ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΤΟΥ

Μεγαλώσαμε τα παιδιά μας σύμφωνα με τις αιωνόβιες παραδόσεις μας, με τα αγνά ήθη της πατρίδας μας και τα ωραία έθιμά μας, τούς δώσαμε παιδεία ελληνορθόδοξη και εφόδια γερά για την πορεία της ζωής τους, έμαθαν κοντά μας την πίστη στον Θεό και τον σεβασμό στην Εκκλησία.

Μεγάλωσαν όμως τώρα τα παιδιά, επηρεάστηκαν δυστυχώς από ξενόφερ­τα πρότυπα ζωής, από τη σύγχρονη υλιστική νοοτροπία του κόσμου, πού όλα τα αμφισβητεί και τα ισοπεδώνει, ξεθώρια­σαν μέσα τους τα μηνύματα ζωής πού γράψαμε στις καρδιές τους στα όμορφα και ήσυχα παιδικά τους χρόνια.

Και άρχισαν να μάς στενοχωρούν. Ά­φησαν πρώτα τον Πνευματικό τους. Και στη συνέχεια ξέκοψαν σιγά σιγά από την Εκκλησία. Άρχισαν τα επικίνδυνα ξανοίγματα στους σκοτεινούς δρόμους τού κόσμου πού δεν φοβάται τον Θεό. Και τώρα, πού ετοιμάζονται για γάμο, μάς το είπαν ξεκάθαρα , και ανυποχώρητα: «Δεν θα πάμε στην εκκλησία. Τυπικά πράγματα αυτά και ξεπερασμένα, καλά για άλλες εποχές. Άλλαξαν τώρα οι και­ροί. Δεν χρειάζεται. Ένα απλό πολιτικό γάμο θα κάνουμε και τελείωσε ή υπόθεση».

Πίκρα για τούς ευσεβείς γονείς. Πίκρα και πόνος. Τα παιδιά μας, τα βαπτισμένα, τα μυρωμένα, πού τόσες φορές κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια, τώρα, στην αρχή της νέας τους ζωής, αρνούνται το μεγάλο Μυστήριο του Γάμου. Δεν θα πάνε στην εκκλησία να γίνει ή συγκινη­τική Ακολουθία, να δεχθούν τις ευχές των ιερέων μας, να πάρουν τη Χάρη τού Θεού. Μάς καλούν στο Δημαρχείο! Εκεί, λένε, θα γίνει ό γάμος τους. Ό δήμαρχος θα τον επικυρώσει με τις δικές του ευχές και υπογραφές!

-Δεν πρέπει να πάω στο γάμο! Διότι δεν είναι γάμος αυτό. Δεν είναι το Μυ­στήριο πού γνωρίσαμε και ζήσαμε εμείς. Δεν έχει Χάρη, δεν έχει τον Θεό, δεν δί­νει δύναμη να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους οι άνθρωποι, να ζήσουν βαθιά τις χαρές τους και να αντέξουν τα βάρη τους, να ενωθούν με αγάπη αληθινή και μόνιμη, με δεσμά ιερά και αδιάλυτα. Για να μπορέσουν να ζήσουν πραγματικά ευτυχισμένοι στον κόσμο αυτό και να πορευθούν μονοιασμένοι και αγαπημένοι και στον άλλο κόσμο, στον αιώνιο κόσμο του Θεού, και ποτέ να μη χωρισθούν, άλλα να ζουν τρισμακάριοι μέσα στο φώς της βασιλείας του, αυτοί και τα παιδιά τους, στην ατελεύτητη μακαριό­τητα του ουρανού.

Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ. Κλαίω και πονώ. Το παιδί μου θα τα στερηθεί όλα αυτά, ξεκινάει να ζήσει μια ζωή έξω από την παρουσία του Θεού και τη Χάρη του, μια ζωή πού δίκαια ή Εκκλησία μας τη θεωρεί ζωή αμαρτίας, και αμαρτίας βα­ριάς και θανάσιμης.

-Δεν πρέπει να πάω στο γάμο του, στο γάμο του παιδιού μου!

Μα γιατί αύτη ή στάση; Που είναι ή συμπαράσταση των γονέων στην πιο ό­μορφη ώρα της ζωής των παιδιών τους;

Αλλά ή ώρα του γάμου είναι πράγμα­τι ή πιο όμορφη ώρα της ζωής των παι­διών μας, όταν είναι εκεί ό Θεός. Όταν αρνούνται τον Θεό, με σταθερή μάλιστα και ανυποχώρητη απόφαση, όταν απορρίπτουν τον Θεό, τότε είναι ή πιο δυσά­ρεστη και σκοτεινή ώρα της ζωής τους. Πώς να πάνε και να καμαρώνουν δίπλα τους οι γονείς, οι ευσεβείς μάλιστα γο­νείς, πού σέβονται και προσκυνούν τον Θεό;

Όμως τα παιδιά είναι ελεύθερα. Είναι ελεύθερα και μπορούν με δική τους ευθύνη να επιλέξουν τον τρόπο της ζωής τους. Δεν έχουμε δικαίωμα, στην ηλικία μάλιστα πού βρίσκονται, να επιβάλουμε τις δικές μας αρχές στη ζωή τους.

Ναι, άλλα εξίσου ελεύθεροι δεν είναι και οι γονείς; Τα παιδιά δεν θέλουν να πάνε στην εκκλησία. Και οι γονείς δεν θέλουν να πάνε στο Δημαρχείο. ’Άν εκεί­να αρνούνται τον πατέρα Θεό και τη μά­να Εκκλησία, ό πατέρας και ή μάνα δεν μπορούν να αρνηθούν τον δήμαρχο; Με πόνο βαθύ αρνούνται να πάνε στο γάμο του Δημαρχείου.

Για πολλούς είναι ανεξήγητη αύτη ή στάση. Θεωρείται άκαμπτη και ανελαστική. Γιατί να εξωθούμε τα πράγματα στα άκρα; Πού είναι ή αγάπη;

Άλλα είναι πραγματική αγάπη να βλέ­πουμε τα παιδιά μας να απομακρύνονται από τον Θεό και να τα ακολουθούμε; Να φεύγουν από την Εκκλησία και να φερόμαστε σαν να μη συνέβη τίποτε; Αυτό πού πολλοί το θεωρούν σκληρό, αυτό, όταν συνοδεύεται με πραγματική αγάπη, με πόνο και δάκρυα, με θερμή προσευχή και ταπεινή συμβουλή, μπορεί να συνετίσει τα παιδιά, να τα βοηθή­σει να καταλάβουν το λάθος τους και να το διορθώσουν. Να επιστρέφουν στην Εκκλησία και να κάνουν γάμο θρησκευ­τικό, αληθινό γάμο, για να πάρουν την ευλογία του Θεού.

Τότε μάλιστα. Θα είμαστε δίπλα τους. Θα τούς δεχθούμε τότε στο σπίτι μας με χαρές και θα κάνουμε τραπέζια, θα πάμε και μείς στο σπίτι τους με φωτεινά και ολόχαρα πρόσωπα, με λουλούδια και γλυκά, γιατί θα είναι ευλογημένο το σπί­τι τους και ευτυχισμένη ή ζωή τους. Μέ­χρι να γίνει όμως αυτό, ή αγάπη επιβάλλει μια στάση πού θα είναι αυστηρή, όχι για να απορρίψει τα παιδιά, άλλα για να τα αφυπνίσει· όχι για να τα απογοητεύσει, άλλα για να τα παρακινήσει να σκεφθούν σωστά και ώριμα και να θεμελιώ­σουν σε γερά θεμέλια τη ζωή τους. Όταν στήνουν το σπιτικό τους στην άμμο, δεν μπορούμε να είμαστε εκεί και να κάνου­με γιορτή. Μια τέτοια χαλαρή στάση βοηθεί τα παιδιά να εφησυχάζουν και να επιμένουν στο λάθος, να ζουν χωρίς τον Θεό, να αμαρτάνουν και να χάνονται. Και είναι φοβερό, την κατάσταση αύτη να την ευνοούν οι γονείς με τη χαλαρή και επιεική τους τάχα αντιμετώπιση και να γίνονται έτσι έμμεσα συνένοχοι και αυτοί στην έκτροπή των παιδιών τους και υπεύθυνοι για την ολέθρια πορεία τους στον κόσμο αυτό και στην αιωνιό­τητα. (Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ