ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ

ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ

Δεν έχουμε κανένα άνθρωπο να ανοίξει την πόρτα μας, να μας πει ένα λόγο, για να σπάσει ή μοναξιά μας. Ζούμε μόνοι μας». Αυτά τα λόγια ακούμε να βγαίνουν με παράπονο από το στόμα συνανθρώπων μας. Είναι τραγική ή κατάσταση, όταν κανείς τελείως ολομόναχος περνά αυτές τις δύσκολες ώρες.

Πράγματι υπάρχουν συνάνθρωποι μας πού ζουν στην ερημιά των μεγαλουπό­λεων ή και σε χωριά, ξεχασμένοι, μόνοι κι έρημοι, χωρίς καμιά επικοινωνία με άλλους ανθρώπους. Είναι πολύ περισ­σότεροι απ' ό,τι μπορούμε να φαντα­σθούμε, αυτοί πού εκφράζουν το πα­ράπονο του παραλυτικού) της Βηθεσδά: «άνθρωπον ούκ έχω» (\ω. ε' 7). Σημειώ­νουμε μερικές περιπτώσεις.

Υπάρχουν ασθενείς πού πάσχουν ά­πό χρόνια νοσήματα μέ καθημερινό σύν­τροφο τόν πόνο και τις πληγές, χωρίς καμιά περιποίηση. Απουσιάζει τελείως φίλος ή συγγενής τους, γιά νά σκύψει στό προσκέφαλα τους και μέ πατρική στοργή και ειλικρινή αγάπη νά τούς περιποιη­θεί. Και όταν συμβεί να εμφανισθεί κανέ­νας από αυτούς δίπλα τους, το κάνει με βαριά και παγωμένη καρδιά.

Γέροντες γονείς πού ανέθρεψαν τα παιδιά τους με πολλά ξενύχτια και ιδρώ­τες, περνούν τώρα, στη δύση της ζωής τους, ξεμοναχιασμένοι, κλεισμένοι σ' ένα δωμάτιο με ελάχιστη περιποίηση. Τούς αγνοούν τελείως τα παιδιά τους, Το θε­ωρούν «βάρος» να τούς κάνουν έστω ένα τηλεφώνημα, για να πληροφορη­θούν πώς ξημεροβραδιάζονται. Στα όσα συνοδεύουν συνήθως τα γηρατειά τούς ανήμπορους γέρους, προστίθεται και ό ψυχικός πόνος τους για την τραγική εγ­κατάλειψη από αυτά τα σπλάχνα τους.

Μοναξιά φοβερή και εγκατάλειψη δο­κιμάζουν παιδιά και νέοι, όταν οι γονείς τους με προχειρότητα και ελαφρά τη συνειδήσει, χωρίς ουσιαστικούς λόγους, διαλύουν την οικογένεια τους. Ζουν χω­ρίς οικογένεια, αποξενωμένα και έρημα. Ή άλλα παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, αι­σθάνονται την ανάγκη της οικογενεια­κής θαλπωρής και στοργικής συμπαρα­στάσεως και παρακολουθήσεως τους. Οι γονείς τους όμως τα εγκαταλείπουν και αδιαφορούν, χωρίς ποτέ να εκδηλώ­νουν κανένα ενδιαφέρον για τη σωστή διαπαιδαγώγηση τους και την καλή εξέ­λιξη τους.

Μοναξιά και εγκατάλειψη επίσης αι­σθάνονται και όσοι ζουν τη ζωή της α­μαρτίας. Ζουν αυτό το δράμα στο βά­θος της ψυχής τους, έστω και αν προσ­παθούν να το καμουφλάρουν με επί­πλαστα χαμόγελα και με ξενύχτια.

Θα γινόταν μακρύς ό κατάλογος, εάν συνεχίζαμε να καταγράφουμε όλες τις περιπτώσεις πού συνάνθρωποι μας πί­νουν ολομόναχοι το κατάπικρο ποτήρι της εγκαταλείψεως και της μοναξιάς.

Μπροστά στο δράμα αυτό πού ζουν πολλοί αδελφοί μας, έχουμε καθήκον και ιερό χρέος, ως χριστιανοί, να επιση­μαίνουμε αυτούς τούς ανθρώπους, να τους βρίσκουμε και να τούς συμπαρα­στεκόμαστε. Να τούς περιβάλλουμε με ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη. Να τους δείχνουμε στοργή. Ένας λόγος παρη­γορητικός και ενθαρρυντικός, μία σύ­σταση αδελφική για προσευχή και μελέ­τη του λόγου του Θεού, λίγη συντροφιά οικοδομητική, έστω και τηλεφωνικώς, θα διαλύσει τα βαριά μολυβένια σύννεφα πού σκεπάζουν τον ορίζοντα της ψυχής τους, Θα ανοίξει νέους φωτεινούς ορί­ζοντες στις σκέψεις τους. Θα δοξάζουν τον Θεό και θα μάς ευγνωμονούν για την ψυχική ανακούφιση και τη χαρά πού τούς προσφέραμε.

Πιθανόν και εμείς να ζούμε στιγμές μοναξιάς και εγκαταλείψεως άπα προσ­φιλή μας πρόσωπα. Διάφορες σκοπι­μότητες, ιδιοτελή ελατήρια, ή διότι θέλουν να αποκομίσουν από εμάς κάποια οφέ­λη, συντελούν στο να απομακρύνονται από εμάς γονείς, φίλοι, συγγενείς. Υπάρ­χει όμως ή δυνατότητα να ανακουφίζεται ή ψυχή μας αυτές τις δύσκολες ώρες. Να καταφεύγουμε στον Σωτήρα και Λυ­τρωτή μας Κύριο Ιησού Χριστό, τον πάνσοφο και πανάγαθο κυβερνήτη της ζωής μας. Έχουμε συμπαραστάτες την Παναγία Μητέρα μας και τούς άγιους μας. Έχουμε το Ψαλτήρι. Ακόμη έχουμε τη δυνατότητα να ανοίγουμε την καρδιά μας στον καλό μας Πνευματικό κατά την ιερή ώρα της εξομολογήσεως. Άς μην απογοητευόμαστε. Ό παραλυτικός της Βηθεσδά εκφράζει το παράπονο στον Κύριο ότι δεν έχει άνθρωπο για να τον ρίξει μέσα στην κολυμβήθρα αμέσως ό­ταν ταράσσεται το νερό. Εμφανίζεται ό­μως μπροστά του ό Ίδιος ό Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός. «Τότε του λέει ό Ιησούς: Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι στον ώμο σου και περπατά» (Ίω. ε' 5­9). Υγιής πλέον περπατά και μεταφέρει ό Ίδιος το κρεβάτι του. Στην περίπτωση επίσης της χήρας της Ναΐν βρίσκουμε τον Κύριο κοντά στην πονεμένη χήρα μητέρα να μοιράζεται μαζί της τον πόνο της {Λουκ. ζ' 11-15).

Άς έχουμε δε ύπ' όψιν μας ότι και ό Κύριος μας ως άνθρωπος έζησε ώρες εγκαταλείψεως. Μάς το αποκάλυψε το αδιάψευστο στόμα του: «Ιδού έρχεται ώρα, και νύν έλήλυθεν, ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τά ίδια και έμέ μόνον άφήτε» (Ίω. ις' 32). Ιδού έρχεται ώρα, και έφθασε τώρα αυτή ή ώρα, για να σκορπισθείτε και επιστρέψετε ό καθένας σας στα σπίτια σας και να με αφήσετε ολομόναχο. Πράγματι ύστερα από λίγο ό Ιούδας Τον προδίδει. Ό Πέτρος Τον αρνείται: «Ούκ οίδα τόν άνθρωπον» (Ματθ, κς' 72). Οι πάντες Τον εγκατα­λείπουν στην κρίσιμη ώρα των Σεπτών Παθών του. Ό δε απόστολος Παύλος με πόνο ψυχής θα γράψει στο μαθητή του Τιμόθεο: «Κατά την πρώτη μου απο­λογία δεν ήλθε κανένας μαζί μου για να μού συμπαρασταθεί, αλλά οι πάντες με εγκατέλειψαν» (Β' Τιμ. δ' 16* πρβλ. α' 15).

Μοναξιά και εγκατάλειψη, δυό λέξεις φορτωμένες με πολλά δάκρυα και βαθείς αναστεναγμούς. Την βιώνουν και στη σημερινή εποχή πολλοί συνάνθρω­ποι μας, παρ' όλο πού ζούμε σε πολυκα­τοικίες με πληθώρα διαμερισμάτων. Ε­άν όμως οι άνθρωποι μάς λησμονούν, έχουμε φιλόστοργο ουράνιο πατέρα πού μάς ενθυμείται. Να καταφεύγουμε κον­τά του. Θα μάς στηρίζει και θα μάς πα­ρηγορεί με τον λόγο του. Ώς προς τούς άλλους πού ζουν μόνοι τους ξεχασμέ­νοι, να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Άς τούς πλησιάζουμε με ειλικρινή αγάπη και στοργικά ενδιαφέρον. Ώς άλλοι Κυρηναίοι να μοιραζόμαστε λίγο από το βά­ρος του σταυρού πού σηκώνουν. Να παρακαλούμε δε τον φιλάνθρωπο Κύ­ριο μας να λιγοστεύει συνεχώς τούς αν­θρώπους της μοναξιάς και της εγκατα­λείψεως.(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ

Στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Τωβίτ περιγράφεται ή πολυτάραχη ζωή τού πιστού αυτού ανθρώπου πού σ’ όλη του τη ζωή ακολουθούσε το δρόμο της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Ήταν πιστός τηρητής τού θελήματος τού Θεού.

Μεταξύ των πολλών εντολών πού έλαβαν από τον Θεό οι Ισραηλίτες διά τού δούλου του Μωυσέως, ήταν να με­ταβαίνουν στα Ιεροσόλυμα τρεις φορές το χρόνο.

Με την πάροδο όμως τού χρόνου οι φυλές τού Ισραήλ, ή μία κατόπιν της άλλης, παρέλειπαν να εκτελούν αύτη την εντολή, καθώς και τις θυσίες πού έπρεπε να προσφέρουν στα Ιεροσό­λυμα. Αντί για τις καθορισμένες θυσί­ες προς τον αληθινό Θεό, «έθυον τη Βάαλ τη δαμάλει» (Τωβ. α’ 5). Δηλαδή αποστάτησαν από τη θρησκεία των πατέρων τους και πρόσφεραν θυσίες μπροστά σ’ ένα μοσχάρι πού ήταν σύμ­βολο τού ψεύτικου θεού Βάαλ. Μεταξύ αυτών των φυλών ήταν και ή φυλή Νεφθαλίμ, ή φυλή τού πατέρα τού Τωβίτ. Με πόνο ψυχής σημειώνει ό Τωβίτ ότι και «πάσα φυλή τού Νεφθαλίμ τού πατρός μου άπέστη (=αποκόπηκε, άπο- ξενώθηκε) από τού οίκου Ιεροσολύ­μων». Με ραγισμένη την καρδιά του θα συμπληρώσει: «Κάγώ μόνος έπορευόμην πλεονάκις εις Ιεροσόλυμα έν ταΐς έορταΐς» (Τωβ. α' 6). Εγώ όμως δια­χώρισα τη θέση μου από τούς άλλους. Πήγαινα μόνος πολλές φορές στα Ιε­ροσόλυμα κατά τις εορτές.

Το «μόνος» αποκαλύπτει τον μεγά­λο καθημερινό αγώνα τού Τωβίτ για να φανεί συνεπής προς τις υποχρεώσεις πού είχε έναντι τού Θεού. Φανερώνει τον κόπο στον όποιο υποβαλλόταν, προκειμένου να μεταβεί από τη Θίσβη στα Ιεροσόλυμα, πορεία περίπου 40 ωρών. Ήθελε τρεις περίπου ημέρες να πάει και άλλες τρείς να επιστρέψει πίσω. Ακόμη έπρεπε να μείνει επτά ημέρες για να προσφέρει τις καθιερωμέ­νες θυσίες και ό,τι ό Νόμος του Θεού προέβλεπε. Και όλα να τα κάνει τρεις φορές το χρόνο, κατά το Πάσχα, την Πεντηκοστή και την εορτή της Σκηνο­πηγίας και «πλεονάκις», όπως ό ίδιος ομολογεί.

Ό γενναίος Τωβίτ παρά το αρνητικό περιβάλλον μένει αμετακίνητος στην πίστη των Πατέρων του και στην πιστή τήρηση τού Νόμου του Θεού. Όλες οι φυλές του Ισραήλ και ή δική του φυλή Νεφθαλίμ αδιαφορούν για τη λατρεία του αληθινού Θεού. Αυτός όμως ξεχω­ρίζει. «Κάγώ μόνος έπορευόμην πλεονάκις εις Ιεροσόλυμα έν ταΐς έορταΐς» (Τωβ. α' 6). Μορφή γενναία, με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα.

«Μόνος». Μια κατάσταση πού μπορεί να τη βιώσει και σήμερα ό πιστός και συνειδητός χριστιανός, όταν θε­λήσει να προχωρήσει με συνέχεια και συνέπεια στη χριστιανική του ζωή.

«Μόνος» μπορεί να είναι ό τίμιος υπάλληλος, ό όποιος αντιτίθεται σε οποιαδήποτε αβαρία του ζητούν να κά­νει στην υπηρεσία του.

«Μόνος» μπορεί να είναι ό σεμνός και ό σώφρων νέος μέσα στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, στην παρέα του, γιατί ασφαλίζει τον εαυτό του από κα­θετί πού λερώνει την ψυχή του.

«Μόνος» μπορεί να είναι ό τακτικά εκκλησιαζόμενος με την οικογένεια του στο χωριό ή στην ενορία του στην πό­λη πού ζει.

Είναι όμως πραγματικά μόνος; Έτσι νόμιζε και ό προφήτης Ηλίας, ότι ήταν «μονώτατος». Ό Θεός όμως τον βεβαί­ωσε ότι υπήρχαν ακόμη 7.000 πού δεν είχαν προσχωρήσει στην ειδωλολα­τρία, δεν είχαν προσκυνήσει τον ψευ­τοθεό Βάαλ: «Ούκ έκαμψαν γόνυ τη Βάαλ» (Ρωμ. ια’ 4).

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα. Δεν είμαστε μόνοι! ’Άς μη μάς ξεγελάει ή γενική εικόνα. Υπάρχουν πολλοί πού αγωνίζονται με ηρωισμό και πίστη, μέ­νουν ασυμβίβαστοι, αγαπούν ειλικρινά τον Κύριο.

Όταν έρχονται περιστάσεις πού πολ­λοί γύρω μας αποστατούν ή φέρονται με πλαδαρότητα σε θέματα χριστια­νικής ζωής και ακριβούς τηρήσεως τού θελήματος τού Θεού, και αισθανόμα­στε μόνοι, να θυμόμαστε τον γενναίο Τωβίτ. Να μένουμε σταθεροί και αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη πίστη των Πα­τέρων μας και να προχωρούμε αταλάντευτοι με οδηγό την αλήθεια, πού μάς αποκάλυψε ό μοναδικός Σωτήρας και Λυτρωτής Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ό άγιος Θεός είναι μαζί μας και δεν θα μάς αφήσει θα μάς κρατεί ασφαλισμένους κάτω από την πανσθενή και κραταιά προστασία του και σταθερούς στο άγιο θέλημά του μέχρι τέλους της ζωής μας. (Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ