ΠΟΝΗΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

ΕΠΛΑΣΕ ΠΟΝΗΡΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ Ο ΘΕΟΣ;

Οι Φαρισαίοι ήθελαν κάποτε νά στήσουν παγίδα στόν Χριστό. Συσκέφθηκαν, αντάλλαξαν απόψεις και αποφάσισαν νά Τον παγιδεύσουν μέ λόγο. Έστειλαν δασκαλεμένους ανθρώπους νά Του κάνουν πονηρή ερώτηση, γιά νά μήν μπορεί νά απαντήσει ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Διδάσκαλε, Του είπαν, γνωρίζουμε ότι λές την αλήθεια και διδάσκεις αληθινά τό θέλημα του Θεού και δέν φοβάσαι κανένα, γιατί δέν υπολογίζεις σέ πρόσωπα. Πές μας λοιπόν, τί γνώμη έχεις; Επιτρέπεται νά δίνουμε κεφαλικό φόρο στόν Καίσαρα ή όχι;

Αν ό Χριστός έδινε θετική απάντηση στο ερώτημα τους, θά υποκινούσαν εναντίον του τά πλήθη του όχλου. Διότι οί υποτελείς Ιουδαίοι είχαν γονατίσει από τήν υπερβολική φορολογία πού πλήρωναν και δέν ήθελαν ούτε νά ακούσουν γιά φόρους στόν αυτοκράτορα. Άν ό Χριστός έδινε αρνητική απάντηση στό ερώτημα τους, θά Τόν παρέδιδαν στόν ηγεμόνα μέ τή βαριά κατηγορία ότι συμβουλεύει τόν λαό νά επαναστατήσει. Ό παντογνώστης Κύριος κατάλαβε τήν πανουργία πού έκρυβε ή καλοστημένη παγίδα τους και τούς απάντησε: Γιατί μέ πειράζετε, υποκριτές; «Γνούς... τήν πονηρία αυτών είπε- τί με πειράζετε, ύποκριταί:» (Μστθ. κβ' 18).

Αλλά γιατί παρουσίαζαν πονηρία και πανουργία οί Φαρισαίοι; Έπλασε πονηρούς ανθρώπους ό Θεός;

Δέν έπλασε πονηρούς ανθρώπους ό Θεός. Ό Θεός τά έκανε όλα «καλά λίαν». Μάς έπλασε χωρίς κανένα ψεγάδι.

Τότε γιατί συμπεριφέρεται μέ πονηριά ό άνθρωπος;

Ό άνθρωπος στόν Παράδεισο πριν άπό τήν πτώση δεν ήταν πονηρός. Άρχισε νά πονηρεύει μετά άπό τό προπατορικό αμάρτημα άπό δική του υπαιτιότητα. Δέν προσέχει, συγκατατίθεται στό κακό, αποκτά πείρα του κακού και πονηρεύει η προαίρεση του.

Κατ' εξοχήν πονηρός είναι ό διάβολος. Άλλά και ό διάβολος δέν ήταν έξ αρχής πονηρός. Ήταν αγαθός άγγελος, και μάλιστα αρχηγός αγγελικού τάγματος, και ονομαζόταν Εωσφόρος. Μέ τή δική του ελεύθερη θέληση ύπερηφανεύθηκε. Κι άπό τότε πονήρεψε τόσο πολύ πού έγινε ή προσωποποίηση της πονηρίας, ό κατ' εξοχήν πονηρός.

Τό ίδιο και ό άνθρωπος άπό τή φύση του δεν είναι πονηρός. Πονηρός γίνεται μέ τήν ελεύθερη θέληση του. Όσο πιο πολύ εξομοιώνεται μέ τόν διάβολο, τόσο πιο πολύ πονηρεύει. Γίνεται κακοήθης, ανειλικρινής, πανούργος. Μελετάει πονηρά εναντίον των συνανθρώπων του: πώς θά τούς αδικήσει, πώς θά τούς ζημιώσει, πώς θά τούς υποσκελίσει, πώς θά τούς παραγκωνίσει, πώς θά τούς βλάψει, και τά όμοια.

Ό ιερός Χρυσόστομος μάς παρακινεί νά εξετάζουμε τόν εαυτό μας μέ τί αισθήματα συμπεριφερόμαστε στους αδελφούς: «εί μετά δόλου και πονηρός γνώμης πρός τόν άδελφόν διελέχθης, εί διά τού στόματος αυτόν έπαινών και της γλώττης, κατά διάνοιαν έκάκωσας και έφθόνησας αύτώ».

Πόσο θαυμάσια είναι ή παρατήρηση του Χρυσορρήμονος! Όταν ό άνθρωπος πονηρεύει, μπορεί κατά τό φαινόμενο νά συνομιλεί μέ τόν αδελφό του εγκάρδια και φιλικά, άλλά στήν καρδιά του υπάρχει κακία και δόλος! Μπορεί μέ τά λόγια νά επαινεί τόν συνάδελφο του, νά του φέρεται μέ ευγένεια και φιλοφρονήσεις, άλλά εσωτερικά μέ πονηρούς διαλογισμούς θέλει σάν άλλο θηρίο νά πέσει επάνω του και νά του κάνει κακό, νά τόν πληγώσει θανάσιμα, νά τόν κατασπαράξει. Γιά όλα αυτά ευθύνεται ή πονηρή προαίρεση μας. «Ή πονηρά προαίρεσίς έστίν ή ρίζα τών κακών», σημειώνει ό ιερός Χρυσόστομος.

Ή πονηρία δέν είναι εξυπνάδα. Είναι ασθένεια της προαιρέσεως, και μάλιστα πολύ βαριά. Διαστρέφει τόσο πολύ τήν προσωπικότητα μας, πού μάς κάνει νά μή μοιάζουμε πλέον μέ τόν Θεό, πού είναι πανάγαθος, άνεξίκακος και πολυέλεος, άλλά νά μοιάζουμε μέ τόν διάβολο, πού είναι παγκάκιστος και παμπόνηρος.

Αλήθεια, πόσο μεγάλη διάβρωση έχει επιφέρει ή αμαρτία στήν ψυχή μας, πόσο μεγάλη διαστροφή στήν προαίρεση μας! Τί καθαρότητα, απλότητα, αθωότητα είχαν οί πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο πριν άπό τήν πτώση, και πόσο πονηροί, πανούργοι, υποκριτές γινόμαστε οι απόγονοι τους, επειδή άμαρτάνουμε!

Χρειάζεται νά άποστραφούμε τά πονηρά καμώματα και νά επιστρέψουμε στήν απλότητα, τήν ειλικρίνεια τών αισθημάτων, τήν άφελότητα της καρδιάς, τήν ανεξικακία και τήν αθωότητα! Ή θέληση μας νά μή συντάσσεται μέ τό κακό άλλά μέ τό αγαθό. Νά μή σκεφτόμαστε τό πονηρό, άλλά «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα άγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα...» (Φιλιπ. δ' 8). Νά μήν επιτρέπουμε τό δηλητήριο της αμαρτίας νά δηλητηριάζει τή ζωή μας, άλλά νά αφήνουμε τή Χάρη του Θεού νά αγιάζει τό εσωτερικό μας, νά εξαγνίζει τήν καρδιά μας, τις σκέψεις μας, τά λόγια μας, τά έργα μας, τά αισθήματα μας, τις διαθέσεις μας, τούς πόθους μας! Νά καλλιεργούμαστε πνευματικά, γιά νά έξαγιάζεται και ή προαίρεση μας. Άπό πονηρή νά γίνεται «φιλάγαθος προαίρεσις»!

Ό Κύριος μάς καλεί νά στραφούμε και νά γίνουμε σάν τά μικρά παιδιά, τά οποία άπό τή φύση τους είναι αθώα, άκακα και άπονήρευτα (Ματθ. ιη' 3). Αυτό σημαίνει ότι ή πονηρή προαίρεση μας διορθώνεται. Αρκεί νά αποβάλουμε τήν πονηρία, πού ώς έπείσακτη κακία έρχεται και μάς κυριεύει, και νά καλλιεργούμε τις χριστομίμητες αρετές, πού εξαγνίζουν τό εσωτερικό μας και τό έξαγιάζουν.(Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ