ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Ποιός φταίει, λοιπόν;

Ποιος φταίει πού το έθνος βρί­σκεται σήμερα σε τούτη την εξα­θλίωση; -Φταίει ή Κυβέρνηση. -Όχι, φταίει ή προηγούμενη Κυβέρνη­ση.

-Φταίνε οι πολιτικοί μας.

-Φταίνε οι τραπεζίτες.

-Φταίνε τα διεθνή trust, οι off-shore ε­ταιρείες, ή δημοσιονομική πολιτική, το Χρηματιστήριο, οι επιχειρηματίες...

-Φταίνε όλοι τους.

Λάθος, αδελφέ. Δεν φταίνε όλοι τους. Φταίμε όλοι μας. Μπορείς να το πιστέψεις ότι έχεις κι εσύ το μερίδιο της ευθύνης σου σ' αυτό το κατάντημα της χώρας μας; Μπορώ κι εγώ να το παραδεχθώ; Αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα.

Το πρώτο βήμα είναι να παραδεχθού­με οι Έλληνες ότι φταίξαμε απέναντι στο Θεό. Αμαρτήσαμε. Παρέβημεν το θέλη­μα του, τον άγιο Νόμο του. Πορευθήκα­με «έν τοίς θελήμασι των καρδιών η­μών». Αποστατήσαμε από τη Χάρη του, τη σκέπη και προστασία του, και είπαμε: «Ωραία- άρα λοιπόν μπορούμε να ζή­σουμε και χωρίς τις δεσμεύσεις του Νό­μου του Θεού- καταθλιπτικά πράγματα­ δεν μας χρειάζονται πια. Εμείς έχουμε τα λεφτά μας, πού μάλιστα έχουμε ανακα­λύψει τρόπους να τα αποκτούμε και πο­λύ εύκολα, χωρίς κόπο, χωρίς εργασία. Και μ' αυτά φτιάχνεις τη ζωή σου πολύ ωραία. Διασκεδάζεις, γλεντάς, αποκτάς αγαθά, ό,τι θέλεις, όσο θέλεις...».

Και βέβαια ας μην πούμε ότι αυτά δεν αφορούν εμάς, εμείς δεν ζήσαμε έτσι. Ας ανοίξουμε μόνο τις ντουλάπες μας να δούμε τα ρούχα πού κρέμονται στις κρεμάστρες, κι ας ρωτήσουμε ειλικρινά τον εαυτό μας: «'Αν είχα τα μισά, δεν θα μπορούσα να ζήσω;» Ή απάντηση πού θα δώσουμε θα μας δείξει εάν και εμείς δεν βρισκόμαστε στην ίδια νοοτροπία μ' αύτη πού κατά βάσιν απετέλεσε την αι­τία του κακού και της γενικής εξαθλιώσεως του έθνους μας σήμερα. Και βέβαια, αν μπορούσα να ζήσω με τα μισά, τότε έχω κι εγώ παραβεί το λόγο του Θεού πού λέει «ό έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μή έχοντι» (Λουκ. γ' 11). Πώς λοιπόν μπορώ να λέω ότι έζησα σύμφωνα με το Νόμο του Θεού; Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Το δεύτερο είναι να πέσουμε στα γό­νατα. Να πέσουμε στα γόνατα, αδελφοί. Εμείς πάλι. Όχι οι άλλοι. Δεν έχει σημα­σία τί κάνουν οι άλλοι. Σημασία έχει ε­μείς τί κάνουμε. Κι αν το κάνουμε αυτό όσοι τώρα διαβάζουμε ετούτε το άρθρο, χιλιάδες προσευχές θα αναπεμφθούν στον ουρανό...

Τρεις τους ήταν. Αθώοι μάλιστα. Μέ­σα στην κάμινο επιπλέον, τιμωρημένοι για την απείθεια τους να μην προσχω­ρήσουν στην προσκύνηση του ειδώλου και της ίλης. Κι όμως οι Τρείς Παίδες μέ­σα από την κάμινο του πυρός, της τιμω­ρίας, του αφανισμού, σήκωσαν μάτια και καρδιές στον ουρανό και προσευχήθη­καν...

Προσευχήθηκαν για το έθνος τους. Σε α' πληθυντικό πρόσωπο. Και τί προσ­ευχή ήταν εκείνη! Λόγια μετανοίας, συν­τριβής ενώπιον του Θεού. Λόγια εξομολογήσεως. Πόσο, αλήθεια, ταιριαστή προσευχή για το έθνος μας σήμερα!

«Είσαι δίκαιος, Κύριε, Του είπαν. Οι α­ποφάσεις σου είναι ορθές, αληθινές, δί­καιες. Και ό,τι επέτρεψες τώρα το έθνος μας να πάθει, την αιχμαλωσία μας δη­λαδή σε ανθρώπους άνομους, σκλη­ρούς, βάναυσους, το επέτρεψες πολύ σωστά και δίκαια. Διότι αμαρτήσαμε, Κύ­ριε, Σε εγκαταλείψαμε και απομακρυν­θήκαμε από το Νόμο σου, δεν υπακού­σαμε στις σωτήριες εντολές σου, ούτε φυλάξαμε με προσοχή όσα μας παρήγ­γειλες για να ευτυχήσουμε.

Και τώρα...». Ακολουθεί έκθεση της κα­ταστάσεως του έθνους τους. «Τώρα δεν μπορούμε ούτε το στόμα μας ν' ανοίξου­με, να πούμε μια δικαιολογία, ένα πα­ράπονο. Καταντήσαμε ντροπή και εξευ­τελισμός, αντικείμενο χλευασμού και κα­ταφρόνιας όλων. "Έσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη", είμαστε οι πιο περιφρο­νημένοι και εξευτελισμένοι σ' όλη τη γη. Κι αυτά όλα για τις αμαρτίες μας».

Κι έπειτα ή ταπεινή ικεσία: «Μη μάς παραδώσεις σε τέλεια και ολοκληρωτική καταστροφή και μην απομακρύνεις το έλεος και την ευσπλαχνία σου. Δέξου την ικεσία μας, ή οποία βγαίνει μέσα από καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμέ­νη μπροστά Σου, ειλικρινά μετανιωμένη. Μη μάς αποδοκιμάσεις- "μη καταισχύνης ημάς, άλλα ποίησον μεθ' ημών κατά την επιείκειαν σου και κατά το πλήθος του ελέους σου και έξελού ημάς", βγάλε μας μέσα από αυτήν την οικτρή κατάσταση πού βρισκόμαστε τώρα. Κι ας αποβούν όλα αυτά προς δόξαν του ονόματος σου» (βλ. Δανιήλ γ' [Προσευχή] 1-21).

Πόσο, αλήθεια, ταιριαστή προσευχή για το έθνος μας σήμερα!

Δεν είμαστε σε θέση να προκαθορί­σουμε τί θα φέρει ή αυριανή ήμερα. Κα­λούμαστε όμως, αδελφοί, όλοι μας σε συστράτευση προσευχής για το έθνος μας. Είναι πρωτοφανή αυτά πού ζούμε. Προσευχή! Την προσευχή των Τριών Παίδων, αυτή να λέμε καθημερινά(*). Και με την ψυχική διάθεση των Τριών. Με συντριβή, μετάνοια, ταπείνωση. Ακό­μα πιο καλά, να τη συνοδεύουμε και με κάποια στέρηση, κακοπάθεια σωματι­κή: Νηστεία, μετάνοιες, αγρυπνία, ελεη­μοσύνη... «Έν σάκκω και σποδώ», σαν τούς Νινευίτες.

Ένας σεισμός να προκληθεί. Σεισμός προσευχής να κλονίσει τα ουράνια, βοή ισχυρή να ανεβεί στα «ώτα Κυρίου Σαβαώθ». Και τότε μπορούμε να ελπίζουμε. Είναι φιλομαθώς Εκείνος, μακρόθυμος και ελεήμων, και δεν θα μάς αφήσει «εις τέλος». Για δέκα δεν θα άφηνε τα Σόδο­μα...

Δεν θα βρει δέκα μετανιωμένους και προσευχομένους μέσα στην Ελλάδα; ■

(*) Την προσευχή αυτή μπορούμε να τη βρούμε, εκτός από το βιβλίο «Δανιήλ» της Πα­λαιάς Διαθήκης, και στα εγκόλπια της Μεγάλης Εβδομάδος, στην Ακολουθία του Εσπερινού του Μεγάλου Σαββάτου, στα Αναγνώσματα.

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΛΕΙΨΕΙ

Στην Παλαιά Διαθήκη, στο Γ' βιβλίο των Βασιλειών (κεφ. ιζ') αναφέρεται ένα εντυπωσιακό και πολύ διδακτικό περιστατικό από τη ζωή του προφήτη Ηλία.

Ήταν τα χρόνια της ανομβρίας και ό Θεός έστειλε οδηγία στον προφήτη του να πάει στα Σαρεπτά της Σιδωνίας κι εκεί να ζη­τήσει φιλοξενία από μία γυναίκα χήρα. Ή γυναίκα αυτή όμως είχε πλέον φθάσει στο έσχατο σημείο της φτώχειας.

Σε αυτή την αξιοθρήνητη κα­τάσταση έρχεται και τη βρίσκει ό προφήτης Ηλίας και της ζητά μία εξυπηρέτηση:

-Φέρε μου, σε παρακαλώ, λίγο νερό για να πιώ.

Πρόθυμα ή γυναίκα, παρά το ό­τι ήταν καιρός ξηρασίας, πήγε και βρήκε νερό για τον προφήτη. Ύ­στερα εκείνος της είπε:

-Δώσ' μου, σε παρακαλώ, και λίγο ψωμάκι από αυτό πού κρα­τάς.

-Στο όνομα του Θεού σου, πί­στεψε με, δεν έχω καθόλου ψωμί, απάντησε ανήσυχη ή γυναίκα, ή οποία ως εθνική στην καταγωγή λάτρευε τα είδωλα.

Και συνέχισε εξηγώντας στον προφήτη τη δεινή θέση στην ό­ποια βρισκόταν:

-Ό,τι έχω είναι μόνο μια χούφτα αλεύρι και λίγο λάδι. Μάλιστα αυ­τή την ώρα μάζευα λίγα ξυλαρά­κια, για να ζυμώσω το αλεύρι και να ψήσω λαγάνα για έμενα και τα παιδιά μου. Μόνο αυτό έχουμε να φάμε, κι ύστερα από αυτό εκείνο πού μας μένει πλέον είναι να πεθάνουμε από την πείνα.

Τότε ό θεοκίνητος προφήτης, για να τη δοκι­μάσει, της είπε:

-Έχε θάρρος και κάνε όπως είπες. Ζύμωσε το αλεύρι και ψήσε το ψωμί. Δώσ' μου όμως έμενα πρώτα να φάω και μετά από ό,τι μείνει πάρε να φας κι εσύ και τα παιδιά σου. Διότι «τάδε λέγει Κύριος»: Το αλεύρι σου δεν θα εξ­αντληθεί και το δοχείο με το λάδι δεν θα λιγοστεύσει, μέχρι την ήμερα πού θα στείλει ό Κύ­ριος βροχή στη γη.

Πράγματι ή πάμπτωχη εκείνη χήρα πίστεψε στο λόγο του προφήτη κι έκανε ακριβώς ό,τι της είπε. Του ετοίμασε φαγητό κι έφαγε κι αυτός κι εκείνη και τα παιδιά της. Αυτό μάλιστα συνε­χίστηκε και τις επόμενες ήμερες. Για δύο χρόνια ό προφήτης Ηλίας τρεφόταν ατό τη χήρα των Σαρεπτών, και ούτε το αλεύρι ούτε το λάδι λιγόστευαν στο σπίτι της.

Τί χαρά και ευλογία για το σπίτι αυτό! Σε περίοδο πείνας μπορούσαν να τρέ­φονται με θαυματουργικό τρόπο. Είχαν μάλιστα μαζί τους και έναν απεσταλμέ­νο του Θεού, γεγονός πού αποτελούσε μία ακόμη δωρεά του Θεού για τη φι­λόξενη χήρα. Πόσο πλούσια αμείβει ό πλουσιόδωρος Θεός τούς ελεήμονες αν­θρώπους!

Ή προσφορά της χήρας γυναίκας είχε ελάχιστη υλική άξια, ωστόσο φανέρωνε τον πλούτο της αρετής της. Διότι αν και ζούσε μέσα σε τέλεια φτώχεια και στέρη­ση, δεν σκέφθηκε τον εαυτό της και τα παιδιά της, αλλά δίνοντας εμπιστοσύνη στο λόγο του Κυρίου, πρόσφερε στον προφήτη ό,τι είχε και δεν είχε!

Τί πίστη, τί μεγαλείο αυτοθυσίας και αγάπης για τον πλησίον έκρυβε αυτή ή γυναίκα! Ήταν πάμπτωχη, ήταν χήρα, είχε παιδιά για να θρέψει, ζούσε σε και­ρό πείνας και ανέχειας- κι όμως έδειξε θαυμαστή γενναιοδωρία και μάλιστα σε έναν ξένο ό οποίος της ζήτησε να θρέ­ψει πρώτα αυτόν! Δίκαια ό ιερός Χρυσό­στομος θεωρεί τη χήρα αυτή «φιλοξενεστέραν του Αβραάμ». Διότι ό Αβραάμ ήταν πλούσιος και φιλοξένησε αγγέλους. Ή γυναίκα αυτή όμως ήταν τελείως πτω­χή και φιλοξένησε προφήτη. Έτσι ή φι­λόξενη χήρα των Σαρεπτών έγινε παρά­δειγμα για όλους μας.

Ζούμε σε δύσκολες εποχές, όπου ή οικονομική κρίση αυξάνει μέσα μας τον φόβο και την αγωνία για το μέλλον το δι­κό μας και των παιδιών μας. Μέσα στο πυκνό αυτό σκοτάδι της αβεβαιότητος, ό λόγος του Θεού πάντοτε επίκαιρος και διαχρονικός ρίχνει ακτίνες ελπίδας και ζωής. Γράφει ό ιερός Ψαλμωδός: «Κύ­ριος ού στερήσει τα αγαθά τοις πορευομένοις έν ακακία» (Ψαλμ. πγ' [83] 12). Ό Κύριος δεν θα στερήσει τα αγαθά του σ' εκείνους πού συμπεριφέρονται με α­κακία και καλοσύνη. Αλήθεια το πιστεύ­ουμε αυτό;

Ή λύση στα προβαλλόμενα αδιέξοδα δεν βρίσκεται στο να μάθουμε να αποτα­μιεύουμε με ασφάλεια τα χρήματα μας, να κερδίζουμε όλο και περισσότερα και να τα επενδύουμε κατά τον πιο συμφέ­ροντα τρόπο. Ή λύση είναι να δείξουμε πλήρη εμπιστοσύνη στο λόγο του Θεού. Και ό λόγος του Θεού διά του αποστόλου Παύλου μας βεβαιώνει ότι «ό σπείρων έπ' εύλογίαις έπ' εύλογίαις και θερίσει» (Β' Κορ. θ' 6)· δηλαδή εκείνος πού σπεί­ρει με ελεημοσύνες άφθονα, άφθονα και θα θερίσει. 'Άς μη φοβόμαστε να προσ­φέρουμε όπου υπάρχει ανάγκη. Όσο περισσότερο δίνουμε, τόσο περισσότε­ρα θα μας δίνει ό Θεός! 'Όπως ακριβώς και ή χήρα των Σαρεπτών, ή όποια αντα­μείφθηκε από τον άγιο Θεό για την πίστη πού έδειξε στον λόγο του προφήτη αλλά και για την ελεήμονα διάθεση της. Δεν κράτησε για τον εαυτό της τα ελάχιστα αγαθά της, αλλά πρόθυμα τα πρόσφερε στον προφήτη Ηλία· και ό φιλάνθρωπος Θεός φρόντισε να μη στερηθεί τίποτε αυτή και τα παιδιά της.

Σήμερα δοκιμάζεται και ή δική μας πί­στη. Ωστόσο, αν πιστεύουμε στους λό­γους του Κυρίου, δεν πρέπει να ανησυ­χούμε και να απογοητευόμαστε. Άς μά­θουμε να καλλιεργούμε την αρετή, την αγάπη και την ελεημοσύνη· και να εί­μαστε βέβαιοι ότι ό Θεός ό Όποιος πάν­τοτε τηρεί τις υποσχέσεις του θα προ­νοήσει ώστε τίποτε να μη μας λείψει. Κοντά Του θα απολαμβάνουμε κι εμείς τη θεία ευλογία, όπως και ή χήρα των Σαρεπτών, πού αξιώθηκε να φιλοξενή­σει τον προφήτη Ηλία και να λάβει πλού­σιες τις δωρεές του Θεού.

ΚΑΜΙΑ ΑΝΥΣΗΧΙΑ Πολλές είναι οι αιτίες πού φέρ­νουν την ανησυχία στην ψυχή μας. Πολλοί οι κίνδυνοι πού δι­ατρέχουμε, τα προβλή­ματα πού αντιμετωπίζουμε, οι πληγές της ψυχής μας από τις δοκιμασίες του παρελθόντος, οι δυσκο­λίες του παρόντος και οι φόβοι για το μέλλον μας. Φυσικό είναι να στενοχωρούν αυτά την ψυχή μας, να την πνί­γουν με σκέψεις σκο­τεινές και να προκαλούν στα βάθη της αισθήματα αγωνίας. Πώς θα αντεπεξ­έλθουμε σ' όλα αυτά, πώς θα αντιμετωπίσουμε και τις έκ­τακτες και απρόβλεπτες δυσκολίες, πού συχνά παρουσιάζονται στη ζωή;

Αν προσθέσουμε σ' αυτά και τα ειδικό­τερα προβλήματα του τελευταίου και­ρού, την αλλοίωση της συνθέσεως του πληθυσμού της πατρίδος μας, πού δεν γνωρίζουμε που θα οδηγήσει, τα χρο­νίζοντα και δυσεπίλυτα εθνικά μας προ­βλήματα και την τελευταία μεγάλη οι­κονομική κρίση, πού προκαλεί νέες δυσ­κολίες και παρουσιάζεται με δυσοίωνες προοπτικές για την πατρίδα μας, κα­ταλαβαίνουμε ότι τα σύννεφα πού στοι­βάζονται στον ορίζοντα του εθνι­κού, κοινωνικού και οικογε­νειακού μας βίου είναι πολ­λά και βαριά.

Φυσικό είναι όλα αυτά να προκαλούν ανησυχία στην ψυχή μας.

Γι' αυτό είναι πολύ βοηθητικό να ακούσου­με τη θεόπνευστη, πάν­τοτε χρήσιμη και ιδιαί­τερα σήμερα επίκαιρη, προτροπή του αποστό­λου Παύλου: «Μηδέν μερι­μνάτε, άλλ' εν παντί τη προσ­ευχή και τη δεήσει μετά ευχα­ριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν» (Φιλιπ. δ' 6). Μη σας κυριεύει φροντίδα γεμάτη αγωνία για τίποτε, αλλά για καθετί πού σας α­πασχολεί να απευθύνεστε με προσευ­χή και δέηση στο Θεό. Και τα αιτήματα σας προς Αυτόν να τα συνοδεύει και ή ευχαριστία για όσα μας έχει δώσει.

«Μηδέν μεριμνάτε». Καμιά ανησυχία, καμιά αγωνία, καμιά ταραχή. Οπωσδήποτε δεν σημαίνει αυτό ότι δεν θα φροντίζουμε για την ορθή αντι­μετώπιση και επίλυση των διαφόρων προβλημάτων μας. Είμαστε υποχρεωμέ­νοι να το κάνουμε αυτό, μάλιστα με επι­μέλεια και συστηματικές προσπάθειες· συγχρόνως όμως και με απόλυτη εμπι­στοσύνη στην πανάγαθη και στοργική πρόνοια του Θεού, έτσι ώστε ή διάνοια και ή καρδιά μας να είναι ελεύθερες από κάθε ανησυχία και αγωνία.

Όταν υπάρχουν προβλήματα πού προκαλούν την αγωνία στην ψυχή μας, τότε μία είναι ή διέξοδος: ή προσευχή. Ή θερμή και με πίστη προσευχή, με την οποία αναθέτουμε τις υποθέσεις μας στον πάνσοφο και παντοδύναμο και πανάγαθο πατέρα Θεό. Πού επειδή εί­ναι πάνσοφος, γνωρίζει τί μας χρειάζεται και πώς θα μας το εξασφαλίσει. Επειδή είναι παντοδύναμος, μπορεί με θαυμα­στούς τρόπους να το κάμει. Επειδή είναι πατέρας, πατέρας πανάγαθος, θέλει το καλό μας, την ανακούφιση μας από το βάρος των θλίψεων και την ικανοποίηση των αναγκών μας. Τίποτε δεν είναι τόσο μεγάλο, ώστε να μην το μπορεί. Τίποτε δεν είναι τόσο μικρό, ώστε να μην Τον απασχολεί. Ό ίδιος μας διαβεβαίωσε ότι «υμών και αί τρίχες της κεφαλής πάσαι ήριθμημέναι εισί» (Ματθ. Γ 30). Έχει αρι­θμήσει και τις τρίχες από τα μαλλιά της κεφαλής μας, δηλαδή γνωρίζει και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας, με τις όποιες εμείς δεν ασχολούμαστε. Δεν θα φροντίσει λοιπόν για καθετί πού άφορα στην υγεία μας, για κάθε θλίψη μας, για την εξεύρεση των αναγκαίων αγαθών και τη συντήρηση της ζωής μας, για ό,τι έχει σχέση με την πρόοδο και το μέλλον των παιδιών μας, για τούς συγγενείς και φίλους μας, για το σώμα και την ψυχή μας, για την πνευματική μας πορεία και την αιώνια σωτηρία μας;

Για όλα φροντίζει ό πανάγαθος Θεός, και γι΄ αυτό ή αποστολική προτροπή λέ­γει «μηδέν μεριμνάτε», και «έν παντί», για καθετί, άς είναι καταφυγή σας Ε­κείνος πού βρίσκεται πάντοτε κοντά σας. «Ό Κύριος εγγύς», σημειώνει λίγο πριν ό απόστολος Παύλος (Φιλιπ. δ' 5). Μπο­ρεί να μην Τόν βλέπουν τα μάτια του σώματος μας, να μην Τόν αντιλαμβάνον­ται οι αισθήσεις μας. Τα μάτια της ψυ­χής όμως, πού τα δυναμώνει ή πίστη μας, Τόν βλέπουν καθαρά. Να στέκεται πάντοτε δίπλα μας. Και να τα παρα­κολουθεί όλα. Γνωρίζει τα βάσανα και τις θλίψεις μας. Βλέπει τα δάκρυα και α­κούει τον στεναγμό της ψυχής μας. Δεν μπορεί- θα μας βοηθήσει!

Αυτή ή πεποίθηση γεννά στην ψυχή μια βεβαιότητα ζηλευτή, μια εμπιστοσύ­νη βαθιά, πού εμπνέει τις θερμές προσ­ευχές, τις όποιες απευθύνουμε προς τον Θεό «μετά ευχαριστίας». Τον ευχαρι­στούμε, διότι δεν λησμονούμε πόσες φο­ρές στο παρελθόν με θαυμαστούς τρό­πους μας φρόντισε. Τον ευχαριστούμε, διότι γνωρίζουμε ότι και ή δυσκολία πού τώρα περνούμε είναι γνωστή σ' Αυτόν και πάντως για το καλό μας την επέτρε­ψε και οπωσδήποτε θα μας βοηθήσει να την αντιμετωπίσουμε με επιτυχία και να μη λυγίσουμε κάτω από το βάρος της. Τον ευχαριστούμε. Και αναπαυμένοι εμ­πιστευόμαστε «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών» στα στοργι­κά και παντοδύναμα χέρια του.

Έτσι μέσα στις ταραχές του κόσμου και στην αβεβαιότητα των καιρών μας, ή ειρήνη του Θεού, πού την τελειότητα και τα αγαθά της κανένας νους, ανθρώπι­νος ή αγγελικός δεν μπορεί να νιώσει, θα φρουρεί τις καρδιές και τις σκέψεις μας, καθώς θα μένουμε ενωμένοι με τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Ή ειρήνη του Θεού ή υπερέχουσα πάντα νουν φρουρήσει τάς καρδίας ημών και τα νοήματα ημών έν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. δ' 7).

ΠΟΥ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ;

Είναι γνωστό ότι επικρατεί στις μέ­ρες μας ένα διάχυτο κλίμα αβε­βαιότητος για το μέλλον. Οι καθη­μερινές ειδήσεις και τα σχετικά σχόλια από τα ΜΜΕ γύρω από την οικονομική κρίση και την κατάσταση ιδιαίτερα της χώρας μας επηρεάζουν πολλούς και εμ­πνέουν πολλές ανησυχίες.

Οι προσδοκίες πού είχαμε από πολι­τικούς ηγέτες και ισχυρά πρόσωπα και οργανισμούς της γης βλέπουμε να δια­ψεύδονται, και κάποια πικρία κατακάθεται στην καρδιά μας. Είναι τούτο κοινή διαπίστωση των ήμερων μας.

Πώς θα σταθούμε λοιπόν όρθιοι σ' αυτή τη δύσκολη κατάσταση και πώς δεν θα μας παρασύρουν τα κύματα της απογοητεύσεως;

Ή απάντηση έρχεται φυσική, αν ενθυ­μηθούμε ότι ό Πλάστης και Θεός μας εξόπλισε με μια ισχυρή ψυχική λει­τουργία, για να μπορούμε μ' αυτήν να αν­τιμετωπίζουμε κάθε δυσκολία και αντιξο­ότητα. Ή έμφυτη αυτή ψυχική λειτουργία λέγεται ελπίδα.

Χωρίς αυτή την ελπίδα ή ζωή μας θα ήταν αβίωτη, γεμάτη απογοήτευση και δυστυχία. Ίσως θα διορθωθούν τα πράγματα, ίσως έλθουν κα­λύτερες μέρες, σκεπτόμα­στε μέσα και στις πιο μεγά­λες συμφορές. Αυτό το ίσως είναι ή έμφυτη ελπίδα, ή ψυ­χική δύναμη πού φύτεψε μέ­σα μας ό Θεός. Και πλέον ή ζωή όλων μας συνυφαίνεται με την ελπίδα. Ελπίδα για την οικογένεια, για το επάγγελμα, για τη λύση των προβλη­μάτων μας.

Ό γεωργός με σύντροφο την ελπίδα οργώνει και σπέρνει τα χωράφια του. Ό έμπορος με την πνοή της ελπίδας ανοί­γει τις επιχειρήσεις του. Ό άρρωστος με ελατήριο την ελπίδα καταφεύγει στο για­τρό του. Χωρίς ελπίδα ποιος σπουδάζει, ποιος κοπιάζει να κατακτήσει τα μυστικά της επιστήμης, να γίνει ίσως και εφευρέ­της και ευεργέτης των συνανθρώπων του;

Ή ελπίδα είναι ή αναπνοή της ψυχής. Οι γιατροί την θεωρούν ως ένα από τα πιο δραστικά φάρμακα για κάθε αρρώστια.

Αυτό όμως το θεόσδοτο ψυχικό χάρι­σμα μας μετά την εισβολή της αμαρτίας στην ιστορία και ζωή των ανθρώπων, πού συνέβη με την πτώση των Πρωτο­πλάστων, έχει αλλοιωθεί. Έχασε τη δρα­στικότητα του, διότι δεν το κατευθύνει σωστά ό άνθρωπος. Εφόσον έχασε ό άν­θρωπος την επαφή του με τον Θεό, τον Δοτήρα και χορηγό της έμφυτης ελπίδας του, ήλθε ως αποτέλεσμα να μη γνωρίζει πού και τί και πώς να ελπίζει πλέον.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό πού γράφει το θεόπνευστο Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Σοφία Σολομώντος» για το πώς καταντά ή ελπίδα του άνθρωπου, πού δεν έχει σχέση με τον Θεό: «'Ελπίς άσεβους», γράφει, «ως φερόμενος χνους ύπό άνεμου και ως πάχνη ύπό λαίλαπος διωχθείσα λεπτή και ως καπνός υπό άνε­μου διεχύθη» (Σοφ. Σολ. ε' 14). Ή ελπίδα δηλαδή του άσεβους άνθρωπου δεν έχει καμιά σταθερότητα. Μοιάζει με το χνούδι πού το παρασύρει ό άνεμος, μοιάζει με τη λεπτή πάχνη πού τη διώχνει μακριά ή λαίλαπα και με τον καπνό πού τον δια­σκορπίζει ό άνεμος.

Όποιος όμως πιστεύει στο Θεό και ευλαβείται τις εντολές του και αγωνίζεται να συμμορφώνει τη ζωή του μ' αυτές χρησιμοποιεί σωστά το έμφυτο χάρισμα της ελπίδας του. Εμπιστεύεται τη ζωή του στην αγάπη του πανάγαθου και παν­τοδυνάμου Θεού και δεν διαψεύδονται ποτέ οι ελπίδες του.

Δεν δοκιμάζει ποτέ την πικρία, την α­πογοήτευση και την ταραχή πού δοκιμά­ζουν όσοι στηρίζουν τις ελπίδες τους σε πολιτικά πρόσωπα ή συστήματα ή σε πλούτη. Αντιθέτως είναι πάντοτε ήρεμος, διότι εγγυητής των ελπίδων του είναι ό παντοκράτωρ Κύριος, ό Όποιος βεβαι­ώνει με όλο το θεϊκό κύρος του: «Ότι έπ' έμέ ήλπισε, και ρύσομαι αυτόν· σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω το όνομα μου» (Ψαλμ. V [90] 14). Δηλαδή επειδή στήριξε την ελπίδα του σε μένα θα τον λυτρώσω, θα τον σκεπάζω και θα τον προστατεύω, διότι με πλήρη επίγνωση επικαλείται το όνομα μου.

Το βεβαιώνει τούτο και ή Ιστορία και ή προσωπική πείρα του κάθε πιστού. Πο­λύ ωραία το εκφράζει αυτό το θεόπνευστο Βιβλίο της Σοφίας Σειράχ: «Έμβλέψατε εις αρχαίας γενεάς και ίδετε· τις ένεπίστευσε Κυρίω και κατησχύνθη; ή τις ενέ­μεινε τω φόβω αυτού και έγκατελείφθη;» (Σοφ. Σειρ. β' 10). Στρέψτε τα βλέμματα σας στις προηγούμενες γενεές και δείτε: Ποιος εμπιστεύθηκε τις ελπίδες του στον Κύριο και ντροπιάστηκε; ή ποιος έμεινε σταθερός στο σεβασμό και την ευλάβεια προς τον Θεό και εγκαταλείφθηκε από Εκείνον;

Αυτή ή εμπειρία για τη βεβαιότητα της βοηθείας και προστασίας του Θεού σ' όσους ελπίζουμε σ' Αυτόν έκανε τον ιερό Χρυσόστομο να αναφωνεί με ενθουσια­σμό: «Μεγάλη της επί τον Κύριον ελπίδος ή δύναμις... συμμαχία άκαταγώνιστος... όπλον άήττητον, δύναμις άμαχος και έκ των άπορων εύρίσκουσα πόρον» (=βρίσκει διέξοδο σ' όλα τα αδιέξοδα) (ΕΠΕ 5,516).

Την Ίδια εμπειρία εξέφρασε με τον τρό­πο του και ό Νεοέλληνας ποιητής γρά­φοντας: «Μη φοβηθής αυτόν πού έστήριξε στην πίστη επάνω την ελπίδα. Τον είδα στη ζωή να μάχεται, μά πάντα ανί­κητο τον είδα».

Τα πιο πάνω μας δίνουν την αφορμή να σκεφθούμε καλύτερα τη σημερινή πραγματικότητα και να πάρουμε μόνοι μας την απάντηση στο ερώτημα πού ετέθη εξαρχής:

Άραγε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες ως πρόσωπα και ως λαός στηρίζουμε τις ελπίδες μας όπως οι πατέρες μας στη πίστη μας στον Θεό; Σεβόμαστε την πα­τροπαράδοτη Πίστη μας ή μήπως αδια­φορούμε γι’ αυτήν, ή ζούμε και αντίθετα προς αυτήν;

'Αν κάναμε αυτό το λάθος, τα πράγμα­τα μάς φωνάζουν ότι πρέπει να μετανο­ήσουμε. Μην περιμένουμε σωτηρία και βοήθεια από ανθρώπους. Μόνο ό Θεός μάς αγαπά αληθινά και μπορεί να μάς βοηθήσει ουσιαστικά. Αυτό βεβαιώνει και ή ένδοξη ιστορία μας. Κάθε φορά πού οι πατέρες μας έστήριξαν τις ελπίδες τους στον Κύριο μεγαλούργησαν. Μην το λησμονούμε αυτό ποτέ. Ή ελπίδα στον Θεό είναι δύναμη ακαταίσχυντη.

Χαρίζει ασφάλεια και βεβαιότητα για το παρόν και για το μέλλον. Ή ελπίδα στον Θεό εκτείνεται στην αιωνιότητα, είναι «αθανασίας πλήρης» (Σοφ. Σολ. γ' 4). ■