ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ-ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ-ΜΕΤΑΝΟΙΑ

ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η ΖΩΗ, αγαπητοί μου, είναι ένα ταξίδι. Και ο δρόμος ο σωστός, πού πρέπει όλοι ν' ακολουθήσουμε για να φθάσουμε στο τέρμα, στον ουρανό, είναι ένας· ο δρόμος πού χάραξε ο Χριστός με τό αίμα του- τον βάδισε ο ίδιος και εκατομμύρια μαρτύρων και ομολογητών της πίστεως μας. Ό ίδιος ο Χριστός είπε- «Έγώ είμι ή οδός και ή αλή­θεια και ή ζωή» (Ιωάν. 14,6).Είναι αλήθεια ότι αυτός ο δρόμος της α­ρετής είναι δύσκολος, ανηφορικός, ένας Γολ­γοθάς. «Στενή ή πύλη και τεθλιμμένη ή ο­δός ή άπάγουσα εις την ζωήν...» (Ματθ. 7,14). Αντιθέτως ο δρόμος της κακίας, της δια­φθοράς, τής απιστίας είναι εύκολος, κατηφο­ρικός. «Πλατεία ή πύλη και ευρύχωρος ή οδός ή άπάγουσα είς τήν άπώλειαν...» (ε.ά. 7,13), στήν καταστροφή. Ό ένας δρόμος είναι του Χριστού, ο άλλος του σατανά· ο ένας είναι του παραδείσου, ο άλλος τής κολάσε-ως. Διαλέξτε· ελεύθερος είναι ο άνθρωπος ν' ακολουθήσει όποιο δρόμο θέλει.Δύσκολο πράγμα οι αρετές. Κι αν ρωτά­τε, απ’ όλες τις αρετές ποιά είναι ή πιο δύσ­κολη, ο φιλάργυρος θα πει ή ελεημοσύνη, ο κοιλιόδουλος θα πει ή νηστεία, ο σαρκολάτρης θα πει ή παρθενία, ο φιλόζωος θα πει τό μαρτύριο γιά τό Χριστό. Άλλά εγώ θεω­ρώ ότι τό πιο δύσκολο άπ' όλα είναι — ποιό; Τό νά συγχωρεί ο ένας τον άλλο. Είναι ένα χαλικάκι, πού ζητάει ο Χριστός νά σηκώ­σουμε, άλλά ο διάβολος τό κάνει βουνό α­σήκωτο. Κι ότι αυτό είναι ή πιο δύσκολη α­ρετή θα σάς τό δείξω μέ 3 - 4 παραδείγμα­τα· παρακαλώ προσέξτε. Τό ένα παράδειγμα είναι άπό τούς βίους τών αγίων. Αν ανοίξετε τά συναξάρια, θα δείτε ότι στις 9 Φεβρουαρίου εορτάζει ένας άγιος πού ονομάζεται Νικηφόρος. Ακούστε πώς μαρτύρησε. Στήν εποχή του ο Νικηφό­ρος τά είχε χαλάσει μέ έναν ιερέα πού τον έλεγαν Σαπρίκιο. Ήταν μαλωμένοι- και έ­φταιγε ο Σαπρίκιος, όχι ο Νικηφόρος. Έγινε διωγμός, και τον πρώτο πού έπιασαν ή­ταν ο παπάς, ο Σαπρίκιος. Τον δίκασαν και βγήκε απόφαση ν' αποκεφαλισθεί. Τον πή­ραν οι στρατιώτες πρωί - πρωί και τον οδηγούσαν έξω άπό την πόλη να τον εκτελέ­σουν. Όταν έμαθε ο Νικηφόρος ότι ο Σαπρί­κιος σε λίγη ώρα δε θα υπάρχει στη ζωή, τον έπιασε τό κλάμα. Τρέχει στο δρόμο, προ­λαβαίνει τή συνοδεία, και πέφτει στα πόδια του. —Αδελφέ Σαπρίκιε, συχώρεσε με. Ε­κείνος όμως τίποτα. —Δε σε συγχωρώ! Μέ­χρι την τελευταία στιγμή του μαρτυρίου ο Νικηφόρος έπεφτε και παρακαλούσε τό Σαπρίκιο να τον συγχώρηση. Αδύνατον. Τότε τι συνέβη· μόλις ο στρατιώτης ύψωσε τό σπαθί νά τού κόψη τό κεφάλι, ο Σαπρίκιος λέει—Γιατί μέ σφάζετε; —Γιατί είσαι Χρι­στιανός. —Γι' αυτό λοιπόν; τότε εγώ αρνού­μαι τό Χριστό... Και ενώ οι άγγελοι τού ε­τοίμαζαν στεφάνι, ο Σαπρίκιος, πού δε συγ­χώρησε τό Νικηφόρο, κρίθηκε ανάξιος του μαρτυρίου· τον εγκατέλειψε ή χάρις τού Θε­ού και αρνήθηκε τό Χριστό. Άντ' αυτού μαρ­τύρησε — ποιος; Ό Νικηφόρος, πού είχε κα­λή καρδιά και αγάπη. Ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός, και μαρτύρησε. Έτσι στις 9 Φε­βρουαρίου, αντί Σαπρικίου τού μάρτυρος, τιμούμε τή μνήμη Νικηφόρου τού μάρτυρος.

Τρομερό παράδειγμα αυτό· δείχνει ότι ανώ­τερο κι άπ' τό μαρτύριο είναι τό νά συγχώ­ρησης, νά δώσεις συγχώρηση μέσα άπ' τήν καρδιά σου. Μα είναι εύκολο; Σας είπα, πετραδάκι είναι, μία λέξη είναι· άλλά γίνεται πιο βαρειά κι άπό τον Όλυμπο και τό Βίτσι και τό Γράμμο. Δε συγχωρούν οι άνθρωποι. Θέλετε πα­ραδείγματα οχι παλιά άλλά καινούργια; Δεν είναι πολύς καιρός πού σ' ένα χωριό ένας πολύ γέρος, 90 χρονών, πέθαινε. Πάει ο παπάς, καλός παπάς, στο σπίτι. —Γέρον­τα, τι κάνεις; —Δεν μπορώ. —Θέλεις νά κοινωνήσεις; —θέλω. —Θα σε κοινωνήσω, άλ­λά νά φωνάξουμε εκείνο τόν άνθρωπο, πού έχεις χρόνια ολόκληρα νά του μιλήσεις. —Ποιόν; εκείνον; Άαα, δεν τό συγχωρώ. Πες μου, παππούλη, νά κάνω ό,τι άλλο θέλεις· ν' ανάψω λαμπάδες, νά χτίσω εκκλησιά, νά κάνω ελεημοσύνες, νά νηστέψω· αυτόν δεν τόν συγχωρώ. —Βρε τούτο - βρε εκείνο, του έλεγε ο παπάς μέ δάκρυα. Τίποτα. Ξεψυ­χούσε, θα παρέδιδε τήν ψυχή του στο διά­βολο, και όμως δεν συγχώρησε.Και τά έθνη μισούνται. Αυτό θα φάει τήν ανθρωπότητα. Γερμανοί δε συγχωρούν τούς Ρώσους, και Ρώσοι δε συγχωρούν τούς Γερ­μανούς. Υπάρχει μνησικακία. Αν υπήρχε συγχώρηση, ο κόσμος θα ήταν παράδεισος. Ή πιο ωραία λέξη στο Ευαγγέλιο είναι ή συγχώρησις.Δε συγχωρεί ο άνθρωπος,.θέλετε άλλο έ­να παράδειγμα; Δεν είναι ούτε δέκα μέρες, πού έμαθα ότι σ' ένα χωριό ένα αντρόγυνο τρώγονται. Τούς κάλεσα. —Τι έχετε; 'Η γυ­ναίκα, ταπεινή, τή φώτισε ο Θεός και είπε· —Εγώ φταίω· αδικώ πολλές φορές τόν άν­τρα μου, τόν βρίζω, τόν κακολογώ· μετανιώνω, τόν παρακαλώ νά μέ συχώρεση — και έπεσε και τού έκανε μετάνοια. Σπάνιο πράγμα γυναίκα νά παραδεχτή ότι σφάλλει. Εγώ συγκινήθηκα, έκλαψα. Νά βλέπεις μία γυναίκα νέα, όμορφη κοπέλα, νά γονατίζει μπροστά σ' έναν άντρα —πού τήν απατού­σε— και νά λέει, Σου ζητώ νά μέ συχώρε­σης γιά όσα σου είπα. Και οι άγγελοι και τά άστρα συγκινούνται. Αυτός; —Δε σε συγχωρώ!... Πόσα του έκανε! δεν τήν συγ­χώρησε. Τέτοιος είναι ο κόσμος. Υπάρχουν δυστυ­χώς οικογένειες πού έχουν μεταξύ τους μνη­σικακία και τό μίσος διαιωνίζεται άπό τούς γονείς στα παιδιά και τά εγγόνια.

Άνθρωπος πού δε συγχωρεί δεν είναι Χρι­στιανός. Είναι ζώο, θηρίο. Λένε ότι, αν κά­ποιο παιδί πειράξει τήν καμήλα, αύτη δεν τό ξεχνάει. Μπορεί νά περάσουν χρόνια, άλλ' άμα τό πετύχει στο δρόμο, θα τό τσά­κιση- δε συγχωρεί. Γι' αυτό λέμε «αυτός ο άνθρωπος μοιάζει μέ καμήλα, δε συγχωρεί-κρατάει βαθειά μέσα του τήν εκδίκηση». Αντιθέτως αυτός πού συγχωρεί άπό τήν καρδιά του, μοιάζει - μέ ποιόν; Μέ τό θεό.Ό Θεός συγχωρεί, διαρκώς συγχωρεί. Είναι μακρόθυμος, πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος. 'Εμάς μάς φταίει ο γείτονας μας, γιατί μάς πείραξε, γιατί τό ζώο του μπήκε στο χωράφι μας..., γιά μικρά και ασήμαντα πράγματα. Άλλ' εκείνα πού φταίμε εμείς στο Θεό είναι πολύ μεγάλα. Φταίμε, αμαρτάνουμε συνεχώς. Αμαρτάνουμε μέ τά μάτια μας, μέ τ' αυτιά μας, μέ τά χέρια μας, μέ τό κορ­μί μας- αμαρτάνουμε τήν ημέρα, τή νύχτα, στο καφενείο, στο δρόμο, στα χωράφια, αμαρτάνουμε ακόμα και μέσ' στήν εκκλη­σία. Ποιος μπορεί νά μέτρηση τις αμαρτίες του άνθρωπου; Άβυσσος, «μύρια τάλαντα» πού λέει τό ευαγγέλιο (Ματθ. 18,24), αμέτρητα τ' αμαρτήματα μας, αστρονομικός αριθμός. «Αμαρτιών μου τά πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» (τροπ. Κασσιανής, δοξ. αίν. Μ. Τετάρτης).Και τι κάνει ο Θεός; μάς συνερίζεται; 'Αν μάς συνεριζόταν, αν γιά κάθε αμαρτία πού κάνουμε, γιά κάθε βλαστήμια πού ακούγε­ται, έπεφτε ένα αστροπελέκι, θα είχαμε καεί όλοι. Μάς συγχωρεί, συνεχώς συγχωρεί τ' αμαρτήματα μας. Γι' αυτό κ' εμείς νά είμε­θα συγγνωμικοί. Αυτό ζητά άπό μάς. Ό­πως εκείνος συγχωρεί τ' αμαρτήματα μας, τά μεγάλα και αμέτρητα, έτσι κ' εμείς νά συγχωρούμε τούς άλλους- οι νύφες τις πε­θερές, οι πεθερές τις νύφες, ο άντρας τή γυ­ναίκα του, ο πατέρας τό παιδί του, οι χω­ριανοί τούς συγχωριανούς τους. Δώστε μου, δώστε μου ένα χωριό όπου υπάρχει συγγνώ­μη, έλεος, αγάπη- παράδεισος είναι. Δώστε μου ένα άλλο χωριό, όπου δεν υπάρχει συγχώρησις και έλεος- κόλασις είναι. Κόλασις έγινε ή γη, γιατί σβήσαμε τά λόγια του Χρι­στού μας, τά απέριττα και αιώνια λόγια «Αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. 13,34).

Αγαπητοί μου, ας ξεριζώσει ο Θεός άπ' τήν καρδιά μας τό αγκάθι πού λέγεται μνη­σικακία, και ας φυτέψει τό ουράνιο λου­λούδι, τήν αγάπη του Χριστού μας. Έτσι θα είμαστε μιμηταί εκείνου, πού πάνω άπ' τό σταυρό συγχώρησε τούς σταυρωτάς του. Έτσι θα μπορούμε νά προσευχώμεθα και νά λέμε τόν τρομερό εκείνο λόγο- «Καί άφες ήμίν τά όφειλήματα ημών, ώς καί ήμείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών» (Ματθ. 6,12). Δια­φορετικά, είμεθα ψεύτες και θεομπαίχτες όλοι, κλήρος και λαός. Αύτη ή υπόσχεση είναι όρος συγχωρήσεως. Συγχωρείς; θα συγχωρηθείς· δε συγχω­ρείς; χίλιοι παπάδες νά σου κάνουν μνημό­συνα, χίλιοι δεσποτάδες και πατριαρχάδες νά πάνε στον τάφο σου, δεν θα συγχωρηθείς. Συγχώρησε λοιπόν, γιά νά συγχωρηθείς.

επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

(απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον ί. ναό Γενεσίου τής Θεοτόκου Κ. Κλεινών-Φλωρίνης τήν 14-8-1977)

068_Πῶς νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους - π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ (ΙΑ' Ματθαίoυ) https://www.youtube.com/watch?v=gnycuUN3su8

Από τους πρώτους χριστιανι­κούς χρόνους μέχρι σήμερα συνεχίζεται ή ευλογημένη πα­ράδοση, πριν κοινωνήσουμε, το Σαββατόβραδο, να άλληλοσυγχωρούμεθα. Πολλές χριστιανικές οικογέ­νειες συμβουλεύουν τα παιδιά και τα εγ­γόνια τους το Σαββατόβραδο, πού ετοιμάζονται να κοινωνήσουν, να φιλούν το χέρι του παππού και της γιαγιάς, του πατέρα και της μητέρας, και να ζητούν απ' όλα τα μέλη της οικογενείας συγ­γνώμη, αν τούς λύπησαν σε κάτι.

Αυτή ή ευλογημένη παράδοση της άλληλοσυγχωρήσεως αξίζει να συνεχι­σθεί και να είναι όχι μόνο τυπική αλλά και ουσιαστική. Διότι άνθρωποι είμα­στε, όλο και κάτι παρουσιάζεται στις σχέσεις μας. Κάτι περισσότερο λέει ό έ­νας, κάτι περισσότερο ό άλλος, και ή παρεξήγηση δεν αργεί να έλθει. Δημι­ουργείται θερμό επεισόδιο, βαραίνει ή ατμόσφαιρα, χαλούν οι καρδιές μας και υποφέρουμε όλοι μέσα στο σπίτι.

Το ζητούμενο είναι τις προστριβές πού αναπόφευκτα δημιουργούνται, να μην τις αφήνουμε να χρονίζουν, αλλά να τις τακτοποιούμε το συντομότερο.

Να εφαρμόζουμε τον θείο λόγο της Γραφής: «Ό ήλιος μή έπιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών» (Εφεσ. δ' 26). Δεν είναι σωστό να κρατούμε αποστάσεις μεταξύ μας, να μη μιλιόμαστε, να θέλου­με να εκδικηθούμε- πρέπει να δείχνου­με μεγαλοψυχία και ανωτερότητα.

Ιδίως όταν φθάνει το Σαββατόβραδο και θέλουμε την άλλη ήμερα να κοινω­νήσουμε, προβάλλει επιτακτική ή ανά­γκη της αλληλοσυγχωρήσεως. Δεν μπο­ρούμε να προσέλθουμε στα Άχραντα Μυστήρια, αν μεταξύ μας είμαστε πι­κραμένοι. Δεν μπορούμε να επικοινω­νήσουμε με τον Θεό, αν μεταξύ μας εί­μαστε μαλωμένοι. Δεν μπορούμε να ε­νωθούμε δια της θείας Κοινωνίας με τον Θεό, αν μεταξύ μας είμαστε χωρισμέ­νοι. Ό άγιος Θεός προκρίνει τη συγχωρητικότητα περισσότερο από κάθε άλλη ενέργεια μας, ακόμη κι από την προσ­ευχή κι από τη θεία λατρεία.

Γιατί άραγε; Για να μένει ακλόνητη ή αγάπη μας προς τον Θεό και τούς συν­ανθρώπους μας. Ό ιερός Χρυσόστο­μος σημειώνει ότι τίποτε δεν διατηρεί τόσο πολύ την μεταξύ μας αγάπη, όσο το να μη θυμόμαστε το κακό πού μας έκαναν. 'Αν το θυμόμαστε, διασαλεύε­ται ή ομαλότητα στις σχέσεις μας και α­πομακρυνόμαστε ψυχικά ό ένας από τον άλλον. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συμφιλιωθούμε με τους αδελφούς πού πικραθήκαμε, για να αποκατασταθεί ή ομαλότητα στις σχέσεις μας και να μεί­νει απαρασάλευτη ή αγάπη μας.

Ό Θεός της αγάπης είναι ό Πατέρας μας, Όπως ένας πατέρας χαίρεται να βλέπει τα παιδιά του αγαπημένα, έτσι κι ό Ουράνιος Πατέρας μας χαίρεται να είμαστε μεταξύ μας αγαπημένοι, μο­νοιασμένοι, συνδεδεμένοι με τον σύν­δεσμο της αγάπης. Κι όπως ένας πα­τέρας πικραίνεται, όταν τα παιδιά του πιάνονται στα χέρια και μαλώνουν, έτσι κι ό Ουράνιος Πατέρας μας λυπείται, ό­ταν ψυχραινόμαστε και λογοφέρνουμε. Ζητεί να διακόψουμε τη θεία λατρεία, να ζητήσουμε συγγνώμη από τον αδελφό πού έχει κάτι εναντίον μας και μετά να του προσφέρουμε το δώρο μας. «Έάν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσι­αστήριον κάκεί μνησθής ότι ό αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώ­ρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρί­ου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω άδελφώ σου, και τότε έλθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε' 23-24).

Δεν φθάνει μόνο εμείς να μην έχουμε κάτι κατά του αδελφού. Μπορεί να μην έχουμε εμείς, άλλα να έχει κάτι ό αδελ­φός μας εναντίον μας. Αν το αντιλη­φθούμε, να πάμε και να του ζητήσουμε συγγνώμη. Διότι δεν μπορούμε να κοι­νωνήσουμε, αν είμαστε μεταξύ μας μα­λωμένοι. Ή τράπεζα της θείας Ευχαρι­στίας δεν δέχεται όσους μισούνται με­ταξύ τους. «Ού δέχεται τούς άπεχθώς προς αλλήλους έχοντας αύτη ή τράπε­ζα», τονίζει ό ιερός Χρυσόστομος.

Για να προσέλθουμε στα Άχραντα Μυστήρια, οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε. Να ευτρεπίζουμε τον οίκο της ψυ­χής μας. Να εξαγνίζουμε την καρδιά μας. «Άγίαν ποιήσωμεν την ψυχήν», σαλπίζει ό χρυσορρήμων Πατήρ. Να α­γιάζουμε την ψυχή μας. Πώς και με ποιό τρόπο θα την αγιάζουμε; Με τη μετά­νοια, την ιερά Εξομολόγηση και τη συγ­χώρηση πού θα δίνουμε μέσα από την καρδιά μας σ' αυτούς πού μας έφται­ξαν. Δηλαδή, αν διατηρούμε έχθρα στην καρδιά μας κατά του αδελφού, να τη λύ­σουμε. 'Αν διατηρούμε πικρία, θυμό και οργή, να διώξουμε τα πικρόχολα αυτά αισθήματα. «Να έμέσωμεν τον ιόν του μίσους (να έμέσουμε το δηλητήριο του μίσους), να καταλύσωμεν τάς έχθρας, να μαλάξωμεν την όργήν, να καταστεί-λωμεν τα κύματα της έκδικήσεως». Να καλλιεργούμε όχι αισθήματα αντιπάθει­ας, μνησικακίας και εκδικήσεως, αλλά αισθήματα ανεξικακίας, μεγαλοψυχίας και συγχωρήσεως!

Συγχωρώντας μέσα από την καρδιά μας τούς αδελφούς πού μας έφταιξαν, πετυχαίνουμε να λάβουμε την άφεση των αμαρτιών μας στο φιλάνθρωπο Μυ­στήριο της ιεράς Εξομολογήσεως και τη δυνατότητα να προσερχόμαστε στο Ποτήριο της ζωής και να κοινωνούμε άκατακρίτως των Άχραντων Μυστηρί­ων. Επίσης μιμούμαστε την αγάπη του Θεού πού προσφέρεται σε όλους χωρίς διακρίσεις, χωρίς κρατούμενα! Ακόμη ελκύουμε τη χάρη και τούς οικτιρμούς του Θεού και προοδεύουμε στην αρετή και την αγιότητα!

Το καθήκον μας είναι φανερό: να α­νοίγουμε αγκαλιές ειρηνοφόρες και να άλληλοσυγχωρούμεθα. Να λέμε στους αδελφούς με τούς οποίους πικραθήκα­με: «'Ό,τι κι αν έγινε μεταξύ μας, να το ξεχάσουμε». Έτσι ανοίγουμε διάπλα­τα τις καρδιές μας, για να έρχεται και να κατοικεί ό Θεός της αγάπης!(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

Συγγνώμη, μια λέξη – κλειδί

Είναι κάποιες λέξεις μικρές πού ό­μως όταν βγαίνουν από το στό­μα μας μπορούν να κάνουν θαύ­ματα, ν' ανοίξουν τις καρδιές των ανθρώπων, ν' ανοίξουν τούς ορίζοντες τους, κόσμους ολόκληρους θησαυρών πολύτιμων και ζηλευτών. Είναι λέξεις -κλειδιά.Τέτοια είναι και ή λέξη «συγγνώμη». Μια λέξη - κλειδί, κλειδί δυσεύρετο δυσ­τυχώς τις περισσότερες φορές. Γιατί;

Περνούμε συχνά κάποιες ώρες δύσκο­λες στη ζωή μας, ώρες πού κυριαρχεί ή κόπωση, ή ένταση των νεύρων, ή βιασύ­νη και ή αδημονία. Είναι ώρες πού ή σκέ­ψη δεν είναι νηφάλια, πού χάνουμε την ψυχραιμία και τον έλεγχο του εαυτού μας. Τότε μπορεί να συμβεί κάτι, πού να μας φορτίσει περισσότερο και να φερθούμε στον πλησίον μας με τρόπο πού μια άλ­λη ώρα δεν θα φερόμασταν. Εκείνος δι­αμαρτύρεται, εμείς ανάβουμε περισσό­τερο, δεν θέλουμε να παραδεχθούμε το λάθος μας, ή ατμόσφαιρα φορτίζεται, τα­ράζονται οι ψυχές μας.

Άλλοτε συμβαίνει να κάνουμε από α­προσεξία ή από άγνοια κάποιο λάθος, μικρό ή μεγαλύτερο, και να το καταλάβου­με αμέσως ή και αργότερα. Και μπορεί το λάθος αυτό να το αντιλαμβάνονται οι άλλοι, να έχει πιθανώς και επιπτώσεις στη ζωή τους, να τούς επηρεάζει αρνη­τικά. Και εμείς να μη θέλουμε να το πα­ραδεχθούμε. Να προσπαθούμε να το συγκαλύψουμε. Να το σκεπάζουμε με δι­καιολογίες. Αυτό βέβαια δεν επιτρέπει την ειρήνη να έλθει ανάμεσα μας. Αντί­θετα προκαλείται αναστάτωση, απομα­κρύνονται μεταξύ τους οι ψυχές.

Ποιά ή αιτία αυτών των δυσάρεστων καταστάσεων;

Κάθε ταραχή της ψυχής έχει τη ρίζα της στη φιλαυτία μας. Είναι ό εγωισμός πού δεν επιτρέπει να παραδεχθούμε το λάθος μας. Γιατί ή παραδοχή ενός λάθους δεν μας κατεβάζει μόνο στην εκτίμηση των άλλων. Μας ρίχνει κυρίως στα μάτια του ίδιου του εαυτού μας, καταστρέφει την καλή εικόνα πού θέλουμε να διατηρούμε μέσα μας για τον εαυτό μας. Πιστεύου­με ότι έχουμε χαρίσματα, αρετές, είμα­στε ικανοί και ταλαντούχοι. Και κάθε πε­ριστατικό πού φανερώνει τα αντίθετα μας είναι δυσάρεστο. Διότι αποδεικνύει ότι έχουμε και αδυναμίες, κάνουμε σφάλ­ματα και δεν είμαστε τόσο τέλειοι όσο νομίζουμε. Και ή άμυνα αρχίζει από το εσωτερικό μας. Δεν θέλουμε να αποδε­χθούμε μέσα μας την ιδέα της αδυναμί­ας μας. Υπερασπιζόμαστε μια εικόνα ι­δανική για τον εαυτό μας. Και όταν ή α­μείλικτη πραγματικότητα με αλλεπάλληλα κτυπήματα χαλάει αυτή την εικόνα, όταν, μην μπορώντας να κάνουμε δια­φορετικά, καταλαβαίνουμε την αδυναμία και τα λάθη μας, τότε αρχίζει το θέατρο προς τα έξω. Τότε υπερασπιζόμαστε στα μάτια των άλλων μια ψεύτικη εικόνα του εαυτού μας. Καταλαβαίνουμε το λάθος μας, αλλά δεν το ομολογούμε, βλέπουμε ότι κάποια πράξη μας είναι λανθασμένη, αλλά δεν το παραδεχόμαστε. Και περι­πλέκονται τα πράγματα, δημιουργούνται δυσάρεστες καταστάσεις και βασανίζον­ται οι ψυχές.

Πόσο δύσκολο φαίνεται αυτό πού συγ­χρόνως είναι και πολύ απλό! Το κάνει δύσκολο ό εγωισμός μας. Το αποδει­κνύει απλό ή ταπείνωση. Όταν απλά ό άνθρωπος αναγνωρίσει την αδυναμία και την άγνοια του, τότε εύκολα μπορεί να παραδεχθεί τα λάθη του. Τότε εύκο­λα μπορεί να ζητήσει τη συγχώρηση των άλλων. Το ζητεί ό Κύριος. "Όταν «ό αδελφός σου έχει τι κατά σού», λέγει στην επί τού "Ορους ομιλία, όταν ό πλη­σίον σου έχει κάτι εναντίον σου, «ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω άδελφώ σου», πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και μετά να προσφέρεις το δώρο σου στον θεό (Ματθ. ε' 23-24). Τόσο πολύ θέλει τη συμφιλίωση, τη συν­διαλλαγή. Και σ' αυτό βοηθεί ή αναγνώ­ριση του λάθους μας, ή αίτηση της συγ­γνώμης.

Συγγνώμη, αδελφέ. Δεν πρόσεξα και σου δημιούργησα δυσκολία.

Συγγνώμη, δεν σου μίλησα καλά.

Συγγνώμη, σε αδίκησα.

Συγγνώμη... Και αμέσως πέφτει ή έν­ταση. Αποφορτίζεται ή ατμόσφαιρα. Έρχεται ή ηρεμία ανάμεσα μας. Όταν οι φί­λοι συμβεί να ψυχρανθούν μεταξύ τους, όταν οι σύζυγοι στις ώρες του κόπου φορτίζονται και είναι έτοιμοι να επιρρί­ψουν ό ένας στον άλλο τις ευθύνες, όταν τα παιδιά διαμαρτύρονται ότι οι γο­νείς δεν τα καταλαβαίνουν και οι γονείς ότι τα παιδιά τούς αδικούν, μπορούμε να σκεφθούμε όλοι πιο ψύχραιμα. Και στη δύσκολη ώρα να βρούμε το μερίδιο της δικής μας ευθύνης για την άσχημη κατάσταση πού δημιουργήθηκε, να επι­σημάνουμε το δικό μας λάθος. Και να ζητήσουμε να μας συγχωρήσουν οι άλ­λοι γι' αυτό, να πούμε ειλικρινές και τα­πεινό το «συγγνώμη». Ακόμη και οι με­γαλύτεροι προς τους μικρότερους. Αυτό είναι ακόμη πιο ταπεινό και διδακτικό, συγκινεί και φέρνει πιο γρήγορα την εκ­τόνωση.

Να ζητήσει συγγνώμη ό πατέρας από το παιδί! Κοίταξε, θα πει ασφαλώς μέ­σα του ό ανυπότακτος έφηβος, ό πατέ­ρας ταπεινώθηκε. Παραδέχθηκε το λά­θος του και μου ζητεί συγγνώμη, σαν να είναι ίσος.

Όταν δεν δεχόμαστε το λάθος μας, ό­ταν επιμένουμε να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας, τότε και ό άλλος ακολουθεί παρόμοια τακτική. Δεν παραδέχεται και εκείνος. Ό εγωισμός του ενός εγείρει τον εγωισμό του άλλου. Ή ένταση αυξάνει και από τις δύο πλευρές. Δύο εγωισμοί συγκρούονται.

Όταν όμως ό ένας υποχωρήσει και κάνει την κίνηση της συνδιαλλαγής, τότε σπεύδει και ό άλλος. Ή ταπείνωση του ενός γεννά την ταπείνωση του άλλου. Είμαστε τότε, όπως λέγει ό απόστολος Πέτρος, «άλλήλοις ύποτασσόμενοι» (Α' Πέτρ. ε' 5). Και τη συγγνώμη του ενός ακολουθεί ή συγγνώμη του άλλου. «Έ­μενα να με συγχωρείς. Και εγώ δεν σου φέρθηκα καλά. Έφταιξα και εγώ». Κυρι­αρχεί έτσι ή ποθητή ειρήνη. Επικρατεί ή αγάπη, έρχεται ό Θεός ανάμεσα μας. Ανοίγουν οι καρδιές, ανοίγουν οι ορίζον­τες. Όλα ανοίγουν με τη λέξη - κλειδί, με μια απλή αλλά ειλικρινή συγγνώμη. ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

Συγγνώμη χωρίς όρια!

Ο Πέτρος επηρεασμένος από τήν ι­ουδαϊκή παράδοση πού έλεγε ό­τι μέχρι τρεις φορές επιτρέπεται νά συγχωρούμε αυτούς πού μάς έφταιξαν, ρώτησε τόν θείο Διδάσκαλο: Μέχρι πόσες φορές θα μου φταίξει ο α­δελφός και θα τόν συγχωρήσω; Είναι αρκετό έως επτά φορές; Παρατηρούν οι ιεροί ερμηνευτές ότι υπερδιπλασιάζον­τας τόν αριθμό από τρεις φορές σε ε­πτά, «ένόμιζε μέγα τι λέγειν», ότι απο­δεικνύεται «μεγαλοψυχότατος» . Ίσως περίμενε νά ακούσει και κάποιον επαι­νετικό λόγο από τόν Χριστό γιά τις κα­λές διαθέσεις του. Ό Χριστός όμως τόν διόρθωσε και του έδειξε ότι ή αγάπη πάντοτε συγχωρεί. Δεν σου λέω, του α­πάντησε, νά τόν συγχωρήσεις έως ε­πτά φορές, «άλλ' έως έβδομηκοντάκις έπτά», πού δεν σημαίνει εβδομήντα ε­πτά φορές, άλλά εβδομήντα φορές τό επτά, δηλαδή αναρίθμητες.

Ερμηνεύοντας ο ιερός Χρυσόστομος τό «έβδομηκοντάκις έπτά» παρατηρεί ότι δεν ορίζει κάποιον αριθμό, άλλά εν­νοεί τό άπειρο, τό συνεχές, τό παντοτι­νό. "Οπως τό «μυριάκις δόξα σοι» δεν ερμηνεύεται δέκα χιλιάδες φορές άλλά πάρα πολλές φορές, έτσι και τό «έβδο­μηκοντάκις έπτά» δεν ερμηνεύεται τε­τρακόσιες ενενήντα φορές άλλά αμέ­τρητες.

Αλλά και ή Παραβολή των μυρίων τα­λάντων, πού ό θείος Διδάσκαλος ευθύς αμέσως διηγήθηκε στους ακροατές του (Ματθ. ιη' 23-35), αποδεικνύει πολύ πα­ραστατικά ότι ή συγγνώμη μας στους αδελφούς πού μάς έφταιξαν πρέπει νά είναι απεριόριστη. Αγάπη χωρίς όρια! χωρίς διακρίσεις! χωρίς αποστάσεις! χωρίς κρατούμενα! Νά μην κρατούμε στην ψυχή μας κακία σ' όσους τυχόν μάς λύπησαν, μάς έβλαψαν, μάς ζημίωσαν, είτε με λόγια πικρά μάς πίκραναν, είτε με συκοφαντίες τραυμάτισαν τήν υπόλη­ψη μας, είτε με αδικίες έγιναν αφορμή νά κλάψουμε πολύ, είτε και τη ζωή μας α­κόμη έπιβουλεύθηκαν. Έχουμε καθή­κον και υποχρέωση νά συγχωρούμε, ό­λους και όλα νά τα συγχωρούμε. Νά αγαπούμε αυτούς πού μάς εχθρεύονται, νά λέμε τα καλύτερα λόγια γι' αυτούς πού μάς καταρώνται, νά ευεργετούμε αυτούς πού μάς μισούν και νά προσευ­χόμαστε γι' αυτούς πού μάς μεταχειρί­ζονται υβριστικά, μάς περιφρονούν ή μάς διώκουν, όπως διδάσκει ό Κύριος στην «έπί του όρους ομιλία» του (Ματθ. ε' 44).

Ή αγάπη είναι βασιλική αρετή. «Ού λογίζεται τό κακόν» (Α' Κορ. ιγ' 5). Δεν σκέπτεται τό κακό πού έπαθε, ούτε σκέ­πτεται νά κάνει κακό στους άλλους, νά εκδικηθεί γιά τό κακό πού της έκαναν.

Όπως ό φιλάνθρωπος Πατέρας και Θεός είναι ανεξίκακος, μακρόθυμος, πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος και συγχω­ρεί τα πολλά και μεγάλα αμαρτήματα μας, έτσι κι εμείς νά έχουμε πλατιά καρ­διά και νά συγχωρούμε αυτούς πού μάς έφταιξαν. Όταν αδικούμαστε από τούς συνανθρώπους μας, νά μη θυμώνουμε, νά μη σκυθρωπάζουμε, νά μη μνησικακούμε, νά μη θέλουμε νά εκδικηθού­με, νά μη λειώνουμε από τη θλίψη, νά μη θυμόμαστε τό κακό πού μάς έκαναν, άλλά νά δείχνουμε ανωτερότητα και με­γαλοψυχία. Μη θέλουμε οπωσδήποτε νά βρούμε τό δίκαιο μας. Δεν θα τό χά­σουμε. Θα μάς τό δώσει ό Θεός. Εκείνο πού επείγει είναι νά συγχωρούμε, γιά νά μάς συγχωρήσει κι εμάς ό Θεός. Νά μακροθυμούμε, γιά νά μακροθυμήσει και σε μάς ό Θεός. Νά ελεούμε, γιά νά ελεήσει κι εμάς ό Θεός.

Μερικοί λένε: Πώς είναι δυνατόν νά γί­νει αυτό; Άπαντα ό ιερός Χρυσόστομος: Βλέπουμε τόν Θεό νά γίνεται άνθρω­πος, νά δείχνει τόση συγκατάβαση, νά υφίσταται τόσα παθήματα γιά χάρη μας κι εμείς ρωτάμε ακόμη και αμφιβάλλου­με πώς είναι δυνατόν νά συγχωρήσου­με αυτούς πού μάς έφταιξαν; Δεν τόν ακούμε πού λέει επάνω στο σταυρό: «Πάτερ, άφες αύτοΐς· ού γάρ οϊδασι τί ποιούσι» (Λουκ. κγ' 34); Όπως ό Κύ­ριος συγχώρησε τούς σταυρωτές του, όπως ό πρωτομάρτυς Στέφανος συγ­χώρησε αυτούς πού τόν λιθοβολού­σαν, όπως ό άγιος Διονύσιος συγχώ­ρησε τόν φονιά του αδελφού του, έτσι κι εμείς νά συγχωρούμε μέσα από τήν καρδιά μας αυτούς πού μάς έφταιξαν.

Αν συγχωρούμε, κάνουμε υπακοή στον Θεό, μοιάζουμε στον Θεό, κάνου­με τό ίδιο πού κάνει και ό Θεός. Ό από­στολος Παύλος μάς προτρέπει νά εί­μαστε ευεργετικοί ό ένας προς τόν άλλον, με πονετική καρδιά, και νά άλληλοσυγχωρούμεθα, όπως και ό Θεός δια του Χριστού μάς συγχώρησε (Κολασ. γ' 12). Ό ιερός Χρυσόστομος λέει πάλι ότι τίποτε δεν μάς εξομοιώνει τόσο με τόν Θεό, όσο τό νά παρέχουμε τη συγ­γνώμη μας στους κακούς και σ' αυτούς πού μάς αδικούν. Και σ' άλλη ομιλία του συμπεραίνει ότι τίποτε δεν διατηρεί τόσο πολύ τη μεταξύ μας αγάπη, όσο τό νά μη θυμόμαστε τό κακό πού μάς έκαναν. «Ουδέν ούτως άγάπην διατηρεί ώς τό μή μεμνήσθαι τών εις ημάς ήμαρτηκότων».

Επίσης αν συγχωρούμε, πετυχαίνου­με νά συγχωρηθούν και τα δικά μας α­μαρτήματα. Ενώ, αντίθετα, αν διατηρού­με έχθρα στην καρδιά μας γιά τό κακό πού μάς έκαναν, αφήνουμε ανεξόφλη­τη τη δική μας οφειλή των μυρίων τα­λάντων. Ακόμη αν συγχωρούμε, πετυχαίνου­με νά είναι ειρηνική ή συμβίωση και κα­λή ή συνεργασία μας με τούς άλλους ανθρώπους. Τό άριστο είναι τις προσ­τριβές πού αναπόφευκτα δημιουργούν­ται στην κοινή ζωή με τούς άλλους, νά μην τις αφήνουμε στις καρδιές μας νά χρονίζουν, άλλά νά τις τακτοποιούμε τό συντομότερο. Νά εφαρμόζουμε τόν θείο λόγο της Γραφής: «Ό ήλιος μ ή έπιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών» (Εφ. δ' 26). Νά δίνουμε τα χέρια και νά άλληλοσυγχωρούμεθα.

Αν συγχωρούμε μέσα από τήν καρδιά μας αυτούς πού μάς έφταιξαν, πρώτοι εμείς ευεργετούμαστε. Ευφραινόμαστε εσωτερικά! Άγαλλόμαστε ψυχικά! Απο­λαμβάνουμε τό θείο δώρο τής ειρήνης! Άλλά και τούς αδελφούς μας τούς ω­φελούμε! Χύνουμε βάλσαμο στις καρ­διές τους, τις μαλακώνουμε!

Απεριόριστη συγχωρητικότητα λοι­πόν. Συγγνώμη χωρίς όρια! (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (2)

Θα του δείξω εγώ. Αυτό που μου έκαμε δεν θα το αφήσω να πε­ράσει έτσι. Θα το πληρώσει πο­λυ ακριβά».

Πόσο συχνά αναδεύονται από το τα­ραγμένο εσωτερικό μας τέτοιες έκφρά­σεις και φθάνουν στα χείλη μας! Πόσο συχνά μέσα άπ' αυτές θέλουμε να έμ­ποδίσουμε την λήθη που με την πά­ροδο του χρόνου έρχεται βοηθός στο να αμνηστεύσουμε και να συvxωρή­σουμε κάποιο κακό πού μας έκαμαν! Ό Θεός συγχωρει, λέμε, εγώ όμως όχι! Μας είπαν κάτι, μας αδίκησαν, μας πα­ραθεώρησαν, μας ειρωνεύτηκαν, αυτό ήταν. Καταγράφεται αυτό στη θύμησή μας, επανέρχεται διαρκώς, πικραίνει το εσωτερικό μας, φουντώνει το πάθος της εκδικήσεως. Και το κακό δεν είναι τόσο ότι αδυνατούμε λόγω του πόνου και της πικρίας να το λησμονήσουμε, όσο ότι επιθυμούμε να το θυμόμαστε και άρνούμαστε να το συγχωρήσου­με και να το παραθεωρήσουμε.Πόσο όμως επιζήμια είναι μια τέτοια στάση. Πρωτίστως για την ειρήνη και την ηρεμία στο εσωτερικό μας. Δεν συγχωρείς; Δεν παραβλέπεις; Δεν υπερβαίνεις το κακό που σου έκαμαν; Μένεις τότε με την πικρή ένθύμησί του.

Αφήνεις την αδικία να σε κατατρώγει. Καλλιεργείς την εκδίκηση πού φουντώ­νοντας μέσα σου διαλύει την ψυχική ειρήνη και ηρεμία σου. Κι έτσι θέλοντας να εκδικηθείς τον πρόξενο του πόνου σου, αφήνεις τον πόνο, την θλίψη και την ταραχή να εκδικείται πρωτίστως τον εαυτό σου.

Το σημαντικότερο και βαρύτερο ό­μως είναι ότι αρνείσαι στην πράξη να ακούσεις τον λόγο του Κυρίου, να ύ­πακούσεις στη δική του προτροπή και να εξασφαλίσεις το εισιτήριο για την είσοδό σου στη χαρά του Παρα­δείσου. Γιατί στην Βασιλεία του Θεού όλοι είναι κεκλιμένοι και όλοι μπορούν να εισέλθουν. Μεγάλοι αμαρτωλοί, άρνηταί και διωκται μετανοημένοι θα εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού. 'Άνθρωποι όμως πού δεν ξέρουν, δεν μπορούν και δεν αγωνίζονται να συγ­χωρήσουν είναι αδύνατον να γίνουν πολίται του Ουρανού.Ό Κύριος σαφέστατα το έκήρυττε: «'Εαν άφητε τοις άνθρώποις τα παρα­πτώματα αυτών, αφήσει και ύμίν ό πατήρ υμών ό ουράνιος» (Ματθ. ς' 14). Προϋπόθεση λοιπόν συγχωρή­σεως των αμαρτιών μας από τον φι­λεύσπλαγχνο Κύριο δεν είναι άλλη από την συγχώρηση που έχουμε δεί­ξει εμείς προς όλους εκείνους που µας έφταιξαν. Τόση και τέτοια είναι η ση­µασία της συγχωρητικότητος! 'Έχει διαστάσεις αιώνιες, άπειρες, αφού κα­θορίζει την στάση του Κυρίου απέναν­τί µας του Κυρίου ενώπιον του Οποίου «πολλά πταίοµεν άπαντες»(Ιακ. γ' 2). Αν λοιπόν δεν µπορείς να υπερβείς τον κακό εαυτό σου και να δείξεις α­γάπη, κατανόηση και συμπόνια σ' ό­ποιον σ' έκαμε να πονέσεις αν δεν µπορείς να παραβλέψεις και να συγ­χωρήσεις από έλεος και ανοχή τότε ας φοβηθείς την ημέρα εκείνη την φο­βερή, την ημέρα της Κρίσεως, κατά την οποία ό Κύριος θα αρνηθεί να πα­ραβλέψει τα σφάλματα σου µόνο και µόνο γιατί κι εσύ πεισματικά αρνήθη­κες να συγχωρήσεις όσους σου έφταιξαν στη ζωή σου.'Έχεις λοιπόν κρατούμενα; Οργανώνεις εκδίκηση; Αρνείσαι να συγχωρή­σεις; Αλλά τότε πως στέκεσαι απέναντι του Κυρίου; πως Του µιλας; Με τι λό­για προσεύχεσαι σ' Αυτόν; Δεν λες τα λόγια που Εκείνος µας δίδαξε να λέμε; Και πως τολμάς να Τόν εμπαίζεις και να ψεύδεσαι ενώπιόν του, λέγοντας «αφες ήµίν τα όφειλήµατα ήµών, ώς και ήµείς αφίεµεν τοίς όφειλέταις ή­µων»; (Ματθ. ς' 12).

Άλλα αν είναι της ανθρώπινης αδυ­ναµίας ή άρνηση να συγχωρήσεις; Εάν πραγματικά θέλεις, αλλά επαναστατεί ό κακός εαυτός σου; Εάν αγωνίζεσαι να ξεχάσεις, να δικαιολογήσεις και να εξηγήσεις την όποια επιζήμια προς εσένα συμπεριφορά του αλλού, αλλά εξασθενεί ή θέληση, καθώς ή φαντα­σία αναπλάθει το συμβάν και ανα­µοχλεύει το πάθος της οργής και της εκδικητικότητος; Τότε θυμήσου τον ε­σταυρωµένο και υβρισμένο Κύριο Ίη­σού εκεί πάνω στον φρικτό Σταυρό του να συγχωρεί και να αμνηστεύει τους σταυρωτές του. Εμπνεύσου από το θεϊκό του µεγαλείο και παρακάλε­σέ Τον θεριά: Κύριε, Θεέ του ελέους και των οικτιρμών, Εσύ που έλεγες επί του Σταυρού «πάτερ, άφες αυτοίς ού γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. κγ' 34), χάρισε και σ' εμένα διάθεση αγάπης προς τον πλησίον, κατανοήσεώς του και πλήρους συγχωρήσεως σε ό,τι κα­κό µου έπραξε. Διώξε από την σκέψη και την θύµησί µου την πράξη του, που γεννά αντιπάθεια και ζητεί εκδίκηση, και έλα να πληρώσεις την ύπαρξη µου Εσύ που είσαι ό αμνησίκακος, ό ελε­ήµων και ό Θεός της συγγνώμης, που µε απλωμένα πάντα τα τρυπημένα χέρια σου προσμένεις ν' αγκαλιάσεις όποιον αγωνίζεται να σε µιµηθεί στην συγχωρητικότητα. 'Έλα, Κύριε. (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

ΟΛΟ ΕΓΩ ΘΑ ΥΠΟΧΩΡΩ;

Όλο εγώ θα υποχωρώ; όλο εγώ θα κάνω πώς δεν καταλαβαίνω; δεν έχω κάποτε δίκιο και εγώ; Αυτές και παρόμοιες ενστάσεις διατυπώνουν με παράπονο όσοι δέχον­ται την προτροπή να μη επιμείνουν στη γνώμη τους, να υποχωρήσουν για να παύση ή αντιδικία. Πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό τό πρό­βλημα, πού συχνά παρουσιάζεται μετα­ξύ συζύγων, αδελφών, φίλων, συνεταί­ρων και απειλεί τις σχέσεις μας; Διαφω­νίες, διχογνωμίες, διάστασι απόψεων ανεβάζουν την ένταση της συζητήσεως. Δυναμώνει τότε ή φωνή, χάνεται ή ψυ­χραιμία, προκαλείται εκνευρισμός, χρη­σιμοποιούμε και βαρείες εκφράσεις, δεν προσέχουμε την γνώμη τού άλλου. Α­πειλείται σύρραξη. Μία σκέψη τότε φω­τεινή μπορεί να περάσει άπ' τό μυαλό μας: Δεν υπάρχει άλλη λύση· πρέπει να υποχωρήσω. Και αμέσως μιά αντίθε­τη: Μα δεν γίνεται όλο εγώ να υποχω­ρώ! Όχι, δεν κάνω πίσω αυτή τη φορά. 'Ας υποχώρηση κάποτε και ό άλλος.

Αλλά ας σκεφθούμε ψυχραιμότερα. Πρώτα - πρώτα γιατί θεωρούμε κακό τό να υποχωρούμε; Το να υποχώρηση κανείς όταν όλα δείχνουν πώς είναι έ­τοιμη να ξεσπάσει καταιγίδα, δεν είναι κίνηση αδυναμίας. Είναι μάλλον κίνηση δυνάμεως. Διότι ποιο είναι ευκολότερο, να επιμείνει κανείς στη γνώμη του ή να υποχώρηση; Δυνατοί είναι αυτοί πού κάνουν τό δυσκολότερο- και αυτοί υπο­χωρούν. Ή υποχώρηση είναι και κίνηση συνέσε­ως. Κανείς δεν θέλει την ένταση και τα δυσάρεστα αποτελέσματα της. Το να επιμένεις μέχρι τέλους και να λες «δεν υ­ποχωρώ και ό,τι θέλει ας γίνει», δεν είναι λογικό. Είναι καθαρά εγωιστικό. Και ό εγωισμός είναι ό πιο φρικτός παραλογι­σμός, ή πιο μεγάλη αδυναμία. Και εί­ναι γεγονός πού ασφαλώς τό έχουμε ζή­σει όλοι μας ότι, όταν ό εγωισμός κυρι­άρχηση, μάς τυφλώνει τόσο πού δεν ε­πιτρέπει να δούμε τα προφανή. Δεν κα­ταλαβαίνουμε τότε και τα πιο απλά και επιμένουμε στο δικό μας, χωρίς να μπο­ρούμε ούτε ν' ακούσουμε τον άλλον. Μά­λιστα κάποτε μπορεί να συμβεί και τό έξης: να μπορέσουμε επιτέλους να αν­τιληφθούμε τό σφάλμα μας και τό δίκιο τού άλλου. Και όμως να επιμένουμε στο δικό μας, μόνο και μόνο γιατί δεν θέλου­με να υποχωρήσουμε. Είναι φανερό· δεν ζητούμε τότε την αλήθεια, δεν ένδια-φερόμεθα για τό σωστό, δεν θέλουμε τό συμφέρον μας. Θέλουμε τό δικό μας! Υπερασπιζόμαστε τό εγώ μας αντί πά­σης θυσίας. Διαλέγουμε τό λάθος, προ­τιμούμε τη ζημιά, όχι όμως την ύποχώ­ρηση. Τελικά όποιος υπερασπίζεται τό εγώ του, γίνεται εχθρός τού εαυτού του. Είναι ή δεν είναι ό εγωισμός ό χειρότε­ρος παραλογισμός;

Πόσο ζηλευτός όμως είναι ό άνθρωπος πού μπορεί ν' ακούει με καλή διάθεση και ταπείνωση τον άλλο και, μόλις καταλάβει τό δίκιο του, να λέει: μάλιστα, έχεις δίκιο, αδελφέ, φαίνεται πιο σωστό τό δικό σου, ας κάνουμε όπως λες. «Δοΰλον Κυρίου ού δει μάχεσθαι, άλλ' ήπιον είναι πρός πάντας, διδακτικόν, άνεξίκακον, έν πραότητι παιδεύοντα τούς άντιδιατιθεμένους» (Β' Τιμ. β' 24-25). Τι υπέροχη στάση! Ό άνθρωπος τού Θεού δεν είναι εριστικός. Είναι ήπιος, γλυκύς, ήρεμος, αύτοσυγκρατημένος. Είναι διδα­κτικός, ανεξίκακος, με πραότητα εκθέτει τα επιχειρήματα του και υποστηρίζει την γνώμη του. Και όταν καταλάβη τό δίκιο των άλλων, υποχωρεί. Μπορεί δε να υ­ποχώρηση και αν ακόμη πιστεύει πώς ή δική του σκέψη είναι πιο σωστή. Διότι δεν είναι προσκολλημένος στη γνώμη του, αλλά βλέπει τα θετικά και της γνώμης των άλλων. Αυτή τη στάση εμπνέει τό πνεύμα της ταπεινοφροσύνης, πού πρέπει να κυρί­αρχη στις ψυχές μας: να θεωρούμε ό κα­θένας μας τούς άλλους «υπερέχοντας ε­αυτών», ανωτέρους, και επομένως να τούς τιμούμε και να σεβώμεθα την γνώ­μη τους. Αυτό ζητεί και ή αγάπη: να μην επιδιώκουμε «τα εαυτών έκαστος, αλλά και τα ετέρων έκαστος», όπως διδάσκει ό απόστολος Παύλος. "Όχι μόνο τό δικό μας συμφέρον. Να προσέχουμε και αυτό πού ευχαριστεί και ικανοποιεί και τον άλλον- και αυτό πού λέει ό άλλος, την γνώμη του (Φιλιπ. β' 3,4). Και να βάζου­με δεύτερο τό δικό μας. Τότε επικρατεί ή ειρήνη μεταξύ μας.

Υπάρχει μήπως περίπτωση πού δεν πρέπει να υποχωρήσουμε, αλλά να επι­μείνουμε σταθερά στο δικό μας; Μάλιστα, υπάρχει. Όταν είμαστε βέβαι­οι ότι αυτό πού υποστηρίζουμε είναι σύμ­φωνο με τό θέλημα τού Θεού, ενώ αυτό πού προτείνουν οι άλλοι αντιβαίνει στο θέλημα του. Τότε όχι απλώς μπορούμε, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε ανυποχώρητοι στην άποψή μας.Διότι τότε δεν υπηρετούμε τό δικό μας αλλά τό θέλημα τού Θεού. Και ή στάση αυτή δεν είναι πεισματική έμμονη στην προσωπική μας άποψη. Είναι στάση υ­ποταγής στον Θεό και αγάπης στον πλησίον. Είναι και μία ακόμη περίπτωση πού δεν πρέπει να υποχωρούμε εύκολα. Μπορεί να είναι ζητήματα καθημερινά προσωπικών προτιμήσεων, πού δέχονται διάφορες λύσεις. Τι θα γίνεται τότε; Πάντοτε θα υποχωρούμε εμείς και θα δεχώμεθα αυτό πού προτιμούν οι άλλοι;

Μία τέτοια στάση θα μάς ωφελούσε βέβαια και θα μας κρατούσε στην ταπείνωση. Δεν θα ωφελούσε όμως τούς άλλους. Δεν είναι ασφαλώς τό καλύτερο να υποχωρεί πάντοτε ό ένας σύζυγος στις οποιεσδήποτε, όχι απαραίτητα κακές, απαιτήσεις τού άλλου. Ή να υποχωρούν διαρκώς οι γονείς στις απαιτήσεις των παιδιών. Ή να επιβάλλει πάντα ό συνάδελφος την δική του άποψη για τό κάθε τι. Ή διαρκής υποχώρησή μας σε κάθε τέτοια περίπτωσι βλάπτει τον πλησίον. Γι' αυτό τότε με ήρεμο τρόπο, με ευγένεια και σταθερότητα μπορούμε να επιμένουμε και να μην υποχωρούμε. Όχι από εγωισμό. Αλλά από αγάπη. Όχι για να επιβληθεί τό δικό μας. Αλλά για να μη βλάβη ό αδελφός μας. "Ίσως σε μία τέτοια περίπτωση ή υποχώρηση να ήταν ή πιο εύκολη λύση.Όχι όμως και ή πιο σωστή. Γι' αυτό τότε, με πνεύμα θυσίας, με θερμή προσευχή, με διάθεση έν αγάπη παιδαγωγίας και ταπεινής διακονίας τής ψυχής τού άλλου δεν θα υποχωρήσουμε. Με τέτοιες προυποθέσεις, αυτήν την στάση ό Θεός την ευλογεί, ώστε τελικά να ωφελεί τις ψυχές και να ενώνει με δεσμούς αληθινής αγάπεις τούς ανθρώπους. (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

ΠΕΙΝΑΕΙ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ

Το δράμα της εποχής μας. Εκατομμύρια άνθρω­ποι πεθαίνουν από πείνα. Και είναι ό θάνατος αυ­τός από τους πιο τρομερούς. Μια συνεχής εξασθέ­νηση, ένα αδιάκοπο σβήσιμο, μια κατάπτωση δυ­νάμεων. Σκελετωμένες υπάρξεις, ανθρώπινες σκιές, πού προκαλούν τη φρίκη.Και το ακόμα πιο τρομερό είναι, ότι πεθαίνουν άνθρωποι από πείνα σε μία εποχή υπεραφθονίας. Σε εποχή πού πλεονάζουν τα υλικά αγαθά, οι απο­θήκες στενάζουν από εκλεκτά προϊόντα της γης και οι παραγωγοί δεν ξέρουν πού να τα διαθέσουν."Άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα! Από έλ­λειψη τροφής. Γιατί δεν έχουν τον επιούσιο. Δεν έχουν ένα κομμάτι ψωμί. Και είναι πραγματικά τρομακτικό για την εποχή μας.Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα πιο φοβερό. Δεν πεθαίνουν άνθρωποι μονάχα από σωματική πείνα. Πεθαίνουν και από πνευματική. Δεν λιμοκτονούν μονάχα τα σώματα, λιμοκτονούν και οι ψυχές. Και αυτή ή λιμοκτονία είναι ή πιο τρομερή. Ακριβώς γιατί ό άνθρωπος δεν ζει μονάχα με άρτο. Ζει και με άρτο. Πιο πολύ όμως και από το καθημερινό ψωμί έχει ανάγκη από το πνευματικό. Από τον ουράνιο άρτο. «Ούκ έπ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρω­πος» (Ματθ. δ' 4). Πεινάει και διψάει και ή ψυχή. Λιώνει και σβήνει και χάνεται. Και δεν υπάρχει χειρότερο θέαμα από την άποβιταμινωμένη ψυχή, τη σκελετωμένη, πού «λιμώ απόλλυται» (Λουκ. ιε' 17). Και όλα αυτά τη στιγμή, πού δεν λείπει ή τροφή αυτή, ή πνευματική τροφοδοσία. «Ό άρτος τής ζωής», «το ουράνιο μάννα», υπάρχει σε υπεραφθο­νία. Και περιφρονείται. Και ό τραγικός άνθρωπος, σαν άλλος άσωτος, προτιμάει να σταυλίζεται στα σύγχρονα χοιροστάσια και να τρέφεται με τα ξυλοκέρατα και να αυτοκαταδικάζεται στον εξ ασι­τίας πνευματικό θάνατο.Ή τροφή αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη, πού μας προσφέρει ό ίδιος ό Κύριος με το άχραντο σώμα Του και το τίμιο αίμα Του.

Θα άξιζε εδώ να ξανα­διαβάσουμε ολόκληρο το έκτο κεφάλαιο από το ιερό Ευαγγέλιο τού αγίου Ιωάννου. Ό Ιησούς με θαυματουργικό τρόπο πολλαπλα­σιάζει τούς πέντε άρτους και χορταίνει τα πλήθη. Το θαύμα αυτό έχει και ένα βαθύτερο συμβολισμό. Τούς παραπέμπει από τούς άρτους στον Άρτο. Σκοπός Του δεν είναι απλώς να κατευνάσει την πείνα και να χόρταση με ψωμί τούς ανθρώπους. Άλλη τροφή θέλει να προσφέρει στις πεινασμένες τους ψυχές. Τα πλήθη δεν το καταλαβαίνουν. Και ό Κύριος τούς το ξεκαθαρίζει. Και τούς ελέγχει. Με ζητάτε, τούς λέει, όχι γιατί είδατε τα θαύματα και από αυτά πεισθήκατε για τη θεϊκή αποστολή μου, αλλά γιατί φάγατε τα ψωμιά και χορτάσατε. Δεν πρέπει όμως όλο το ενδιαφέρον σας να στρέ­φεται στην υλική τροφή πού φθείρεται, αλλά στην πνευματική πού παραμένει άφθαρτη και έχει ως αποτέλεσμα την αιώνια ζωή. Συγκρίνοντας την τροφή αυτή με το μάννα, πού έπεφτε στην έρημο ό Ιησούς προσθέτει: Οι πατέ­ρες σας έφαγαν το μάννα στην έρημο. Ή τροφή αυτή τούς δόθηκε με τρόπο υπερφυσικό. Παρ' όλα αυτά δεν απέφευγαν το θάνατο. Ό αληθινός άρτος, πού πραγματικά κατεβαίνει από τον ουρανό είναι αυτός, πού μεταδίδει την αιώνια ζωή. Βαρυσήμαντη στή συνέχεια ή διακήρυξη Του: «Εγώ είμί ό άρτος ό ζών ό έκ τού ουρανού καταβάς· έάν τις φάγη έκ τούτου τού άρτου, ζήαεται εις τον αιώνα. Καί ό άρτος όν εγώ δώσω, ή σαρξ μού έστιν, ήν έγώ δώσω υπέρ της τού κόσμου ζωής» (Ίωάν. στ' 51).Καμιά πια απορία. Ό άρτος πού προσφέρει ζωή πνευματική στους ανθρώπους και ζωογονεί τις ψυχές και δεν τις αφήνει να πεθάνουν τον πνευμα­τικό θάνατο είναι ένας, ό ένανθρωπήσας Θεός. Ό Ιησούς Χριστός, «ό έκ τού ουρανού καταβάς». Αυτός πού πρόσφερε τη σταυρική θυσία για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και διακήρυξε, ότι «εάν μη φάγητε τήν σάρκα τού υιού τού ανθρώπου καί πίητε αυτού τό αίμα, ούκ έχετε ζωήν έν έαυτοΐς» (Ίωάν. στ' 53).

Αν δεν έχετε στενή επικοινωνία με τον Χριστό, αν δεν ζείτε την αγάπη τού Χριστού στην καθημε­ρινή σας ζωή, αν δεν παίρνετε τον Χριστό άκατακρίτως με τη θεία Ευχαριστία, δεν έχετε μέσα σας ζωή. Είσαστε νεκροί. "Όνομα απλώς έχετε ότι ζείτε. Δεν ζείτε. Φυτοζωεϊτε. Δεν το αισθανόσαστε; Τόσο το χειρότερο. "Οποίος δεν αισθάνεται την ανάγκη για τροφή είναι άρρωστος. Βρίσκεται στα πρόθυ­ρα τού θανάτου. Το ίδιο συμβαίνει και στον πνευ­ματικό χώρο. Συμπτώματα πνευματικής νεκρώσεως πρέπει να διαγνώσουμε, αν ή ψυχή δεν πεινάει και δεν διψάν για την ουράνια τροφή, για το σώμα και αίμα τού Χριστού. Την ανάγκη τής πνευματικής αυτής τροφοδο­σίας την αισθάνονται ιδιαίτερα όλες οι άγιες ψυ­χές. Ή θεία κοινωνία ήταν γι' αυτούς αληθινή κοι­νωνία με τον Χριστό. Θα μας πει ό ιερός Χρυσό­στομος: «Επειδή ή ανθρώπινη φύση είχε νεκρωθεί από την αμαρτία και είχε καταντήσει έρημη από ζωή, τής έβαλε μέσα της σαν ζύμη τη δική Του σάρ­κα, πού ήταν όμοια με τη δική μας, απαλλαγμένη όμως από την αμαρτία και γεμάτη ζωή. "Έτσι τρε­φόμενοι με αυτή αποβάλλουμε την πνευματικά νε­κρή φύση μας και αποκτούμε τη ζωντανή και αθά­νατη με τη συνειδητή και συνεπή συμμετοχή μας στο ποτήριο τής ζωής». (Από την "ΖΩΗ")

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ