ΠΑΘΗ - ΑΡΕΤΕΣ

ΠΑΘΗ-ΑΡΕΤΕΣ

ΑΡΧΙΚΗ

ΦΤΑΙΝΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ; ΖΩΟΦΙΛΙΑ Ο ΘΥΜΟΣ Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΕΠΙΔΕΙΞΗ

ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ-ΤΖΟΓΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟ ΨΕΜΑ ΦΟΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ

ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ-ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΛΙΒΑΝΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΠΟΝΗΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

ΑΔΙΚΙΑ ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΥΠΟΜΟΝΗ-ΑΝΟΧΗ Η ΑΓΑΠΗ Η ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ Ο ΘΥΜΟΣ

Οι αμαρτίες μας

Ακούσατε, αγαπητοί μου, το ιερό και άγιο ευαγγέλιο. Είναι μία από τις ωραίες παρα­βολές που είπε ό Κύριος ημών Ιησούς Χρι­στός. Λόγια αθάνατα. Τί λέει η παραβολή;

Ήταν ένας καλός βασιλιάς και στο παλάτι είχε δούλους. Αυτοί έκαναν τις εργασίες που τους ανέθετε και βρίσκονταν σε συνεχή δο­σοληψία με το βασιλικό ταμείο. Κάποτε ήρθε ή ώρα να κάνη ό βασιλιάς λογαριασμό μαζί τους. Κάλεσε έναν απ’ αυτούς κι άνοιξαν τα βιβλία. Ό δούλος βρέθηκε ότι χρωστούσε στο βασι­λιά όχι χίλιες η δυο και τρεις και πέντε χιλιά­δες, αλλά ένα υπέρογκο ποσό· το ευαγγέλιο λέει ότι ήταν «μύρια τάλαντα»(Ματθ. 18,24). Το τά­λαντο ήταν μεγάλο χρηματικό ποσό, το όποιο σε σημερινά χρήματα είναι όσο ό κρατικός προϋπολογισμός της Ελλάδος· πεντακόσια δισε­κατομμύρια φράγκα! Τεράστιο ποσό. ’Άκουσε ό δούλος και τρόμαξε. Μόνος του ήταν αδύ­νατον να εξοφλήσει τέτοιο χρέος. Έπεσε στα πόδια του βασιλιά και τον παρακαλούσε να του δώση προθεσμία για να εξοφλήσει. Και ό βασιλιάς τον λυπήθηκε και του χάρισε όλο το χρέος· ό,τι χρωστούσε, του το χάρισε!

’Άς σταματήσουμε εδώ, αγαπητοί μου, στο σημείο αυτό της παραβολής —με την όποια ό Κύριος άλλα λέει και άλλα εννοεί— κι ας ρω­τήσουμε· ποιός είναι ό βασιλιάς αυτός; ποιοί είναι οι δούλοι; και ποιό είναι το χρέος που ώφειλε ό δούλος; Ό βασιλιάς, που εννοεί ή πα­ραβολή, δεν είναι επίγειος σαν κι αυτούς τους βασιλιάδες που υπάρχουν ακόμα στον κόσμο· είναι ό Κύριος· αυτός είναι «ο βασιλεύς των βα­σιλευόντων και κύριος των κυριευόντων», αυτός είναι «το Α και το Ω», αυτός είναι ή αρχή και το τέλος(Α Τιμ. 6,15. Απ. 9,16· 1,8· 21,6· 22,13)· αυτός εξουσιάζει τα σύμπαντα. Και οι δούλοι ποιοί είναι; Οι δούλοι είμαστε όλοι εμείς οι άνθρωποι. Και όπως ό δούλος είναι υποχρεωμένος να εκτελεί τα θελήματα του αφεντικού του, έτσι κ εμείς οι άν­θρωποι πρέπει να εκτελούμε το θέλημα του Θεού. Κι όταν δεν το εκτελούμε άλλα παραβαί­νουμε τις εντολές του Κυρίου, κάθε παράβαση που κάνουμε είναι ένα χρέος προς το Θεό.

Το χρέος αυτό το παρουσιάζει σήμερα το ευαγγέλιο σαν «μύρια τάλαντα»· τόσες είναι οι αμαρτίες μας, αμέτρητες δηλαδή. Υπάρχουν μερικοί πού, όταν τους συμβουλεύεις να πάνε στον πνευματικό να εξομολογηθούν, σου λένε· Εγώ δεν έχω αμαρτίες. Αυτό είναι ψέμα, μεγάλο ψέμα. Σήμερα στο ευαγγέλιο ό Κύριος μάς δείχνει ότι είμαστε χρεωμένοι, έ­χουμε ένα μεγάλο χρέος που πρέπει να το εξ­οφλήσουμε. Κι όπως κάθε τίμιος άνθρωπος, ό­ταν έχει ένα χρέος στην τράπεζα, αγωνιά πότε να το εξοφλήσει, έτσι κ' εμείς έπρεπε να χουμε αγωνία πότε θα έρθει ή ώρα να εξοφλήσου­με το χρέος που έχουμε στον Κύριό μας.

Αμαρτάνουμε, είμαστε αμαρτωλοί. 'Αμαρτά­νουμε όλοι, κάθε ώρα, με κάθε τρόπο και μέσο.

• Αμαρτάνουμε με κάθε μέλος μας. Και πρώ­τα - πρώτα με τα μάτια. Μάς τα ’δωσε ό Θεός να βλέπουμε τα ωραία της φύσεως και να τον δοξάζουμε, κ’ εμείς χαζεύουμε τα αισχρά κι α­κατονόμαστα, καρφωμένοι στην τηλεόραση και μένοντας ξάγρυπνοι πέρα απ τα μεσάνυχτα.

• Αμαρτάνουμε με τ’ αυτιά. Μάς τα ’δωσε ό Κύριος ν’ ακούμε τα λόγια του, κ’ εμείς τα κλεί­νουμε στο κήρυγμα του ευαγγελίου, ενώ τα στυλώνουμε σε ακούσματα διαβολικά.

• Αμαρτάνουμε με τη γλώσσα. Μάς την έδω­σε ό Θεός να τον δοξάζουμε και να επικοινωνούμε μεταξύ μας, κ’ εμείς μ’ αυτήν λέμε ψέμα­τα, διαβάλλουμε και συκοφαντούμε, κατακρί­νουμε και κουτσομπολεύουμε - ιδίως οι γυναι­κες, και το χειρότερο βλαστημούμε τα θεία.

• Αμαρτάνουμε με τα χέρια. Μάς τα ’δωσε ό Θεός να κάνουμε το καλό, κ εμείς μ αυτά ασελγούμε, μουντζώνουμε, χτυπάμε, κλέβου­με, σκοτώνει ό ένας τον άλλο σαν τον Κάιν.

• Αμαρτάνουμε με τα πόδια. Μάς τα ’δωσε ό Θεός να τρέχουμε στην εκκλησία, κ’ εμείς τρέχουμε για το διάβολο σε τόπους αμαρτίας και γεμίζουμε τα κέντρα διασκεδάσεως.

• Αμαρτάνουμε προ παντός με τη σκέψη. Το μυαλό μας, αντί να ’νε προσηλωμένο στο Θεό, είναι κολλημένο στα επίγεια και μάταια.

• Αμαρτάνουμε όλοι· άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι με το ’να πόδι στον τάφο, μικροί - μεγά­λοι, αγράμματοι και επιστήμονες, πολίτες και άρχοντες, στρατιώτες και αξιωματικοί, λαϊκοί άλλα κ’ εμείς οι παπάδες και δεσποτάδες.

• Αμαρτάνουμε κάθε ώρα· την ημέρα, τη νύ­χτα, τις καθημερινές, την Κυριακή, τη Μεγά­λη Εβδομάδα, κι αυτήν ακόμα τη Μεγάλη Πα­ρασκευή. Οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό μια φορά, εμείς τον σταυρώνουμε κάθε μέρα· κάθε αμαρτία που κάνουμε είναι κ’ ένα καρφί. Και μια μέρα ακόμα να ζήσουμε, δε γλυτώνου­με, πέφτουμε σε αμαρτία(βλ, Ιώβ 417· 144-5, Παροιμ. 20,9).

Πόσο είναι το χρέος μας; «Μύρια τάλαντα», ιλιγγιώδης αριθμός. "Αν μπορείς να μετρήσεις την άμμο της θαλάσσης και τα φύλλα των δέντρων, μπορείς να μετρήσεις και τ αμαρτήματα που διαπράττει η άνθρωπότης. Και ό Θεός ό πανάγαθος, ελεήμων, μακρόθυμος και πο­λυέλεος, ανέχεται σαν τον πατέρα· άγαπάει το παιδί του και το συγχωρεί που ατακτεί· κι αν καμιά φορά το τιμωρεί, του τραβάει ελαφρά το αυτί για να το παιδαγωγήσει και να το σώσει.

Τίθεται, αγαπητοί μου, το ερώτημα· πως μπορούμε ν’ απαλλαγούμε από το χρέος των αμαρτιών μας; Ό καθένας μας πρέπει αυτό να το ταχτοποιήσει προτού να πεθάνουμε.Μόνοι μας; Αδύνατον. Όπως ό δούλος της παραβολής, δεν μπορούμε ν’ απαλείψουμε ού­τε μία από τις αμαρτίες μας. Πέστε μου ποιά θεωρείτε ως τη μικρότερη αμαρτία μας. Ό, σάς λέω άτι, και εκατό χρόνια να μείνουμε στο Άγιο Όρος ασκητεύοντας (να κάνουμε κομποσχοίνια και γονυκλισίες, να τρώμε χόρτα και να κοιμόμαστε τη νύχτα μια ώρα), μόνοι μας δεν μπορούμε να σβήσουμε ούτε την πιο μικρή αμαρτία. Πώς σβήνει η αμαρτία; Με το έλεος τού Θεού. Δηλαδή; Ό Χριστός κατέβηκε από τον ουρανό, σταυρώθηκε και έχυσε το αίμα του για μάς, και το αίμα τού Χριστού μας -που ακούμε «Πίετε έξ αυτού πάντες»(θ.Λειτ, Μ 26,27)-, το καθαρό και αγνό και αμόλυντο αίμα τού Κυρί­ου μας, έχει άπειρη δύναμη να σβήνει αμαρτίες. Μια μόνο σταγόνα από το αίμα τού Κυρίου φτάνει να σβήσει όλα τα αμαρτήματα που έχει κάνει η άνθρωπότης. Μάλιστα. Αρκεί ό άνθρω­πος να πιστέψει αληθινά σ’ αυτόν, άτι ενανθρώπησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, να ομολογήσει άτι ό ίδιος είναι αμαρτωλός και να ζητήσει το έλεός του. Διαφορετικά, ούτε η πιο μικρή αμαρτία δεν σβήνει. Και αν οι μικρές δεν σβήνουν, τί να πούμε για τις μεγάλες;

Αν με ρωτήσετε τώρα ποιά είναι τα μεγάλα αμαρτήματα της εποχής μας, θα σάς πω άτι τα ασύγγνωστα και θανάσιμα αμαρτήματα, τα «μύ­ρια τάλαντα» της εποχής μας και της πατρίδος μας, είναι δύο. Το ένα είναι ή βλαστήμια· από όλους τους λαούς της Μεσογείου εμείς εί­μαστε οι πιο βλάστημοι. Και το άλλο είναι ή α­ποφυγή της τεκνογονίας και οι εκτρώσεις· το να εμποδίζεται με τα διάφορα σατανικά μέσα η γέννηση παιδιών θα το πληρώσουμε με τόκο και επιτόκιο. Αν πάτε στην Αλβανία, είναι γε­μάτη παιδιά· διπλασιάζεται ό πληθυσμός της. Το ίδιο και στα άλλα κράτη των Βαλκανίων. Ό­σο για την Τουρκία;... Πήγαν από τη Φλώρινα εκ­δρομή στην Κιουτάχεια, και είδαν στους δρό­μους να παίζουν πλήθος παιδιά. Αιδώ έπαψαν πλέον να γεννούν· διαπράττεται το έγκλημα.

Τί άλλο να πούμε; Μού ’ρχεται να κλάψω. Είμαι αμαρτωλός κ’ εγώ σαν εσάς, δεν είμαι άξιος να σάς κηρύττω. Αλλ’ όπως έλεγε ό ά­γιος Κοσμάς ό Αιτωλός, τώρα τί περιμένουμε; Τί άλλο από τιμωρίες. Ό Θεός μακροθυμεί. Το δαχτυλάκι του να κουνήσει ό Εσταυρωμέ­νος, στάχτη θα γίνει ό κόσμος. Χίλιους τρό­πους έχει αν θέλει να μάς τιμωρήσει. ’Έρχον­ται μεγάλες συμφορές. Δεν θα μείνει το κακό ατιμώρητο. Γλέντα, διασκέδαζε, βλαστήμα, παί­ζε τα λεφτά σου, κάνε εκτρώσεις, κάνε ό,τι θέλεις· άλλα να το ξέρεις, μια μέρα θα δώσεις στο Θεό λογαριασμό για τα χρέη σου.

Τί υπολείπεται, αδελφοί μου; ’Άντρες που μ’ ακούτε, γυναίκες που μ’ ακούτε, παιδιά που μ’ ακούτε, γέροι με τ’ άσπρα μαλλιά που μ’ ακούτε, παπάδες που μ’ ακούτε, τί υπολείπεται; Ένα μάς απομένει· να μετανοήσουμε. Να μετα­νοήσουμε όλοι από τα βάθη της καρδιάς μας και να ζητήσουμε το έλεος τού Θεού. Εάν δεν μετανοήσουμε, έρχονται μεγάλες συμφορές στον κόσμο. Ας μετανοήσουμε λοιπόν πρώ­τοι εμείς οι κληρικοί· ας μετανοήσουν οι γέ­ροντες, οι άντρες οι γυναίκες και τα παιδιά, όλος ό κόσμος. Τότε μόνο υπάρχει ελπίδα ό Χριστός ν’ απλώσει τα χέρια του επάνω στον αμαρτωλό κόσμο και να δώσει τη συγχώρηση.

Είθε ό Θεός δια των πρεσβειών της ύπεραγίας Θεοτόκου να δώσει σε όλους εμάς μετά­νοια, για να βρούμε έλεος και σωτηρία· αμήν.

(+) επίσκοπος Αυγουστίνος

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΕΤΑΙ

Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν πρέπει να κάνουμε ανοίγματα στην α­μαρτία, διότι δεν αστειεύεται. Το κακό, όταν αφήνεται απολέμητο, χειροτερεύει με γεωμετρική πρό­οδο και από ένα σημείο και μετά δεν ελέγχεται πλέον.

Αυτή την εμπειρία καταθέτει ό ιερός Ψαλμωδός. Μας λέει ότι ό αμαρτωλός στην αρχή ενδύεται την καταραμένη α­μαρτία, όπως ενδύεται τα ρούχα του. «Ένεδύσατο κατάραν ώς ίμάτιον» (Ψαλμ. ρη' [108] 18). Αντί να πετάξει από επάνω του το βρώμικο ένδυμα της αμαρτίας, το προτιμά «ωσάν ίδιον φό­ρεμα». Ευχής έργον θα ήταν να ήθελε σ' όλη του τη ζωή να τον σκεπάζει ή Χάρις και ή ευλογία του Θεού και όχι ή κατάρα της αμαρτίας. Αλλά δυστυχώς έρχονται στιγμές πού προτιμά την κα­τάρα αντί της ευλογίας. «Ήγάπησε κα­τάραν... και ούκ ήθέλησεν εύλογίαν» (Ψαλμ. ρη' [108] 17).

Τί λυπηρό ό κατ' εικόνα Θεού πλα­σθείς άνθρωπος να αμαυρώνει τον χι­τώνα της ψυχής του! Να ανταλλάσσει τη θεούφαντη στολή του Βαπτίσματος με το κατάστικτο ένδυμα της αμαρτίας!

Αλλά όταν κάνουμε ανοίγματα στην αμαρτία, δεν βλαπτόμαστε μόνον εξω­τερικά αλλά και εσωτερικά. Λόγου χά­ριν, μία βλασφημία, όταν επαναλαμβά­νεται, δεν λερώνει μόνο τα χείλη αλλά και την καρδιά. Ένα άσχημο θέαμα, ό­ταν γίνεται αντικείμενο παρατηρήσεως, δεν μολύνει μόνο τα μάτια αλλά και τον έσω άνθρωπο. Όπως το νερό πού πί­νουμε, κατεβαίνει από το στόμα στον φάρυγγα και φθάνει στα σπλάχνα μας, έτσι και το θολό νερό της αμαρτίας εισ­έρχεται στο εσωτερικό μας και φθάνει στα έγκατα μας. «Και είσήλθεν ωσεί ύ­δωρ εις τα έγκατα αυτού» (Ψαλμ. ρη' [108] 18).

Ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης σχο­λιάζοντας στο ωραιότατο βιβλίο του «Πνευματικά Γυμνάσματα» αυτόν τον στίχο παρατηρεί ότι «ή κακή συνήθεια της αμαρτίας, με τας πράξεις όπου γνω­ρίζει πάλιν και κάμνει, διαπερνά πλέ­ον εσωτερικώς, καθώς και το νερόν όπου πίνομεν διαπερνά μέσα εις τα σπλάγχνα μας». Ό Μέγας Αθανάσιος ερμηνεύοντας στις «Εξηγήσεις των Ψαλμών» τον ίδιο ψαλμικό στίχο παρα­τηρεί ότι ή εικόνα του ύδατος δηλώνει τη σφοδρότητα της αμαρτίας. Όπως το νερό, όταν αφήνεται στον κατήφο­ρο, κυλά με σφοδρότητα και ορμή, έως ότου γεμίσει ολόκληρη την κοιλότητα στην οποία χύνεται, έτσι και ή αμαρτία, όταν επαναλαμβάνεται, αποκτά ορμή και σφοδρότητα και απειλεί να καλύψει ολόκληρο το εσωτερικό μας.

Ή χρονίζουσα πλέον αμαρτία δημι­ουργεί στο εσωτερικό του αμαρτωλού και άλλες παρενέργειες, χειρότερες πάν­τοτε από τις προηγούμενες. Εισέρχεται «ωσεί έλαιον έν τοις όστέοις αυτού» (Ψαλμ. ρη' [108] 18). «Διαπερνά έως και εις τα κόκκαλα, έως και εις τούς εν­δότερους μυελούς των κοκκάλων αυ­τού». Τώρα πλέον ή αμαρτία δεν μοιά­ζει με ένδυμα λερωμένο ή με νερό, άλ­λα με λάδι, πού έχει την ιδιότητα να νοτίζει και να διαποτίζει τα αντικείμενα πού έχουν πόρους και να δημιουρ­γεί μεγάλους λεκέδες. Κι όπως τα ρού­χα και τα ξύλα πού νοτίζουν με λάδι λερώνονται τόσο πολύ πού σχεδόν α­χρηστεύονται, έτσι και ή αμαρτία λερώ­νει τόσο βαθιά το εσωτερικό μας πού διαπερνά ακόμη και τούς πόρους των οστών μας, φθάνει μέχρι το μεδούλι μας.

Ερμηνεύοντας ό Μέγας Αθανάσιος αυτόν τον ψαλμικό στίχο παρατηρεί ό­τι το «έλαιον» δηλώνει τη μονιμότητα. Πράγματι- είναι πικρή εμπειρία να κα­θαρίζει κανείς αντικείμενα πού είναι νο­τισμένα με λάδι. Τα σαπουνίζει, τα ξανασαπουνίζει, και πάλι λερωμένα του φαίνονται! Την ίδια πικρή εμπειρία δο­κιμάζει και ό ταλαίπωρος άνθρωπος, όταν αμαρτάνει. Βλέπει το εσωτερικό του κατάστικτο και λερωμένο και αι­σθάνεται στενοχώρια και θλίψη.

Δυστυχώς ό σύγχρονος άνθρωπος βαρύνεται με τόσο πολλές παραβάσεις του θείου θελήματος, πού δεν τολμά ούτε να αντικρίσει το βάθος της καρ­διάς του. Ή αμαρτία τον οδηγεί σε τέτοιο άθλιο κατάντημα πού ντρέπεται να δει κατάματα τον εαυτό του! Αφήνει επάνω του και μέσα του τόσο ανεξίτηλα ση­μάδια πού δεν μπορεί με τίποτε να τα κρύψει! Δημιουργεί τόσο ανεπιθύμητες καταστάσεις πού τον ταλαιπωρούν α­φάνταστα! Νιώθει σαν κολασμένος!

Ή αμαρτία όπου εισχωρήσει, αμαυ­ρώνει, μολύνει, φθείρει και καταστρέ­φει. Τυφλώνει την ψυχή, θολώνει τον νου, μολύνει την καρδιά, παραλύει τη θέληση, οδηγεί στον θάνατο και μάλι­στα στον αθάνατο θάνατο, όπως λέει ό ιερός Χρυσόστομος. Και ή χειρότερη απ' όλες τις παρενέργειες της είναι ότι μας χωρίζει από τον Θεό και εμποδίζει τη σωτηρία μας.

Γι’ αυτό ας αποστρεφόμαστε τη δυσώδη αμαρτία. Καλύτερα να προλαμβά­νουμε την ασθένεια παρά να τη θερα­πεύουμε. Να μάθουμε να πολεμούμε από την αρχή το κακό, προτού εισχω­ρήσει στο εσωτερικό μας και το μολύ­νει. Διότι αν φθάσει μέχρι τον μυελό των οστών μας και τον διαποτίσει, μετά και ή θεραπεία γίνεται δυσκολότερη. Αν μάλιστα αφήσουμε την αμαρτία να σκληρύνει την καρδιά μας και να την κάνει πέτρινη, μετά δεν θα έχουμε διά­θεση ούτε να μετανοήσουμε.

Πόσο ύπεροχότερο είναι να ζούμε ζωή καθαρότητος και αγιασμού! Να ανθεί ή ζωή μας μέσα στο φώς του Χρί­στου! Ελκύουμε τη χάρη του Θεού, όταν εργαζόμαστε το αγαθό! Απολαμ­βάνουμε τιμή και ευλογία! Απολαμβά­νουμε την ειρήνη του Θεού, «το γλυκύ πράγμα και όνομα»! ■(Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

Οι άνθρωποι έχουμε τήν κακή συνή­θεια νά σκεπάζουμε τά σφάλματα μας. Αυτό τό μάθημα τό μάθαμε άπό τούς προπάτορές μας, τον Αδάμ και τήν Εύα, οί οποίοι, μόλις αμάρτησαν και συνειδητοποίησαν τήν παρουσία του Θεού, άπό ντροπή κι άπό φόβο έτρεξαν νά κρυφτούν ανάμεσα στά δέν­δρα του Παραδείσου και προσπάθη­σαν έπειτα και νά δικαιολογηθούν.

Την ίδια τακτική ακολουθούν οι αμετα­νόητοι αμαρτωλοί όλων των αιώνων. Μόλις διαπράξουν βαρύτατο σφάλμα, προσπαθούν με ταχυδακτυλουργικές ενέργειες να το κρύψουν, σπεύδουν να το κουκουλώσουν, να μη φαίνεται που­θενά. Επινοούν τις πιο απίθανες μεθό­δους για να σβήσουν τελείως τα ίχνη της παρανομίας τους, να μην αποκαλυφθεί ποτέ ή αλχημεία τους, να μην τούς πιά­σει ή τσιμπίδα του νόμου.

Να θυμηθούμε από την Παλαιά Δι­αθήκη τούς αδελφούς του Ιωσήφ. Μό­λις πούλησαν τον αδελφό τους στους Ισμαηλίτες έμπορους, αναρωτήθηκαν τί τέχνασμα θα επινοήσουν, για να δι­καιολογηθούν στον πατέρα τους. Σο­φίστηκαν να σφάξουν ένα κατσικάκι και να λερώσουν με το αίμα του και με χώματα από το έδαφος το πολύχρωμο φόρεμα του Ιωσήφ. Το έσχισαν κατό­πιν και σε κάποια σημεία, για να δί­νει την εντύπωση ότι ό αδελφός τους κατασπαράχθηκε από θηρίο. Έπειτα το έστειλαν στον πατέρα τους λέγον­τας ότι το βρήκαν στην ερημιά και ότι ανησυχούν μήπως είναι του Ιωσήφ. Ό Ιακώβ αναγνώρισε τον χιτώνα του παι­διού του και με αγαθό λογισμό υπέθε­σε ότι κάποιο θηρίο κατασπάραξε τον Ιωσήφ. Από τη στιγμή εκείνη τον έκλαι­γε ως νεκρό. Το πονηρό τέχνασμα των δέκα μεγαλύτερων παιδιών του Ιακώβ προς το παρόν στέφθηκε με επιτυχία.

Κάπως έτσι ενεργεί ό αποστάτης άν­θρωπος. Διαπράττει την αμαρτία και κατόπιν προσπαθεί να τη σκεπάσει με χίλια δύο πονηρά εφευρήματα. Όπως ή σουπιά ρίχνει μελάνη για να θολώσει τα νερά, έτσι και ό αμαρτωλός γίνεται εφευρετικός στην πονηρία, για να σκε­πάσει τα σφάλματα του.

Αλλά ας υποθέσουμε ότι κατορθώνει προσωρινά να σκεπάσει το σφάλμα του από τα μάτια των συνανθρώπων του. Από τον παντέφορο οφθαλμό του Θεού δεν θα μπορέσει να το σκεπάσει ποτέ! Διότι δεν υπάρχει δημιούργημα στον κόσμο πού να μπορεί να κρυφτεί από τον Θεό. «Ούκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δέ γυμνά και τετραχηλισμένα τοις όφθαλμοίς αυτού, προς ον ήμΐν ό λόγος» (Εβρ. δ' 13). Όλα είναι γυμνά και ξεσκεπασμένα στά μάτια Εκείνου, προς τον Οποίο θα δώ­σουμε λογαριασμό και απολογία για τις πράξεις μας. Υπάρχει κάτι πού να μην τα γνωρίζει ό Κύριος; Ό παντέφορος ο­φθαλμός του όλα το βλέπει και όλα τα παρακολουθεί. «Αυτός την ύπ' ούρανόν πάσαν έφορά» (Ίώβ κη' 24). Επιβλέπει, κυβερνά, συντηρεί όλη τη δημιουργία. Αλλά και διορθώνει κάτι πού δεν γίνε­ται καλά. Υπάρχει κάτι πού θα μείνει για πάντα κρυφό; Δεν υπάρχει τίποτε κρυφό πού δεν θα φανερωθεί, τίποτε μυστικό που δεν θα μαθευτεί, τίποτε κρυμμένο στο σκοτάδι πού δεν θα βγει στο φως. Θα έλθει μία μέρα πού όλα θα αποκαλυφθούν, όλα θα βγουν στην επιφάνεια!

Τότε γιατί αυταπατώμεθα με το λογι­σμό ότι μπορούμε να σκεπάζουμε τα αμαρτήματα μας; Από ποιόν τα σκεπά­ζουμε; Από τούς ανθρώπους; Από τους ανθρώπους και να τα σκεπάζουμε μικρό το κέρδος. Από τον Θεό; Από τον Θεό, και να θέλουμε, δεν μπορούμε να τα σκεπάσουμε. Ό δίκαιος Κριτής την ή­μερα της Κρίσεως, την επιφανή και με­γάλη, θα φανερώσει όλα όσα πράξαμε. «Ώ, ποία ώρα τότε και ήμερα φοβερά!... Βίβλοι ανοίγονται και πράξεις ελέγχον­ται και τα κρυπτά του σκότους δημοσι­εύονται», ψάλλουμε στο ίδιόμελο τών αίνων της Κυριακής των Απόκρεω. Ή ντροπή μας θα είναι τότε διπλή. Πρώτον θα ντραπούμε για τα αμαρτήματα πού διαπράξαμε και δεύτερον θα ντραπού­με για την αλυσίδα των λανθασμένων ενεργειών πού επινοήσαμε για να τα σκεπάσουμε.

Αντί λοιπόν να σκεπάζουμε τα σφάλ­ματα μας, να μετανοούμε γι' αυτά και να τα εξομολογούμαστε στον Πνευματικό, για να ελκύουμε τη Χάρη του Θεού και να λαμβάνουμε άφεση των αμαρτιών μας.

Ο άγιος Θεός δεν ευαρεστείται, όταν παίζουμε θέατρο. Θέλει ό,τι κάνουμε, ό,τι σκεπτόμαστε, ό,τι επιθυμούμε, όλα να είναι σύμφωνα με το άγιο θέλημα του. Αλλά κι αν ως άνθρωποι πού είμα­στε πέσουμε σε κάποια σφάλματα, ε­κείνο πού περιμένει από μάς είναι όχι να τα κρύψουμε, αλλά να μετανοήσου­με και να τα διορθώσουμε. Όσο πιο πολύ καθυστερούμε να διορθώσουμε τα σφάλματα μας, τόσο περισσότερο επιβαρύνουμε τη θέση μας. Μην ακού­με τον αντίδικο διάβολο πού μάς υπο­δεικνύει να σκεπάσουμε τα σφάλματα μας δήθεν για να απαλλαγούμε από τη ντροπή, διότι ούτε από την ντροπή ού­τε από τις συνέπειες της αμαρτίας απαλ­λασσόμαστε.

Το ορθόν είναι, όταν σημειώνουμε πτώση, να έχουμε την ειλικρίνεια να την ομολογήσουμε. Να δείχνουμε με ειλικρι­νή μετάνοια την πληγή μας στον Πνευ­ματικό λέγοντας: Δικά μου, πάτερ, είναι το σφάλμα, Ό ίδιος ευθύνομαι για ό,τι έγινε. Το καταθέτω με ειλικρίνεια την ώ­ρα της ιεράς Εξομολογήσεως και ζητώ από τον Θεό συγχώρηση.

Εάν υπάρχει από τη δική μας πλευρά ειλικρινής μετάνοια, όλοι γνωρίζουμε πόσο μεγάλη είναι ή Χάρη του Μυστη­ρίου! Έχουμε «φιλάνθρωπον Πατέρα και Θεόν», ό Όποιος διανοίγει «άγκάλας πατρικάς» και μάς δέχεται πάλι κοντά του. Μάς ελεεί «κατά το μέγα έ­λεος του», και «κατά το πλήθος των οικτιρμών του» συγχωρεί τα παραπτώμα­τα μας.

Όχι λοιπόν κουκούλωμα των σφαλ­μάτων μας αλλά μετάνοια και ειλικρινής εξομολόγηση! ■(Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

Η Μ Α Γ Ι Σ Σ Α

Για πολλούς είναι πρόβλημα πως να την αντιμετωπίσουν και πως να ξεμπλέξουν απ' αυτήν. 'Άλλοι είναι παραδομένοι σκλάβοι της. 'Άλλοι ό­µως, σαν τον 'Οδυσσέα που απαγόρευ­σε στην Κίρκη να τον αγγίξει µε το µαγικό ραβδί της, µένουν ελεύθεροι και άθικτοι απ' αυτήν. Πάντως είναι πανθοµολογού­µενο ότι διαθέτει Ισχυρό µαγνητισµό, που µόνον οι δυνατοί χαρακτήρες µαπορούν και τον ξεφεύγουν. Και αλλοίμονο στα άβουλα θύματα της, που τα αφιονίζει, τα παραλύει, τα ξελογιάζει, τα μπολιάζει µε πάσης φύσεως πονηριά και κακοήθεια, τα ξεστρατίζει, τα φθείρει και τα διαφθεί­ρει.

Και όταν λέμε μάγισσα, µη πηγαίνει ο νους µας σε µια κακόμορφη και φοβερή γριά μάγισσα των παραμυθιών, αλλά σ' αυτήν που είναι όλο «φιγούρα» και φαν­τασµαγορία κι έχει τέτοια επιρροή στον κόσμο, ώστε κυβερνά µε αλαζονεία, ό­πως θέλει κι όπου θέλει, όχι µόνο ανθρώ­πους υπανάπτυκτους αλλά και πολλούς άλλους, μικρούς και μεγάλους, ακόμη και µεγαλόσχηµους του κόσμου. Όλους τους µεθά και τους μαγεύει. Πρόκειται για την τηλεόραση. Καταντά σε πολλές περι­πτώσεις μάγισσα που µαγεύει, γοητεύει και οδηγεί στο κακό τον κόσμο.

«Το είπε ή τηλεόραση!», λένε µέ δέος τα θύματα της. Και άρα, αφού το είπε ή µάγισσα τηλεόραση, έτσι πρέπει να είναι και αληθινό και σωστό. Δηλαδή τα όσα από τα παράθυρα της βγαίνουν: αναγγελίες αστρολόγων, μελλοντολόγων και µέντιουµ, σπερµολογίες κάποιων απατεώνων δημοσιογράφων, δημαγωγίες άλλων πλη­ρωµένων παραγωγών, οργάνων σκοτεινών δυνάμεων, φλυαρίες µερικων δο­λίων σοβαροφανών «έξυπνων» αθεόφο­βων τηλεπαρουσιαστών, που δεν έχουν ούτε όσιο ούτε ιερό.

Οι τόσες και τόσες απρέπειες και κα­κοήθειες που παρουσιάζονται και λέγον­ται από την τηλεόραση, καταπίνονται α­πό τον θεατή και πάνε να τον πείσουν ότι πρέπει να συνταιριασθή µε αυτό το πνεύμα της τηλεοράσεως. Και ποιο είναι αυτό το πνεύμα; Είναι το µολυσµένο κο­σµικό πνεύμα, το δαιμονικό πνεύμα του «κοσµοκράτορος του σκότους του αιώνος τούτου» (Εφ. ς' 12). Είναι τό πνεύμα του σατανά, που άγρια συνταράζει την κοσµοθάλασσα και «πλανά την οικουμένην» (Αποκ. ιβ' 9).

Ή επίδραση της κακής τηλεοράσεως είναι τόσο δυνατή και φοβερή, ώστε της αρμόζει ό προφητικός λόγος της Απο­καλύψεως: «εν τn φαρμακεία σου έπλα­νήθησαν πάντα τα έθνη» (Αποκ. ιη' 23). Με τα μαγικά τερτίπια σου πλανήθηκαν και εξαχρειώθηκαν πάντα τα έθνη. Ή πα­ρουσία της στον κόσμο εδώ και πενήντα χρόνια φέρνει στο νου τα όσα γράφονται στο βιβλίο της Αποκαλύψεως για την αποστασία των ανθρώπων από τον Θεό και την μεγάλη διαφθορά και ανηθικότη­τα. Και δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι κατά µέγα µέρος αιτία της διαφθοράς και αποστασίας είναι ή κακή τηλεόραση.

Με πολλές εκπομπές της διαχέει την διαφθορά και μολύνει την ατμόσφαιρα. 'Αν σήμερα διέρχεται ισχυρή κρίση ο Ιερός θεσμός της οικογένειας, αν κατέπεσαν για πολλούς ανθρώπους τα ιδανικά και οι υψηλές αξίες της ζωής, κύριος υπεύ­θυνος είναι ή πλανεύτρα, ή μάγισσα τηλεόραση.

Ή τηλεόραση παρουσιάζει ζωντανά όλα τα της πόλεως ανθρώπους, οικοδομές. μέγαρα, κίνηση, ανθρώπινες σχέσεις, εκδηλώσεις πολιτικές, εμπορικές, πολιτι­στικές, την όλη κουλτούρα αλλά και την ψευτοδιανόηση, τα ήθη αλλά και την πά­σης φύσεως διαφθορά μιας πόλεως. Και δυστυχώς, όπως στον βίο μιας μάγισ­σας επικρατεί ή αθεόφοβα, ή πονηρία, ή ανηθικότητα, ο δόλος και ή κακία παν­τός είδους, έτσι και στην τηλεόραση - σ' αλλά κανάλια πολύ, σ' αλλά περισσότερο- κυριαρχεί τό κακό πνεύμα της α­θεόφοβης αποστασίας. Ή τηλεόραση κα­τήντησε ένα κυβερνείο, με τό όποιο ο διάβολος διαφεντεύει τις ανθρώπινες μάζες, άρχοντες και λαούς, και ετοιμάζει την «Νέα Εποχή» με την παγκόσμια επικυ­ριαρχία του Αντίχριστου.

Φέρνει μέσα στον ιερό χώρο της οικογενειακής εστίας την αμαρτία και μαραίνει μεταξύ άλλων και την δροσερή άγαπητική επικοινωνία των μελών της οι­κογενείας. Αποσπά την προσοχή και τό ενδιαφέρον του καθενός και αυτή την λίγη ώρα που είναι ελεύθεροι από τις εργασίες τους, και αυτή την ιερή ώρα του φαγητού. Μπορεί να συντρώγουν, αλλά ξεχνά ο ένας τον άλλο βλέποντας ανόη­τα τις διαφημίσεις της τηλεοράσεως.

Το κακό είναι ότι εναποθέτει σιγά - σιγά τις θανατηφόρες διοξίνες της και ερημώνεις τον άνθρωπο από την παρουσία του ζώντος Θεού, τον Όποιον ο τηλεθεατής ξεχνά και με τό χρόνο παύει τη σχέση μαζί του διότι ζαλίζεται από «την επιθυμίαν της σαρκός και την επιθυμίαν των όφθαλ­μών και την άλαζονείαν του βίου» (Α' Ίω. β΄16)Αν οι πολλοί δεν θέλουν να καταλά­βουν τα αυτονόητα, ότι δηλαδή ή τηλεόραση μαγεύει και φθείρει, όμως όσοι θέ­λουν να έχουν καλές σχέσεις με τον Θεό πρέπει να φυλαχθούν από την φοβερή επίδραση της. Ισχύει και εδώ ή θεϊκή πα­ραγγελία:<<Έξελθε εξ αυτής ό λαός μου ίνα μη συγκοινωνήσατε ταις αμαρτίαις αυτής και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε>> (Αποκ. ιη΄4) (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ