Θεού καί εις τό μίσος του εαυτού μας... εις άποστροφήν μέν κάθε ιδικού μας θελήματος, τελείαν δέ ύπακοήν εις τό θείον θέλημα» (Αόρατος Πόλεμος, κεφ. Α').

Όποιος Χριστιανός δεν έχει αυτή τη χαριτωμένη ζωή, ας μην απελπισθεί. Υπάρχει, εφόσον ζούμε, ή μετάνοια, υπάρχει αστείρευτο και το έλεος του Θεού. Ας παρακαλεί το Άγιον Πνεύμα νά τον καθαρίσει και νά τον ζωογονήσει πάλι, ώστε τον υπόλοιπο βίο του νά

τον κλείσει με το: «Τριάς Αγία, δόξα σοι». (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

ΠΟΡΕΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΗΣ

Η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία, ή πνευματική ζωή, είναι μια διαρκής και υπέροχη πορεία.

Είναι πορεία υπέροχη, διότι είναι πορεία προς την τελειότητα. Ό ατελής άν­θρωπος, ό αδύνατος και εμπαθής, αυτός πού από τότε πού έπεσε στην αμαρτία, κυριαρχείται από τη ροπή προς το κα­κό, μπορεί όμως να αλλάξει κατεύθυνση. Μπορεί να πορευθεί αντίθετα, να υπερνικήσει τη δύναμη τού κακού πού κυριαρ­χεί μέσα του, να ξεπεράσει τις αδυναμίες του, να κατανικήσει τα πάθη της ψυχής και να γίνει άνθρωπος ενάρετος, φωτεινός, άγιος, όπως τον θέλει ό Θεός, όπως βα­θύτερα το επιθυμεί και ό ίδιος.

Με το βάπτισμά του μέσα στην κολυμβήθρα της Εκκλησίας ό άνθρωπος άναγεννάται πνευματικά και αναδεικνύεται καινή κτίση, νέα δημιουργία. Υφίσταται μια ριζική και βαθιά μεταβολή και εισέρχε­ται πλέον στην οδό του αγιασμού. Βέβαια και μετά το Βάπτισμά παραμένει ή επιθυ­μία της αμαρτίας, αλλά δεν είναι πια ακατανίκητη. Με τη χάρη τού Θεού, πού απο­λαμβάνει πλούσια ό πιστός με την είσο­δό του στην Εκκλησία, και με το δικό του αγώνα, μπορεί να προοδεύει συνεχώς, να ξεπερνά την ασθένεια του και να φθάσει τελικά στην κατάσταση της πλήρους υγείας.

Ό άπόστολος Παύλος παρομοιά­ζει τη διαρκή πορεία τού πιστού από τα χαμηλά και στοιχειώδη προς τα ανώτερα και πνευματικά, με τη δι­αρκή αύξηση τού ανθρώπου και την πορεία του από την κατάσταση του νηπίου στην κατάσταση του ώριμου ανδρός. Ό κάθε πιστός πρέπει να προχωρεί στην πνευματική ζωή και να προοδεύει, μέχρι να φθάσει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ήλικίας τού πληρώματος τού Χριστού». Πρέπει δηλαδή να αποκτήσει το μέτρο της πνευματικής ώριμότητος κατά την ό­ποια θα έχει πλήρεις τις δωρεές και την πνευματική τελειότητα του Χριστού (Εφ. δ' 13).

Μπορεί στην αρχή της πνευματικής του πορείας ό χριστιανός να δυσκολεύ­εται, όταν π.χ. αντιμετωπίζει μια αδι­κία. Να γεννιούνται μέσα του διαθέσεις εκδικήσεως και ανταποδόσεως. Ό πα­λαιός μάλιστα άνθρωπος της αμαρτίας ζητεί να ανταποδώσει περισσότερα απ’ όσα υπέφερε, για να δείξει έτσι τον εγω­ισμό και τη δύναμή του. Παλεύει λοιπόν ό άνθρωπος πού ανήκει στο Χριστό, να μην ανταποδώσει ούτε περισσότερα ούτε τα ίσα. Παλεύει να μην ανταποδώσει καθόλου. Είναι νίκη αυτό. Αλλά όχι ή μεγαλύτερη. Μπορεί και κάτι ανώτερο να γίνει. Να συγχωρήσει ό άνθρω­πος, να ξεχάσει το κακό πού τού έγινε, την αδικία τού πλησίον. Και ακόμη πε­ρισσότερο: όχι μόνο να μην ανταποδώσει· ούτε απλώς να συγχωρήσει· αλλά και να αγαπήσει, και επιπλέον να δείξει έμπρακτα την αγάπη του, να ευεργετήσει, να ανταποδώσει καλό αντί του κα­κού πού υπέστη. Αυτό δεν έκανε ό Κύ­ριος; Την αποδοκιμασία των ανθρώπων δεν την αντιμετώπισε με ανοχή; Στις ύβρεις δεν στάθηκε με σιωπή; Στην κακία δεν απήντησε με αγάπη; Με τον Σταυρό δεν μάς οδήγησε στη σωτηρία;

Ναι! Μπορεί ό ατελής άνθρωπος με τη χάρη του Θεού να αγωνίζεται, να προ­οδεύει, να ομοιάζει με τον Θεό!

Ό άπόστολος Παύλος παρουσιάζει τον εαυτό του σαν έναν ακαταπόνητο δρομέα στο δρόμο της ζωής και της άγι­ας αποστολής του, έναν ακούραστο αναζητητή του βραβείου της άνω κλήσεως, πού δεν σκέπτεται τί έχει ήδη κα­τορθώσει, αλλά τον απασχολεί ό δρό­μος πού μένει ακόμη μπροστά του. Είναι «τα μέν όπίσω έπιλανθανόμενος τοις δέ έμπροσθεν έπεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ' 14).

Πορεία υπέροχη και διαρκής! Πού είναι υπέροχη και διότι είναι διαρκής. ’Όχι μόνο διότι ανεβαίνεις, αλλά διότι ανεβαίνεις συνέχεια. Ανεβαίνεις από κο­ρυφή σε κορυφή. Από το ένα μεγαλείο στο επόμενο. Από τη μια αρετή στην άλλη, σε περισσότερη αρετή. Και γίνε­σαι άνθρωπος, όλο και πιο αληθινός άνθρωπος. Πλησιάζεις τον Θεό, όλο και περισσότερο Τον πλησιάζεις και γίνε­σαι θεός και εσύ, ένας μικρός θεός, ένας θεός κατά χάριν.

Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου. Αυτός είναι ό σκοπός της επί Γής ζωής του, της πορείας του σ’ αυτόν τον κό­σμο, πού είναι πορεία υπέροχη και δι­αρκής, ή οποία καταλήγει στη Βασιλεία του Θεού, στην άληκτη και απερίγραπτη χαρά της αίωνιότητος. (Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

«ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ»

Ακούμε συχνά τη δυσάρεστη δήλωση, πού εκφέρεται συν­ήθως και με κάποια άποτομία: «Δεν αντέχω άλλο. Δεν πάει άλλο! Έφθασα στα όριά μου. Στα­ματώ τόν αγώνα μου».

Ένας ασθενής, πού υποφέρει και τα­λαιπωρείται από τις δυσάρεστες συν­έπειες τής αρρώστιας του, μπορεί νά πει τέτοιους ή παρόμοιους λόγους. Ένας άνθρωπος πού αδικείται, πού συκοφαν­τείται ή αντιμετωπίζει μία αδικαιολόγη­τη πολεμική από τούς συνανθρώπους του. Ένας βιοπαλαιστής, πού αντιμετω­πίζει οικονομικές δυσκολίες και αγωνί­ζεται με τό μεροκάματο του νά ζήσει τήν οικογένεια. Μία πολύτεκνη μητέρα, πού παλεύει όλη μέρα, και όλη τη νύχτα συχνά, νά μεγαλώσει τα παιδιά της, νά υπηρετήσει τις ποικίλες ανάγκες τους, νά υπομείνει τα πείσματα τους, νά δι­ορθώνει τα λάθη τους. Ένας νέος, πού πολεμάει σκληρά με τόν ασυνθηκολόγητο εχθρό διάβολο, με τήν αμαρτωλή νοοτροπία του σύγχρονου κόσμου, με τις προσωπικές του εμπάθειες και αδυ­ναμίες, προκειμένου νά διατηρήσει τήν αγνότητα και καθαρότητα του και νά μείνει σταθερός στην πίστη του. Κουράζεται κάποτε ο άνθρωπος, εξαντλούνται οι δυνάμεις, απογοητεύεται ή ψυχή και βγαίνει αυθόρμητα ο γεμάτος απογοήτευση και πικρία λόγος: «Δεν αντέχω άλλο». Και όσο τό λέει κανείς, τόσο τό πιστεύει. Και όσο τό πιστεύει, τόσο παραλύουν οι δυνάμεις και παύει ο αγώνας.

Στις δύσκολες αυτές ώρες, πού αι­σθανόμαστε τις δυνάμεις μας νά μάς εγκαταλείπουν και λυγίζει ή ψυχή μας, ας σταθούμε με ψυχραιμία και ας σκε­φθούμε με νηφαλιότητα.

Έχει πολλές δυνάμεις ο άνθρωπος, πού δεν τις δίνει όλες στον αγώνα τής ζωής του. Είναι δυνάμεις σωματικές και δυνάμεις ψυχικές, πού παραμένουν κρυμμένες μέσα του και αναξιοποίητες. Ό καθένας μας έχει αποθέματα, εφεδρεί­ες αντοχής, πού δεν τις γνωρίζει, διότι μένουν άνενέργητες, μέχρι τότε πού κά­τι έκτακτο θα συμβεί και κάποιος ειδι­κός λόγος θα προκαλέσει τήν εμφάνιση τους και τήν ενεργό δράση τους στη ζωή μας.

Ασφαλώς σ' όλους μας κάποτε θα έ­χει συμβεί, κάποια στιγμή πού νιώθαμε τελείως εξαντλημένοι, νά παρουσιάσθη­κε ένα έκτακτο γεγονός πού μάς κράτη­σε άγρυπνους γιά πολλές ακόμη ώρες, μάλιστα με έντονη δράση και επίμονες προσπάθειες γιά τήν αντιμετώπιση του. Και απορούμε τότε: Πώς άντεξα; Πώς δεν κατέρρευσα κάτω από τόν πολύ ε­πιπλέον κόπο; Πού βρήκα τη δύναμη και πάλεψα τότε, με τόσο αντίξοες συν­θήκες και έδωσε ο Θεός και τα κατά­φερα;

Μάλιστα, έδωσε ο Θεός. Έδωσε απο­θέματα πολλών δυνάμεων στον άνθρω­πο. Και αντέχει ο άνθρωπος. Γι' αυτό και ενώ ίσως πολλές φορές στο παρελθόν είπαμε τόν δυσάρεστο λόγο: «Δεν αντέ­χω άλλο», όμως αντέξαμε και αντέχου­με ακόμη. Και θ' αντέξουμε και στη συνέ­χεια. Πολλές φορές πάλι ακούμε γιά τις περιπέτειες πού πέρασαν κάποιοι συν­άνθρωποι μας και λέμε με φόβο: «Εγώ δεν θ' άντεχα στη θέση τους». Όταν ό­μως ήλθαν στη ζωή μας περιστάσεις δυσκολότερες ίσως απ’ αυτές, αντέξα­με. Διότι δίνει δύναμη ο Θεός.

Λέει ο απόστολος Παύλος, απευθυ­νόμενος προς τούς Χριστιανούς τής Κορίνθου, ότι ο Θεός «ούκ έάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ό δύνασθε, άλλά ποι­ήσει σύν τω πειρασμώ και τήν έκβασιν του δύνασθαι υμάς ύπενεγκείν» (Α' Κορ. Γ 13). Ό πανάγαθος και φιλάνθρωπος Πατέρας, ο Κύριος και Θεός μας, γνω­ρίζει τις αντοχές μας και γι' αυτό επι­τρέπει δοκιμασίες όχι μεγαλύτερες από τις δυνάμεις μας άλλά ανάλογες πάντο­τε προς τις αντοχές μας. Και όταν επι­τρέπει κάποιο πειρασμό, δίνει και τη δύναμη νά τόν σηκώσουμε. Και τό κά­νει αυτό γιά ν' αυξήσει τη δύναμη μας, ώστε νά αγωνισθούμε περισσότερο και νά αμειφθούμε τελικά με μεγαλύτερες αμοιβές. Δεν επιτρέπει συνεπώς τούς πειρασμούς γιά νά ταλαιπωρούμαστε χωρίς λόγο. Άλλά γιά νά δυναμώνου­με και προοδεύουμε. Είναι κοντά μας και με τό στοργικό του βλέμμα παρακο­λουθεί τόν αγώνα μας και ενισχύει με τήν παντοδύναμη Χάρη του κάθε καλή προσπάθεια μας.

Φαίνεται ότι ο θεόπνευστος αποστο­λικός λόγος απευθύνεται ειδικά σ' αυ­τούς πού είναι έτοιμοι νά καταθέσουν τα όπλα και νά παρατήσουν τη μάχη λέ­γοντας, «δεν αντέχω άλλο». Τό πόσο αντέχεις δεν τό γνωρίζεις εσύ. Τό γνωρί­ζει άλλος. Και Εκείνος, αν πράγματι δεν αντέχεις άλλο, θα πάρει τη δοκιμασία και θα ανακουφισθείς. Αν όμως δεν ση­κώνει ακόμη τόν πειρασμό, αυτό θα πει ότι αντέχεις ακόμη, με τη βοήθεια τής παντοδύναμης Χάρης του, και πρέπει νά παλέψεις, και νά παλέψεις με προθυ­μία και ενθουσιασμό. Θα βγεις τότε νι­κητής και δυναμωμένος πολύ από τήν πάλη σου, θα στεφανωθείς γιά τη νίκη σου. Και θα δοξάσεις τόν Θεό πιο πολύ γιά τούς μεγάλους πειρασμούς τής ζωής σου, μέσα από τούς οποίους ή πάνσοφη πρόνοια του και ή άπειρη αγάπη του δυνάμωνε τήν ψυχή σου και εργαζόταν τη σωτηρία σου.

Αντέχεις, αδελφέ μου. Αντέχεις. Μη φο­βάσαι και δειλιάζεις στις δυσκολίες του αγώνα σου. Μην τις αντιμετωπίζεις α­ναμετρώντας μόνο τις δικές σου δυνά­μεις. Μην ακούς τόν διάβολο, πού πάν­τοτε ζητεί ν' αποθαρρύνει τήν ψυχή, νά παραλύσει τις δυνάμεις της, γιά νά σταματήσει τόν αγώνα. Άκουσε τόν πα­ρήγορο και ενισχυτικό λόγο του Θεού πού λέει γιά τόν πιστό άνθρωπο: «μετ' αυτού ειμί έν θλίψει» (Ψαλ. ζ [90] 15). Και πάρε τήν απόφαση ν' αγωνίζεσαι ανυποχώρητος πάντοτε, με τήν πεποί­θηση ότι τα πάντα μπορείς και πάντοτε αντέχεις με τη δύναμη πού σου δίνει ή κοινωνία με τόν Χριστό, ο Όποιος ενι­σχύει και βοηθεί κάθε αφοσιωμένο δού­λο του, πού με πίστη και ταπείνωση ζη­τεί τη βοήθεια του, τη λαμβάνει πλούσια και νικητής με έκπληξη ομολογεί: Τα πάντα αντέχω και μπορώ με τη δύνα­μη του Χριστού, πού με ενισχύει· «πάντα ισχύω έν τω ένδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλιπ. δ'13). (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")