ΥΠΟΜΟΝΗ-ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ

Καθημερινός ηρωισμός

Για να φθάση ό άνθρωπος στην κορυφή, πού λέ­γεται συγχώρηση, πρέπει να πέραση από την αρετή της μακροθυμίας και της ανοχής. «Άνεχόμενοι αλλήλων έν αγάπη» (Έφεσ. δ' 2), τονίζει ό από­στολος Παύλος στους Χριστιανούς της Εφέσου. Και υπήρξαν οι μεγάλες εκείνες ψυχές, οι μεγάλοι άγιοι, πού έδειξαν σπάνια ανοχή και υπομονή σε συκοφάντες και διώκτες τους. 'Αλλά και στην επο­χή μας υπάρχουν κήρυκες του Θεού, μα και απλοί πιστοί, πού ακολουθούν αυτό το μονοπάτι.

Ένας διάσημος ιεραπόστολος κήρυττε σε μεγάλη σύναξη ειδωλολατρών. Κάποιος ειδωλο­λάτρης προσποιήθηκε ότι θέλει κάτι να του πή. Ό ιεροκήρυκας έσκυψε καταδεκτικά το κεφάλι του και ό αυθάδης εκείνος τον έφτυσε στο πρόσωπο μπροστά σ’ όλους. Ό ιεραπόστολος με μεγάλη ψυχραιμία, σα να μη συνέβη τίποτα, έβγαλε το μαντήλι του, σκουπίσθηκε και εξακολούθησε το κήρυγμα. Ανάμεσα στους ακροατές του ήταν και ό ειδωλολάτρης διοικητής της πόλεως, πού μόλις είδε τη στάση του είπε: Μία θρησκεία πού εμπνέει στους ανθρώπους τέτοια υπομονή δεν μπορεί παρά να είναι ή αληθινή θρησκεία.

Χωρίς βέβαια να παύσουμε ν' αντικρίζουμε τέτοιες κορυφές, θα πρέπει ν' αρχίσουμε να δείχνουμε την υπομονή μας, την ανοχή μας, σε πολύ μικρότερα θέματα, σε θέματα της καθημε­ρινής ζωής. Ή ανοχή δεν είναι μια αρετή πού θα παρουσιάσουμε μια-δυό φορές στη διάρκεια της ζωής μας. Είναι αρετή πού ίσως και κάθε μέρα θα πρέπη να δείχνουμε. Και πιθανώς καμιά φορά ή καθημερινή εξάσκηση κάποιας αρετής είναι πιο δύσκολο πράγμα από την εφαρμογή μιας αρετής σε κάποια έκτακτη περίπτωση της ζωής μας. Είναι ό καθημερινός ηρωισμός!

Ό Φίλιππος ό Β', βασιλιάς της Ισπανίας, αφού αγρύπνησε πολλές ώρες τη νύχτα γράφοντας ένα γράμμα, το έδωσε στον γραμματέα του για να το σφράγιση και να το στείλη. 'Αλλ' εκείνος, ξαγρυ­πνημένος καθώς ήταν, αντί να χρησιμοποίηση το άμμοδοχείο, πήρε κατά λάθος το μελανοδοχείο και το αναποδογύρισε στο γράμμα. Έμεινε αποσβο­λωμένος περιμένοντας την αντίδραση του βασιλιά. 'Αλλ' ό υπομονετικός Φίλιππος, χωρίς διόλου ν' άνησυχήση, είπε στον γραμματέα του: Το κακό δεν είναι ανεπανόρθωτο. Έχουμε κι άλλα φύλλα χαρτιού. Και ξανάγραψε το γράμμα.

Μία τέτοια διαγωγή στο σπίτι, ανάμεσα στους συζύγους, μεταξύ των παιδιών, στην κοινωνία, στις σχέσεις των συναδέλφων, στηρίζεται στη βασική ευαγγελική αλήθεια: «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν ύμίν οι άνθρωποι, καί υμείς ποιείτε αύτοίς ομοί­ως» (Λουκ. στ' 31). Τότε μόνο ό άνθρωπος θα προσπαθή ν' άντικρίζη με υπομονή τις αδυναμίες και τα ελαττώματα των άλλων, όποια κι αν είναι αυτά, όταν άναγνωρίζη ότι έχει πολλά ελαττώματα, πού πρέπει να τα υπομείνουν οι άλλοι. Αν θέλης να σε υπομένουν οι άλλοι, πρέπει κι εσύ ν' ανέχεσαι τούς άλλους. Και είναι ασφαλώς πολλές οι περιπτώσεις πού καλούνται οι άλλοι να ασκηθούν στο δύσκολο αυτό άθλημα της υπομονής για χάρη σου. Είναι αδύνατον να ύπαρξη ειρηνική συμβίωση, αδύνατον να δημιουργηθή ατμόσφαιρα χαράς και ψυχικής ανέσεως, ιδιαίτερα μέσα στην οικογένεια, χωρίς την επιείκεια και την ανοχή στη συμπεριφορά.

Ό απόστολος Παύλος, ό βαθύς αυτός ανα­τόμος της ανθρώπινης ψυχής, για να προλάβη τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις, πού τινάζουν στον αέρα τόσα ευτυχισμένα, μέχρι προ ολίγου σπιτικά, τονίζει «όφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα άσθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. ιε' 1). Αντιμετώπισε δηλαδή τις δυσκολίες του χαρακτήρα και τις αδυναμίες, πού παρουσιάζει ό σύζυγος σου, ό γείτονας σου, ό φίλος σου, ό συνάδελφος σου με καλοσύνη και αγάπη. Και προ­σπάθησε να τον βοηθήσης να καταλάβη και εκείνος ότι πρέπει να έργασθή για τη διόρθωση του, για το καλό του, για την ειρηνική συμβίωση. Αφού άλλωστε και αυτός σε άλλες ίσως περιπτώσεις θα κληθή να σε βοηθήση και να σε άνεχθη.

Δεν αρκεί όμως να ύποφέρης τούς άλλους για να σε άνέχωνται κι εκείνοι. Ή πιο ψηλή βαθμίδα της αρετής ζητάει από τον πιστό να ύπομένη τούς άλλους, κινούμενος από αγάπη. Άς ξανα­θυμηθούμε τον μεγάλο Απόστολο των Εθνών. «Άνεχόμενοι αλλήλων έν αγάπη* Ή αγάπη χα­ρίζει τη δύναμη της μακροθυμίας, της υπομονής, της έγκαρτερήσεως μπροστά στις ελλείψεις των άλλων ή στις βλάβες πού μας προξενούν από απροσεξία, πολλές φορές χωρίς να το θέλουν. «Ή αγάπη πάντα υπομένει» (Α Κορ. ιγ’ 7). Ή αγάπη είναι ή βασίλισσα των αρετών, «πίοτις, έλπίς, αγάπη» και «μείζων τούτων ή αγάπη». Κανείς δεν κατέχει την πραγματική υπομονή, αν δεν ζή μέσα στην αγάπη.(Από την "ΖΩΗ")

ΑΝΟΧΗ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΑΡΕΤΗ

Δεν τον αντέχω άλλο. Είναι απαράδεκτο

ς. Κάθε φορά τα ίδια κάνει. Ξεχείλισε πια το ποτήρι της οργής μου». Πό­σες φορές αλήθεια δεν μάς ήλθαν αυ­τά ή παρόμοια λόγια στο στόμα και δεν αισθανθήκαμε τέτοια συναισθήμα­τα εξαιτίας της συμπεριφοράς κάποιου απέναντι μας; Πόσες φορές δεν ξεσπά­σαμε αγανακτισμένοι, παίρνοντας την απόφαση να δώσουμε ένα δυναμικό τέλος σ' ό,τι μάς δημιουργούσε πρό­βλημα και αγανάκτηση, στον τρόπο με τον οποίο κάποιος φερόταν απέναντι μας; Αλλά και πόσες φορές δεν διαι­σθανθήκαμε ότι θα έπρεπε να επιδεί­ξουμε ανοχή στην αδυναμία και τον χαρακτήρα του άλλου;

Αλλά τί είναι πραγματικά και ουσια­στικά ή ανοχή; Αδυναμία χαρακτήρος, ίσως σπεύσουν να πουν επιπόλαια κά­ποιοι. Ηττοπάθεια, άλλοι. Αδιαφορία, κάποιοι πού το βλέπουν λίγο διαφορε­τικά. Για τον πιστό Χριστιανό όμως δεν είναι τίποτε απ' όλα αυτά. Είναι αρε­τή. Αρετή ευλογημένη, χαριτωμένη, θε­όσδοτη και κατορθωτή με αγώνα και προσπάθεια.

Χαρακτήρες και χαρακτήρες γύρω μας. Άνθρωποι με αδυναμίες, με ελατ­τώματα μικρά και μεγάλα. Με πάθη και συνήθειες φοβερές και αποκρου­στικές. Κι όλοι αυτοί, είτε το θέλουμε είτε όχι, κάποια στιγμή γίνονται οι συν­άνθρωποι μας. Οι άνθρωποι με τούς όποιους συμβιώνουμε, πού συνεργα­ζόμαστε, πού επικοινωνούμε, πού ερ­χόμαστε για διάφορους λόγους, κά­ποτε χωρίς να εξαρτάται από μάς, πο­λύ κοντά τους. Και είναι τότε πού εξα­κριβώνουμε και συνειδητοποιούμε ότι κάτι μάς ενοχλεί πολύ στον χαρακτήρα τους, στη συμπεριφορά τους, στη φρασιολογία τους, στα ενδιαφέροντα τους. Αλλά και ακριβώς τότε είναι πού κα­λούμαστε να φανούμε ανεκτικοί. Να δείξουμε ανοχή σ' αυτόν πού μάς εν­οχλεί. Να φανερώσουμε δηλαδή ψυ­χική δύναμη, με την οποία χωρίς εξω­τερική ή εσωτερική ταραχή να αντι­μετωπίσουμε τα ελαττώματα, την αδυ­ναμία, την κουραστική ή προκλητική συμπεριφορά τους. Αυτή είναι ή αρετή της ανεκτικότητας.

Μια αρετή πού, άν εμβαθύνουμε λί­γο περισσότερο, θα δούμε να κρύβει αγάπη μέσα της. Να κρύβει υπομονή. Να κρύβει ταπείνωση, μακροθυμία και ελπίδα. Μια αρετή θεοδίδακτη, αφού ό Ίδιος ό Κύριος μας τη δίδαξε μέσα από τη δική του ανεκτική συμπεριφο­ρά. Όταν αντιμετώπισε με ανοχή τούς χαρακτήρες και τις παλινδρομήσεις της συμπεριφοράς των μαθητών του. Όταν ανέχθηκε την αχαριστία, τη συκοφαν­τία, την ολιγοπιστία, τον φθόνο και το μίσος πού έφθασε έως τη θανάτωση του. «Λοιδορούμενος ούκ άντελοιδόρει, πάσχων ούκ ήπείλει, παρεδίδου δέ τω κρίνοντι δικαίως» γεμάτος αγάπη και ανοχή καρδίας (Α' Πέτρ. β' 23). Όταν τόσες φορές ανέχθηκε και ανέχεται και τις δικές μας παραβάσεις και πτώσεις. Αυτή τη συμπεριφορά καλούμαστε να μιμηθούμε κι εμείς. Να παραδεχθούμε και να αποδεχθούμε τούς άλλους όπως είναι. Με τα χαρίσματα και τις ελλείψεις του τον καθένα. Να μένουμε πάντα στα καλά των άλλων και να παραβλέπουμε τα αρνητικά τους. Κι όταν οι ελλείψεις τους μας ερεθίζουν, ας θυμόμαστε τις δι­κές μας αδυναμίες, τα δικά μας ελαττώ­ματα, και να συνειδητοποιούμε έτσι ότι κι εμείς ομοιοπαθείς άνθρωποι είμαστε. Γιατί τελικά την έχουμε ανάγκη αυτήν την ανεκτική συμπεριφορά του άλλου. Χωρίς αυτήν θα κυριαρχούν συνεχώς στη ζωή μας οι εκνευρισμοί, οι τσακω­μοί, οι έχθρες και οι αντιπαλότητες. Θα μένουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας, γιατί δεν θα μπορούμε να ανεχθούμε το παραμικρό στον διπλανό μας.

Γι' αυτό και ό απόστολος Παύλος γράφει στους Έφεσίους να είναι «άνε-χόμενοι αλλήλων έν αγάπη» (Εφ. δ' 2). Δηλαδή να άνέχεσθε ό ένας τα ελαττώματα του άλλου χρησιμοποιών­τας ως μέσο την αγάπη. Την αγάπη αυτήν πού τόσο δυσεύρετη είναι στις μέρες μας, γι' αυτό και απουσιάζει ή ανοχή και ή μεγαλοκαρδία.

Την αγάπη, τον Χριστό δηλαδή, ας παρακαλέσουμε να μας δώσει τη δύ­ναμη και τη χάρη, ώστε να επιτύχουμε την ειρηνοποιό ανοχή και καρτερία στη ζωή μας, πού ποτέ της δεν γίνε­ται αθέτηση του νόμου του Θεού αλλά πιστή τήρηση του. ■(Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

Δεν αντέχω άλλες παρατηρήσεις! Σταματήστε πια όλη την ώρα»! Τέτοια και παρόμοια παράπονα ακούμε συχνά από μικρούς και μεγάλους, παιδιά και γονείς, συγγενείς, συνεργάτες και φίλους. Και είναι αλήθεια πώς στην εποχή μας οι κουρασμένοι άνθρωποι δύσκολα δέχονται κάποιον έλεγχο, μια υπόδειξη, μια συμβουλή. Και όταν μάλιστα οι υποδείξεις αυτές γίνονται σε ώρα ακατάλληλη και με τρόπο εριστικό, αψυχολόγητο η ηγεμονικό, τότε γίνονται όχι αφορμή διορθώσεως άλλα ψυχρότητος η έχθρότητος. Δεν θέλουμε οι άνθρωποι παρατηρή­σεις. Μας στοιχίζουν. Μας ενοχλούν. Μας απογοητεύουν. Για πολλούς λό­γους. Πρώτα διότι έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Νομίζουμε ότι εμείς ξέρουμε καλύτερα. Έπειτα διότι κατα­νοούμε ότι όσοι μας κάνουν παρατηρή­σεις έχουν κι αυτοί τα ίδια ελαττώματα με μας. «Αυτός θα μου πει τί να κάνω; ’Άς δει καλύτερα τα δικά του». Άλλοτε πάλι δεν θέλουμε να ακούσουμε μια παρατήρηση, διότι θεωρούμε ότι χά­νουμε την αξιοπρέπεια μας κι ανοίγουμε δρόμους κυριαρχίας των άλλων πά­νω μας. «Πόσο θα κρατήσει αυτό;» λέ­με. «Άν υποχωρώ στις υποδείξεις του, θα χάσω την έλευθερία μου, θα χάσω το κύρος μου».

Και δυστυχώς είναι πολλοί αυτοί πού τούς αρέσει να ασχολούνται διαρκώς με τούς άλλους και να κάνουν παρα­τηρήσεις. Ψάχνουν διαρκώς στους άλλους να βρουν ελαττώματα. Και τούς περιμένουν «στη γωνία», να δουν πό­τε θα κάνουν κάποιο λάθος για να τούς κτυπήσουν αλύπητα· ενώ εάν έκαναν οι ίδιοι κάτι αντίστοιχο, θα το αμνήστευαν πολύ εύκολα.

Τέτοιοι άνθρωποι όμως δεν έχουν το δικαίωμα να γίνονται δάσκαλοι των άλλων. Έχουν χρέος να διορθώσουν πρώτα τα δικά τους λάθη. Αυτό άλ­λωστε μας δίδαξε και ό Κύριος λέγον­τας: «Γιατί βλέπεις το ξυλαράκι πού εί­ναι στο μάτι του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι πού είναι στο μάτι σου δεν το καταλαβαίνεις; Με ποιο θάρρος μπορείς να πεις στον αδελφό σου: «Αδελ­φέ, άφησε με να βγάλω το ξυλαράκι πού είναι στο μάτι σου», ενώ εσύ ό ί­διος δεν βλέπεις το δοκάρι πού είναι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το μάτι σου. Και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το ξυλαράκι πού είναι στο μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. ς' 41-42). Όποιος λοιπόν τολμά να κάνει μια παρατήρη­ση στον αδελφό του πρέπει πρώτα ό ίδιος να καταπολεμά τα δικά του λάθη.

Έπειτα, για να κάνει κάποιος υποδείξεις στους άλλους, πρέπει να έχει ό ί­διος προοδεύσει στην πνευματική ζωή, να έχει διάκριση και φωτισμό Θεού. Δι­ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Κά­θε άνθρωπος έχει διαφορετική κληρο­νομικότητα, διαφορετικό χαρακτήρα, διαφορετική αγωγή και συνήθειες, πού κάποτε τείνουν να γίνουν ένα με τη φύ­ση του. Και δεν αντέχουν όλοι το ίδιο στις παρατηρήσεις.

Έπειτα δεν είναι όλα τα θέματα τέ­τοια πού μπορούν να διορθωθούν με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Αυτό ακριβώς τονίζει και ό άγιος Ιωάν­νης ό Δαμασκηνός λέγοντας: «Ού πάν τραυμα τη αύτή έμπλάστρω θεραπεύε­ται». Κάθε τραύμα δεν θεραπεύεται με το ίδιο έμπλαστρο, με το ίδιο φάρμακο, με την ίδια αγωγή.

Πώς λοιπόν πρέπει να γίνονται οι υποδείξεις;

Πρώτα απ’ όλα οι παρατηρήσεις δεν πρέπει να γίνονται μπροστά σε τρί­τους. Διότι ό άλλος συνήθως γίνεται θηρίο. Όποιος λοιπόν ελέγχει μπροστά σε άλλους κάποιον πού αμάρτησε, αυτός δεν κινείται ίσως από αγάπη και Πνεύμα Θεού. Γι’ αυτό και ό Κύριός μας συμβουλεύει: «Εάν άμαρτήση εις σε ό άδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αύτον μεταξύ σου και αύτου μόνου... εάν δέ μή άκούση, παράλαβε μετα σου έτι ένα η δύο» (Ματθ. ιη' 15, 16). Διό­τι το πνεύμα της Εκκλησίας δεν είναι πνεύμα εξοντώσεως άλλα άγάπης και καταλλαγής, άνεκτικότητος, οικοδομής και συγχωρήσεως.

Ιδιαιτέρως λοιπόν και με πνεύμα άγάπης και ταπεινώσεως πρέπει να γίνον­ται οι υποδείξεις. Επιπλέον αυτός πού έχει ταπείνωση δεν κάνει εύκολα το δά­σκαλο. Ξέρει να ακούει, κι όταν του ζη­τηθεί ή γνώμη, μιλάει ταπεινά, με αγάπη. Αντίθετα όταν κάποιος κάνει μια παρατήρηση χωρίς ταπεινό φρόνημα, τότε δεν κινείται από πνευματικό ενδιαφέρον και δημιουργεί μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ αυτό πού επιδιώκει να λύσει· εξαγριώνει τον άλλον. Ίσως βέ­βαια ό φταίχτης να καταλαβαίνει ότι έχει άδικο. Δεν θέλει όμως να το παραδεχτεί. Αντίθετα όταν κάποιος κάνει μία παρατήρηση με αγάπη και με πό­νο, ό άλλος το καταλαβαίνει. Κι ενώ μπορεί να μην κατανοεί το περιεχόμενο μιας συμβουλής, μόνο και μόνο επειδή αύτη γίνεται με αγάπη και ταπείνωση, τη δέχεται.

Όποιος λοιπόν κάνει υποδείξεις στους άλλους, πρέπει να τις κάνει πάντοτε με διάκριση και πραότητα. Όχι για να προσβάλει, να ταπεινώσει, να εξευτελίσει. Άλλα για να ωφελήσει. Γι’ αυτό μι­λάει με συγκατάβαση και λεπτότητα, με επιείκεια και χάρη Θεού. Πρώτα επαινεί, ενθαρρύνει, και μετά συμβουλεύει. Ό ταπεινός άνθρωπος διορθώνει χω­ρίς να πληγώνει, ωφέλει χωρίς να αναστατώνει. Δεν εξοντώνει τον άλλον. Άλλα τον οικοδομεί με γλυκύτητα, τον οδηγεί σε αύτοσυναίσθηση, τον φιλοτιμεί σε διόρθωση. (Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ