ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«ΧΑΙΡΕ, ΟΣΜΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΥΩΔΙΑΣ» Κάθε Παρασκευή, κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πλήθη πιστών κατακλύζουν τούς ιερούς ναούς για να τιμήσουν την Μητέρα του Θεού, να ψάλουν το «χαί­ρε» προς το «εύοσμον θυμίαμα», το «μύρον το πολύτιμον», την Κυρία Θεοτόκο. Πλημμυρίζουν οι Ορθόδοξοι ναοί από την άρρητη ευωδία πού αναδίδει ή πάναγνος μορφή της ύπερευλογημένης Θε­οτόκου.

Γι' αυτό και οι πιστοί μαζί με τον ιερό υμνωδό αναφωνούν: «Χαίρε, όσμή της Χριστού εύωδίας»! Χαίρε εσύ, Θεοτόκε, πού αναδίδεις την ευωδία του Χριστού.

Ευωδία Χριστού! Αυτό είναι το εξαίσιο, το υπερουράνιο άρωμα το όποιο ανα­δίδει ή Παρθένος Μαρία. Μέσα σε έναν κόσμο ό όποιος απέπνεε έντονη τη δυσ­οσμία της αμαρτίας· μέσα σε μία ατμό­σφαιρα αποπνικτική από τις αναθυμιά­σεις της ηθικής διαφθοράς και της θρη­σκευτικής πλάνης, ή Παναγία έγινε «της εύωδίας το σεπτόν σκήνωμα», το δοχείον της Χάριτος το όποιο γέμισε από το ακένωτο μύρο της θεότητος.

Τί ήταν όμως αυτό πού κατέστησε την Παρθένο Μαρία δοχείο κατάλληλο πού έφερε την ευωδία του Χριστού στον κό­σμο;

Πρώτα απ' όλα, ή καθαρότητα της ψυχής της. Ή Παναγία Παρθένος σε όλη της τη ζωή υπήρξε άσπιλη κι αμόλυντη. Από της πρώτης ηλικίας διατηρούσε κα­θαρή και αγνή την ψυχή της. Δεν άφησε το ρυπαρό και άθλιο περιβάλλον της Να­ζαρέτ, μέσα στο όποιο ζούσε επί έτη, να μολύνει στο παραμικρό την ηθική καθαρότητα της. Αντιστάθηκε με τη χάρη του Θεού στις επιθέσεις του εχθρού διαβό­λου και παρέμεινε άτρωτη κι ανεπηρέα­στη.

Ήταν ή Παναγία ένα ολόλευκο κρίνο άγνότητος. Το μοναδικό λουλούδι πού είχε να προσφέρει ή αμαρτωλή ανθρω­πότητα, για να το επισκιάσει το Πνεύμα το 'Άγιον και να δεχθεί το ουράνιο Μύρο, τον Ιησού Χριστό. «Ούκ είχε», λέγει ό Μέ­γας Βασίλειος, «ή κατ' έκείνην γενεά των ανθρώπων όμότιμον της καθαρότητος της Μαρίας, ώστε ένέργειαν του Πνεύ­ματος ύποδέξασθαι» (PG 31, 1464BC). Δεν είχε εκείνη ή γενεά των ανθρώπων κανέναν ισάξιο με την καθαρότητα της Μαρίας για να δεχθεί την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτή ή καθαρή και αγνή ζωή της Θεοτόκου την κατέστησε δοχείο κατάλληλο να φιλοξενήσει το υ­πέρ πάντα τα αρώματα έξαίσιον άρωμα του Χριστού.

Έκτος όμως από την καθαρότητα της ψυχής της ή Παρθένος Μαρία φρόντιζε να καλλιεργεί και τις μοναδικές σε κάλ­λος θείες αρετές. Πώς να μη θαυμάσει κανείς την ταπείνωση και την υπακοή της πανάγνου Κόρης, όταν είπε το «ιδού ή δούλη Κυρίου- γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α' 38); Πώς να μην εγκωμιάσει την ευλάβεια, την αγάπη και την αφοσίωση στο Θεό αυτής πού από μικρή ηλικία ζούσε στο Ναό του Κυρίου; Πώς να μην επαινέσει την πίστη της στα παράδοξα για την ανθρώπινη λογική λό­για του αρχαγγέλου Γαβριήλ; Και πάλι πόσα θα μπορούσε κανείς να αναφέρει για τη σύνεση, τη σεμνότητα της...

Καθώς μελετούμε τη ζωή της Ύπεραγίας Θεοτόκου, μας αποκαλύπτεται ένας απέραντος κόσμος αρετής· γι' αυτό οι ιε­ροί υμνογράφοι την αποκαλούν «κήπον των χαρίτων» και «παράδεισον», μέσα στον όποιο άνθισαν όλης της αρετής τα πολύχρωμα και μυρωδάτα λουλούδια. Μονή αυτή λοιπόν ή Παρθένος Μαρία μπόρεσε ν' ανθίσει και να σκορπίσει στον κόσμο, πού υπέφερε μέσα στην πνιγερή ατμόσφαιρα της κακίας, το άρωμα της πλέον ευωδιαστής και ουράνιας αρετής.

Γι’ αυτό και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ό πανάγαθος Θεός αυτήν διά­λεξε για να την κάνει Μητέρα τού σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του. Και τότε πλέον ή Παναγία πλημμύρισε από την ευωδία του Χριστού. Με τη θεία κένωση όλο το ακένωτο Μύρο γέμισε την ύπαρξη της Παρθένου Μαρίας. Το «καθαρώτατον δοχείον» πού ευωδίαζε από την άγια ζωή της, τώρα συγκρατεί άπερινοήτως στα τοιχώματα του την πηγή της ευωδι­άς, αυτόν τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Το μυστήριο της σαρκώσεως του Θε­ού Λόγου ανέδειξε την Ύπεραγία Θεο­τόκο ως το πλέον «πολύτιμον μύρον», «όσμήν της Χριστού εύωδίας». Από τότε ή Μητέρα τού Θεού, ή Παναγία, σκορπί­ζει αυτή τη θεϊκή ευωδία, ως οσμή μύρου μοναδική, και ελκύει τούς ανθρώπους κοντά στον Κύριο Ιησού Χριστό, στη λύ­τρωση και τη σωτηρία.

«Χαίρε, οσμή της Χριστού εύωδίας»! Αυτή την οσμή της ευωδίας του Χριστού οσφραινόμαστε κι απολαμβάνουμε κι εμείς κοντά στην Παναγία μας, κοντά στους άγιους, κοντά στον Κύριο Ιησού! Μια ευωδία πνευματική πού πολλές φο­ρές επιτρέπει ό Θεός να την νιώθουμε και με τις αισθήσεις μας, όταν προσκυ­νούμε τις ιερές εικόνες πού μυροβλύζουν και τα χαριτόβρυτα άγια Λείψανα πού ευωδιάζουν...

Αυτή την οσμή της ευωδίας του Χρί­στου μπορεί να αναδίδει και ή δική μας ζωή, αφού σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου Παύλου «Χριστού ευωδία έσμέν» (Β' Κορ. β' 15). Αρκεί να φροντίζουμε, ώστε την ψυχή μας να τη διατηρούμε καθαρή από πάθη και αμαρ­τίες και να τη στολίζουμε με τα άνθη των αρετών. Άς μιμηθούμε κι έδώ το παρά­δειγμα της πανάγνου Κόρης της Ναζα­ρέτ. Οι καιροί μας δεν είναι χειρότεροι από τούς τότε καιρούς. Με τις πρεσβείες της ό καθένας μας μπορεί να της μοιάσει· στην αγνότητα, την πίστη, την ταπεινόφρονα υπακοή στο θέλημα του Θεού. Τέ­τοιες αρετές ελκύουν τη Χάρη του Θεού και σκορπίζουν ζωογόνο ευωδιαστό αέ­ρα μέσα στην ασφυκτική ατμόσφαιρα πού ζούμε.

Πολύ περισσότερο όμως, ή ζωή μας θα φέρει την του «Χρίστου εύωδίαν», όταν δεχόμαστε μέσα μας το πιο ευωδιαστό μύρο, τον Βασιλέα Χριστό. Όταν δηλαδή με καθαρή καρδιά και κατάλληλη προ­ετοιμασία προσερχόμαστε στο ουράνιο Μυστήριο της θείας Κοινωνίας. Τότε ό πιστός ενωμένος πλέον με τον Κύριο Ιη­σού, γίνεται ό ίδιος ευωδία Χριστού!

Άς παρακαλούμε την Ύπεραγία Θεο­τόκο να αξιώνει και τον καθένα από εμάς με την καθαρή κι ενάρετη ζωή του, αλλά και με τη συμμετοχή στα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας, να γίνεται ένα θυμιατήρι του Χριστού πού θα σκορπά στο περιβάλλον του το άρωμα της πίστεως, την «όσμήν της Χρίστου ευωδίας».

ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

«Χαίρε, δι ής η χαρά εκλάμψει

Κατάθλιψη: Ή νόσος του 21ου αιώνα. Δε διακρίνει ηλικίες και κοινωνικές τάξεις. Συμπαθεί τους νέους, αλλά δεν προ­σπερνά και τους ενήλικες ούτε καταφρο­νεί τους υπερήλικες. Τα παγωμένα καταθλιπτικά βλέμματα καθρεπτίζουν το κενό του σύγχρονου κόσμου. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες αναζητούν τα αίτια, αποφεύγοντας κατά κανόνα να προσεγγίσουν την κυρίως αιτία, την τραγική, απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό του. Εκεί βρίσκεται και ή τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου, πού πορεύεται αυτο­καταστροφικά και παράλογα.

Εκεί αντιτείνει ή Εκκλησία μας την αιώνια πρόταση της, στρέφοντας τα μάτια στην Ύπεραγία Θεοτόκο: «Χαίρε, όλκάς των θελόντων σωθήναι, χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων».

Ευαγγελισμός: Το θαυμαστό μήνυμα της υπερφυούς συλλήψεως της Θεοτόκου και ή ενσάρκωση του Θεού λόγου κάνει πραγματικότητα την πολυπόθητη επανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό: «Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι ης κατέβη ό Θεός...»

Έπανευαγγελισμός: Βαθιά ανάγκη εκ νέου κατανοήσεως και προσοικειώσεως του ιερού μηνύματος της σωτηρίας.: «Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν, χαίρε, πιστών καταγαύζουσα φρένας».

Ό ορθολογισμός μας πρόδωσε και μας έμπλεξε στα δί­χτυα της πιο παγερής ειδωλολατρίας, του υλισμού και ευδαιμονισμού: «Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα, χαίρε, των ειδώλων τον δόλον έλέγξασα». Χάρη της Γλυκύτατης Μητέρας μας μπορεί να μας σωφρονίσει και οι πρεσβείες της να, μας χαρί­σουν την ευφροσύνη της σωτηρίας: «Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης, χαίρε, πασών γε­νεών ευφροσύνη. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε».

Φιλοθέη Χ.Τ.

(Από την "ΔΡΑΣΗ")

Ή Θεοτόκος, ή έμψυχος Κιβωτός της Διαθήκης

Στην Ακολουθία του Ακάθιστου Ύ­μνου, και μάλιστα και στον Κανό­να που ψάλλεται σ' αυτήν, πολλές φορές χαρακτηρίζεται ή Ύπεραγία Θεοτόκος ως μάννα, ως ράβδος πού έβλάστησε τον καρπόν της ζωής, ως Κιβωτός κλπ. Χρησιμοποιούνται δη­λαδή ως χαρακτηρισμοί της Θεοτόκου ο­νόματα από γεγονότα πού συνέβησαν κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης και αποτέλεσαν προτυπώσεις ή τύπους γεγονότων πού συνέβησαν κατά την πε­ρίοδο της Καινής Διαθήκης. Ένα τέτοιο γεγονός είναι και ή κατασκευή της Κιβω­τού της Διαθήκης από τον Μωυσή.

"Όταν ό Θεός κάλεσε τον Μωυσή στο όρος Χωρήβ να παραλάβει τον Δεκάλο­γο μέσα στη λαμπρότητα της θεοφανείας, του έδωσε οδηγίες για την κατασκευή του τόπου της λατρείας και τον εξοπλισμό του. Του είπε: «Και ποιήσεις κιβωτόν μαρ­τυρίου έκ ξύλων άσηπτων... και καταχρυσώσεις αυτήν χρυσίω καθαρώ, έσωθεν και έξωθεν χρυσώσεις αυτήν» (Εξ. κε' 9-10). Θα κατασκευάσεις ένα κιβώτιο από ξύλα πού δεν σαπίζουν, για να βά­λεις σ' αυτό όσα θα είναι μάρτυρες της παρουσίας μου... Θα καλύψεις δε την Κι­βωτό με πολύ καθαρό χρυσάφι. Θα την επιχρυσώσεις από μέσα και από έξω.

Πρώτοι αξιόπιστοι μάρτυρες της πα­ρουσίας του Θεού στην Κιβωτό της Δια­θήκης θα ήταν οι θεοχάρακτες πλάκες του Νόμου, ή διαθήκη του Θεού με τον Ισραήλ. Οι πλάκες αυτές ονομάζονται και «Μαρτύριον». Ό Νόμος θα ήταν μαρτυρία για την τιμή πού έκαμε ό Θεός στο λαό του να τον επιλέξει ως ασφαλή φύλακα και γνήσιο εκφραστή του θελήματος του, για την πρόθυμη ανταπόκριση και ολόψυχη αποδοχή του γι’ αυτήν την εκλογή.

Στην Κιβωτό τοποθετήθηκε επίσης ή χρυσή στάμνα με το μάννα. Για να ένθυμοΰνται οι Ισραηλίτες την αγάπη και την πρόνοια του Θεού ή οποία επί σαράντα ολόκληρα χρόνια τούς έτρεφε με αυτό στην έρημο.

Ακόμη υπήρχε και ή ράβδος του Αα­ρών, πού διά θαύματος έβγαλε βλαστό, για να θυμίζει σ' όλους την κλήση του Αα­ρών στην ίερωσύνη.

Αυτή ή Κιβωτός υπήρξε το πιο ιερό αντικείμενο της ιουδαϊκής λατρείας. Την φύλαγαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, πού ήταν ένας φορητός Ναός, και στο πιο ιε­ρό μέρος, στα «Άγια των Αγίων». 'Όταν δε κτίσθηκε ό μεγαλοπρεπής Ναός του Σολομώντος, μεταφέρθηκε στα Άγια των Αγίων του Ναού αυτού.

Ή Κιβωτός επί σαράντα ολόκληρα χρό­νια προπορευόταν των Ισραηλιτών μέσα στην έρημο. Οδηγούσε με την παρουσία της τον λαό, τον ενίσχυε στους αγώνες του εναντίον των αλλοφύλων, πού συναν­τούσαν κατά την πορεία τους. Ήταν μία συνεχής μαρτυρία της παρουσίας του Θεού.

Ό απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Εβραίους (κεφ. θ' 3-5) μας υ­πενθυμίζει ότι υστέρα από το δεύτερο παραπέτασμα της Σκηνής του Μαρτυρί­ου ήταν το μέρος της σκηνής πού λεγό­ταν Άγια Αγίων. Τα Άγια των Αγίων εί­χαν το χρυσό θυμιατήριον και την Κιβω­τό της Διαθήκης. Επάνω από την Κιβωτό υπήρχαν δύο χρυσά Χερουβείμ ένδοξα, γιατί μεταξύ αυτών των δύο Χερουβείμ εμ­φανιζόταν και μιλούσε ό Θεός. Αυτά με τα φτερά τους σκέπαζαν το χρυσό κάλυμ­μα της Κιβωτού, πού εκαλείτο Ίλαστήριο. Αυτήν την αποστολική περικοπή καθόρι­σε ή Εκκλησία να άναγινώσκεται σε πολ­λές Θεομητορικές εορτές.

Την εποχή της Καινής Διαθήκης όμως έχουμε πλέον την έμψυχη Κιβωτό του Θεού, την Κυρία Θεοτόκο, ή όποια χαρα­κτηρίζεται ως Κιβωτός «χρυσωθείσα τω Πνεύματι», πού χρυσώθηκε από το Πανάγιον Πνεύμα, το Οποίο την κατέστησε «παλάτιον και καθέδραν του μόνου Βα­σιλέως».

Τώρα ή Θεοτόκος δίνει ασύγκριτα με­γαλύτερη και ανώτερη μαρτυρία για την παρουσία του Θεού στον κόσμο. Φέρει αντί για θεοχάρακτες πλάκες τον Ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού, ό Όποιος «σαρξ έγένετο και έσκήνωσεν έν ήμίν» (Ιω. α" 14), και είναι «το πλήρωμα του νό­μου και των προφητών» (Θ. Λειτουργία Χρυσοστόμου, Ευχή «εν τώ συστείλαι τα άγια»). Αντί της χρυσής στάμνας με το μάννα φέρει στον κόσμο τον Υιό και Λόγο του Θεού, ό Όποιος είναι «ό άρτος του Θεού ό καταβαίνων έκ του ουρανού και ζωήν διδούς τώ κόσμω» (Ιω. ς' 33). Οι Ισραηλίτες έφαγαν από το μάννα και δι­ατηρήθηκαν στη ζωή μέσα στην έρημο, τελικά όμως πέθαναν. Όσοι όμως μετέ­χουμε του Άρτου της ζωής, κοινωνούμε την αιώνια ζωή. Ακόμη ή Παναγία ως άλλη ράβδος του Ίεσσαί έβλάστησε τον καρπό της ζωής με το ασύγκριτο θαύμα της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος.

Στην Κιβωτό της Διαθήκης και ανάμε­σα στα δύο Χερουβείμ του ίλαστηρίου, ό Θεός έκαμνε, είπαμε, γνωστό το θέλημα του προς τον λαό της Παλαιάς Διαθή­κης. Στα χρόνια της Καινής Διαθήκης ό Θεός χρησιμοποίησε την Ύπεραγία Θε­οτόκο για να μας αποκαλύψει το «χρόνοις αίωνίοις σεσιγημένον μυστήριον» της σωτηρίας μας (Ρωμ. ιδ' 24).

Οι παλαιοί Ισραηλίτες ατένιζαν με δέος και σεβασμό την Κιβωτό και έναπέθεταν εκεί ό καθένας ως άτομο και ως έθνος την ελπίδα τους και ζητούσαν την ακα­ταμάχητη προστασία του Θεού. Με ακό­μη πιο μεγάλο δέος και βαθύ σεβασμό ατενίζουμε εμείς οι Χριστιανοί το σεπτό πρόσωπο της Παναγίας μας. Το άγιο ό­νομα της το εύλαβούμεθα και το προφέ­ρουμε με ιερό δέος. Στη μητρική στοργική αγάπη της βρίσκουν οι ψυχές μας τη θε­ϊκή παρηγοριά. Στην ακαταμάχητη προ­στασία της εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, το παιδιά μας, τα προσφιλή μας πρό­σωπα και το έθνος μας. Δικαιολογημένα οι πιστοί Χριστιανοί στην Ακολουθία των «Χαιρετισμών» προς την Παναγία με ευ­λάβεια και βαθιά ευγνωμοσύνη την απο­καλούμε Κιβωτό.

Να προσβλέπουμε λοιπόν με εμπιστο­σύνη και να καταφεύγουμε προς την έμ­ψυχο Κιβωτό, την Ύπεραγία Θεοτόκο. Να συνεχίσουμε να ζητούμε ταπεινά τις πρεσβείες της προς τον Σωτήρα και Λυ­τρωτή μας Κύριο Ιησού Χριστό, για να μας ελεήσει και σώσει διά της παντοδυ­νάμου θείας Χάριτος του. ■

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ