Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ

1.ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΑΣ

Εμείς οι παλαιότεροι, πού προχωρούμε τώρα στο μεσουράνημα της ζωής μας ή και κάποιοι βαδίζουμε ήδη στη δύση της, μεγαλώσαμε και ζήσα­με αλλιώς. Εμείς είχαμε αρχές, σεβόμα­σταν τις παραδόσεις, μεγαλώσαμε με την πατροπαράδοτη πίστη μας στην αγ­καλιά της μάνας Εκκλησίας. Χαρήκα­με την ομορφιά της οικογενειακής ζωής. Αγαπήσαμε τον πατέρα τον στοργικό και αυστηρό μαζί, τη μητέρα πού ήταν βασίλισσα του σπιτιού, πάντοτε εκεί να μάς περιμένει, να μάς φροντίζει, να μάς ζεσταίνει με την αγάπη της και την απέραντη στοργή της.Ζήσαμε την ανθρώπινη κοινωνία της γειτονιάς, τη ζεστασιά της ειλικρινούς φι­λίας, τα απλά παιχνίδια μας, την αγνή χαρά και ψυχαγωγία. Φοιτήσαμε στο σχολείο με τις αυστηρές αρχές, με τις αλησμόνητες θρησκευτικές και εθνικές γιορτές και τούς τακτικούς εκκλησια­σμούς μας. Γνωρίσαμε τον δάσκαλο τον αληθινό, πού μαζί με τα γράμματα πού μάς μάθαινε ενδιαφερόταν πιο πολύ να μάς κάνει ανθρώπους, να μάς δείξει τούς σωστούς δρόμους της ζωής.

Όμορφα χρόνια! Κι ας μην είχαμε ανέ­σεις, κι ας περνούσαμε απλά και φτω­χικά τότε. Ήταν πιο ανθρώπινη, πιο ευ­τυχισμένη ή απλή και συχνά ταλαιπω­ρημένη ζωή μας.

Πόσο διαφορετικός όμως έγινε ό κό­σμος μας μέσα σε λίγα χρόνια! Πόσο δια­φορετικές οι συνθήκες μέσα στις όποιες μεγαλώνουν τα παιδιά σήμερα!

Ή Εκκλησία συστηματικά και βίαια εξ­ωθείται στο περιθώριο της ζωής. Ό κό­σμος της, ή νοοτροπία, το ήθος της, όλα παρουσιάζονται αναχρονιστικά, τελείως ξένα και ασύμβατα με την προοδευμέ­νη τάχα εποχή μας, ή γλώσσα της ακα­τανόητη από τον σημερινό άνθρωπο. Την ώρα πού λειτουργούν οι εκκλησιές, το πρωί της Κυριακής, τα παιδιά πρέπει να τρέχουν αλαφιασμένα στα φροντι­στήρια, να έχουν τις αθλητικές, τις μου­σικές και άλλες δραστηριότητες τους. Α­κούγεται τελείως παράξενο το να μπουν σε μια εκκλησία, να άνάψουνε κερί, να προσκυνήσουν τις άγιες εικόνες, να στα­θούν ήσυχα και να ζήσουν τη θεία Λει­τουργία, κάτι να καταλάβουν από τον υ­πέροχο κόσμο της. Πολλά παιδιά σήμε­ρα δεν ξέρουν να κάνουν ούτε το σταυ­ρό τους.

Ή οικογένεια σαν να μην υπάρχει πια. Εργάζονται συνήθως και οι δύο γονείς, λείπουν σχεδόν όλη τη μέρα. Ούτε και το βράδυ μαζεύεται ή οικογένεια. Τα παιδιά μόλις ξεπεταχτούν, δεν μπορούν να μεί­νουν μέσα. Φεύγουν έξω να βρουν τη χαρά τους. Και όταν μείνουν μέσα, πάλι έξω είναι, κολλημένα στην τηλεόραση πού φέρνει όλη την οικουμένη μπροστά τους- ή το καθένα ζει στον ηλεκτρονικό του κόσμο, με τον προσωπικό του υπο­λογιστή να ταξιδεύει εύκολα σ' όλο το σύμπαν. Χάθηκε το οικογενειακό τραπέ­ζι, ή οικογενειακή απλή αναστροφή, ή κοινωνία της αγάπης. Ούτε λόγος πια για οικογενειακή προσευχή...

Και το σχολείο έπαψε να είναι χώρος αγωγής. Μάλλον βιομηχανία παραγω­γής στεγνών γνώσεων οι όποιες προσ­φέρονται στα παιδιά, πού αύριο, με όσο το δυνατόν περισσότερα προσόντα και πτυχία, θα αναζητούν μία θέση εργασίας να μπορέσουν να προχωρήσουν με ε­πιτυχία στη ζωή τους.

Άλλος κόσμος πια, άλλη νοοτροπία, άλλες ταχύτητες. Τα σημερινά παιδιά με­γαλώνουν σε άλλη εποχή, σε κοινωνία δύσκολη, ανταγωνιστική, προβληματική και συχνά απάνθρωπη, γιατί έλειψε από αυτήν ή αληθινή κοινωνία, ή εγκάρδια ανθρώπινη σχέση, ή ειλικρινής φιλία και ή εμπιστοσύνη, ή άδολη αγάπη και ή πί­στη στον Θεό.

Οι νέοι, έκτος εξαιρέσεων, δεν ζουν ό­πως ζούσαν οι παλαιότεροι. Γι' αυτό ί­σως και δεν ακολουθούν τούς δρόμους των γονιών τους, δεν αποδέχονται τις αρχές τους. Παρασύρονται από τούς ρυ­θμούς της εποχής, επηρεάζονται βαθιά από τη νοοτροπία της.

Και οι γονείς μένουν στην άκρη και παρακολουθούν: τώρα πού είναι μικρά ακόμη τα παιδιά, να λένε πώς θέλουν να συμπεριφέρονται, να μιλούν, να ντύνον­ται όπως ζητεί ή μόδα, όπως διδάσκει με κάθε τρόπο ή τηλεόραση, όπως κά­νουν τα πιο πολλά παιδιά στο σχολείο τους. Όταν λίγο μεγαλώσουν, δηλώ­νουν ότι δεν τούς αρέσει πια ή εκκλησία. Είναι έξαλλου τόσο κουρασμένα από τα μαθήματα και θέλουν να ξεκουρασθούν λίγο περισσότερο, να κοιμηθούν την Κυριακή το πρωί. Λίγο αργότερα ανα­κοινώνουν ότι θα αργήσουν το βράδυ... Και δεν ξέρουν ποιά ώρα ακριβώς θα γυρίσουν. Και έρχονται το πρωί. Αυτό επαναλαμβάνεται όλο και πιο τακτικά και γίνεται στο τέλος καθεστώς. Ακολου­θεί κατόπιν και το άλλο νέο: ότι έχουν κάποια ιδιαίτερη γνωριμία και σκέπτον­ται πώς ίσως βρήκαν τον άνθρωπο της ζωής τους. Και επειδή δεν τούς χωράει πια το σπίτι, θα ήθελαν να μείνουν έξω μαζί του, να δοκιμάσουν, να δουν αν ται­ριάζουν. .. Ζητούν δε και οικονομική υπο­στήριξη γι' αυτό, διότι βέβαια δεν έχουν ακόμη δυνατότητα. Λίγο αργότερα ακό­μη ανακοινώνουν πώς περιμένουν παι­δάκι, και ότι θα προχωρήσουν σε γάμο, πολιτικό στην αρχή- και για θρησκευτικό βλέπουμε αργότερα. Είναι τόσα τα έξο­δα έξαλλου για τον δεύτερο...

Πόσο διαφορετικός ήταν ό κόσμος λίγα χρόνια πριν...

Τί θα κάνουμε; Θα μείνουμε με τις ό­μορφες αναμνήσεις, με τις γλυκιές νο­σταλγίες μιας περασμένης πια εποχής; Θα πιστέψουμε πώς χάθηκαν όλα εκεί­να και δεν ξαναγυρνούν; Θα συμβιβα­σθούμε με τη νοοτροπία της σύγχρονης εποχής; Θα αμνηστεύσουμε την αμαρ­τία και θα πούμε πώς σήμερα όλοι έτσι κάνουν και δεν γίνεται αλλιώς; Θα αν­τιδράσουμε; Τί θα κάνουμε όσοι αγα­πούμε τον Θεό, όσοι αγαπούμε τα παι­διά μας και πονάμε και ενδιαφερόμαστε, στηρίζουμε ελπίδες και χύνουμε δάκρυα γι' αυτά;

Αλλά θα χρειασθεί να επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο μας, για να απαντή­σουμε στα βασικά και βασανιστικά αυτά ερωτήματα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ