Ο ΠΛΟΥΤΟΣ

Οι Τρείς Ίεράρχαι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και Ιωάννης ό Χρυσόστομος είναι οι οικουμενικοί διδάσκαλοι της Εκκλησίας, πού, παρά τους αιώνες πού με­σολάβησαν από τότε πού ζούσαν στον κόσμο, εξακολουθούν να φωτίζουν τους δρόμους μας. Τα συγγράμματά τους νίκησαν τη φθορά τού χρό­νου και αγγίζουν με επιτυχία και τα σύγχρονα προβλήματα. Ασχολήθηκαν με όλους τους τομείς της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής. Και επειδή οι άνθρωποι έχουμε ανέκαθεν τις ίδιες ψυχικές αναζητήσεις, οι απαντήσεις και τοποθε­τήσει τους, εμπνευσμένες από την θερμή σχέση τους με το Πνεύμα του θεού, αναπαύουν κάθε ειλικρινή αναζήτηση της αλήθειας.

Το θέμα στο οποίο επανέρχονταν συχνά στις ομιλίες και στα συγγράμματα τους ήταν αυτό της κοινωνικής αδικίας, και το οποίο γινόταν φανερό στο τεράστιο χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των πτωχών. Ή προκλητική ζωή των πλουσίων έναντι των αναξιοπαθούντων πτωχών όχι μόνο δεν τους άφηνε αδιάφορους, άλλα τους παρακι­νούσε διαρκώς σε ανάλογη δράση. Πλούσιοι και οι τρεις μοίρασαν τις περιουσίες τους στους πτωχούς και αφιέρωσαν το χάρισμα του λόγου και της πέννας, πού τους χάρισε ό Δωρεοδότης Θεός, στο να γίνουν πιο ανθρώπινες και αδελφικές οι σχέσεις πλουσίων και πτωχών. Φροντίδα τους άνύστακτη ήταν να συγκινήσουν τους πλουσίους, ώστε να βλέπουν σαν αδελφούς τους πτωχούς και όχι μόνο να μην τους εκμεταλλεύονται, αλλά να τους βοηθούν στη δύσκολη ζωή τους.

Έτσι ό Μέγας Βασίλειος έγραψε μια ωραία ομι­λία με τίτλο «Προς τους πλουτούντας», ό άγιος Γρηγόριος ένα εξαίρετο ποίημα με τίτλο «Κατά πλουτούντων» και ό ιερός Χρυσόστομος μια ομι­λία ερμηνεύοντας το αγιογραφικό ρητό: «Τοις πλουσίοις εν τω νύν αιώνι παράγγελλε μή ύψηλοφρονείν» (Α' Τιμ. στ' 17). Επανειλημμένως δε και οι τρεις στις ομιλίες και στα κηρύγματα τους έκαναν λόγο για τον πλούτο.

Ή θάλασσα, έλεγε χαρακτηριστικά ό Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τον πλεονέκτη πλούσιο, γνωρίζει «τα όριά» της, ή νύχτα δεν «υπερβαίνει τας όροθεσίας» πού της καθόρισε εξ αρχής ό Δημιουργός' ό πλούσιος όμως δεν χορταίνει με όσα έχει' «μιμείται του πυρός τήν βίαν», ό πόθος του να αυξήσει τα πλούτη του μοιάζει με την ορμητική ασταμάτητη πυρκαγιά (ΕΠΕ 6, 306).

Έχεις «Τόσα και τόσα» κτήματα και άλλα αγαθά, έρωτα. Τί θα γίνει τελικά; «Ουχί τρείς σε πήχεις άναμένουσιν οί πάντες;». Τρείς πήχεις γης δεν περιμένουν και σένα -όλοι κι όλοι- όταν πεθάνεις; Ποιός θα σε υπερασπισθεί την ώρα της μελλούσης Κρίσεως; Όπου κι αν στρέψεις τότε το βλέμμα σου, θα βλέπεις τις όψεις εκείνων προς τους οποίους έδειξες ασπλαχνία' «ένθεν (από εδώ) τού ορφανού τά δάκρυα, εκείθεν (από εκεί) της χήρας τόν στεναγμόν, έτέρωθεν (από αλλού) τούς οίκέτας ούς κατέξαινες (=πού τους καταξέσχιζες και τους ταλαιπωρούσες στα έργα σου)» (ΕΠΕ 6, 308).

Παρόμοια εκφραζόταν για τον πλούτο και ό άγιος Γρηγόριος. Όχι μόνο δεν συγκινείται ό πλούσιος, έλεγε, από τη δυστυχία των πτωχών, αλλά φτάνει στο σημείο να μην υπολογίζει ούτε και «τήν του Θεού τιμωρίαν» (ΕΠΕ 9, 408). Γίνεται αναίσθητος. Διότι ό πλούτος, έλεγε, άλλοτε οδηγεί στην «ΰβριν», δηλαδή στην υπερηφάνεια, ή «ύβρις» όμως «άπώλειαν φέρει», οδηγεί στην καταστροφή. Μοιάζει με φάρμακο «νόσου γέμον», πού είναι γεμάτο μέ αρρώστια. Μπορεί να λύνει μερικά οικονομικά προβλήματα, δημιουργεί όμως άλλα φοβερά και τρομερά, πού έχουν σχέση με τη σωτηρία Της ψυχής μας (ΕΠΕ 9, 140+ 190).

Είναι πραγματικά «όλέθριον» το πάθος του πλουτισμού, έλεγε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο και ό ιερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 23, 320). Διευκρίνιζε όμως ότι «ου κακόν ό πλούτος... όταν εις τους δεομένους άναλίσκωμεν (όταν τον διαθέτουμε και τον ξοδεύουμε βοηθώντας τους πτωχούς), αλλά κακόν ή πλεο­νεξία» (ΕΠΕ 14, 248). Και άλλου τόνιζε ότι ούτε ό πλούτος είναι γενικά κάτι κακό ούτε ή πενία γενικά κάτι καλό, αλλά ανάλογα προς «τήν προαίρεσιν τών χρωμένων έκάτερα ταύτα γίνεται». Ανάλογα με το πως δηλαδή χρησιμοποίει κανείς τον πλούτο ή την φτώχεια αποκτά το καθένα την κακή ή την καλή σημασία του (ΕΠΕ 32, 456). «Πλούσιόν σε έποίησεν ό Θεός», έλεγε άλλοτε, «ίνα τοίς δεομένοις βοηθής» (για να βοηθείς όσους έχουν ανάγκη), «ίνα τά αμαρτήματα λύσης τά σαυτού διά της εις ετέρους δαψιλείας» (για να διαλύσει και εξαλείψει τα άραρτήρατά σου με τις πλούσιες ελεημοσύνες σου) (ΕΠΕ 31, 664). Και να θυμάσαι, πρόσθετε, ότι ό πλούτος είναι κάτι «εύρίπιστον», πολύ άστατο, γλιστρά και χάνεται γρήγορα (ΕΠΕ 36, 602).

Οι πιο πάνω αντιπροσωπευτικές γνώμες των εκπνευσμένων Τριών Ιεραρχών για τον πλούτο φανερώνουν πόσο φωτεινά πνεύματα ήσαν και πόσο αξίζει να τους έχουμε όλοι μας καθοδηγούς μας.(Από την «ΔΡΑΣΗ»)

Θεός απατεώνας

Ένας είναι ό Θεός, ό άπειρος, ό πανάγαθος, ό τέλειος, ό αξιόπιστος και αληθινός. "Ολοι οι άλ­λοι ονομαζόμενοι θεοί είναι κατασκευ­άσματα των δαιμόνων, πλάσματα της φαντασίας των ανθρώπων, ανύπαρκτοι και ψεύτικοι θεοί.

Πρώτος από αυτούς πού κατακτά τις καρδιές των ανθρώπων και τούς τα­λαιπωρεί, είναι ό μαμωνάς, δηλαδή ό πλούτος. Ό Χριστός τον ονόμασε κύριο. «Ούδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», είπε. Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος συγχρόνως σε δύο κυρίους. Δι­ότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα καταφρονήσει τον άλλο. «Ού δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Δεν μπορείτε να είσθε συγχρόνως δού­λοι και τού Θεού και τού μαμωνά (Ματθ. ς' 24).

Παρουσιάζεται έδώ ό πλούτος ως προσωπικός ανταγωνιστής τού Θεού, διότι όταν κερδίσει τον άνθρωπο, απορροφά όλο το ενδιαφέρον του, τρέφει τις πιο μεγάλες ελπίδες του, υπόσχεται απέραντη ευτυχία, κατακτά την καρδιά του, τον υποδουλώνει πλήρως. Ό άν­θρωπος προσκολλάται στη δουλεία τού χρήματος, δεν χορταίνει ποτέ με όσα έχει, ζητάει όλο και περισσότερα, γίνεται πλεονέκτης, και όπως λέει ό άπόστολος Παύλος, ή πλεονεξία «έστίν ειδωλο­λατρία» (Κολασ. γ' 5). Χάνεται από τον ορίζοντα της ψυχής ό αληθινός Θεός. Ή ψυχή παραδίδεται με όλες τις δυνά­μεις της στη λατρεία τού χρήματος, σκέ­πτεται διαρκώς τα πλούτη, αγαπά τα πλούτη, αγωνίζεται, κάνει το πάν για να ασφαλίζει και αυξάνει τα υλικά πλούτη, τα χρήματα, τα κτήματα, τις καταθέσεις. Θεός της γίνεται το χρήμα. Τόπος σ’ αυτήν για τον αληθινό Θεό δεν υπάρχει, καθώς μάλιστα ό Κύριος ζητάει απόλυτη υποταγή σ’ Αυτόν και τέλεια απαλλαγή από κάθε άλλη υποτέλεια.

Τον υλικό πλούτο, τον μαμωνά, τον ονομάζει ό Κύριος «μαμωνά της αδικίας» (Λουκ. ις' 9). Γιατί άραγε;

Διότι τις περισσότερες φορές οι άν­θρωποι γίνονται πλούσιοι με αθέμιτα μέσα, με εκμετάλλευση των αδυνάτων συνανθρώπων τους, με αρπαγές, με ψεύδη, απάτες και αδικίες. Δεν είναι δί­καιος ό πλούτος αυτός, δεν τούς ανήκει.

Αλλά και αν ακόμη απέκτησαν τον πλούτο τους με τίμιο κόπο και δίκαιο τρόπο, πάλι δεν ανήκει αποκλειστικά στους ’ίδιους ό πλούτος αυτός. Ό Θεός τούς τον χάρισε για να προσφέρουν σ’ αυτούς πού στερούνται, να δίνουν από τα πολλά πού έχουν, για να ανακουφίζονται οι πτωχοί, να σώζονται και οι ’ί­διοι. Γι αυτό αν κρατούν αυτά πού έχουν μόνο για τον εαυτό τους, διαπράττουν αδικία, και ό πλούτος τους είναι άδικος, μαμωνάς της αδικίας.

Άλλα και για έναν ακόμη λόγο καλείται μαμωνάς της αδικίας ό πλούτος. Διότι αδικεί αυτούς πού τον εμπιστεύονται. Διαψεύδει τις προσδοκίες τους, προδί­δει συχνά όσους εναποθέτουν τις ελπί­δες τους σ’ αυτόν. Εύκολα χάνεται, περ­νάει σε άλλα χέρια. Γι’ αυτό απογοητεύει συχνά τούς κατόχους του, κάποτε δε τούς στέλνει στα δικαστήρια και στις φυ­λακές.

Άλλα και αν ακόμη δεν ακολουθήσουν τέτοια δυσάρεστη πορεία τα πράγμα­τα, πάλι αδικεί τούς πιστούς του ό θεός τού πλούτου. Διότι δεν μπορεί να δώ­σει όσα υπόσχεται, δεν μπορεί να δώ­σει αληθινή χαρά, πραγματική ειρή­νη, διαρκή ευτυχία. Αυτά είναι καταστά­σεις εσωτερικές πού μόνο το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να εξασφαλίζει στις ψυχές των δικών Του ανθρώπων. Ό άνθρω­πος, ό πλασμένος από τον Θεό και για τον Θεό, έχει ανάγκη από τα πλούτη τού Θεού και όχι από τα πλούτη τού κόσμου, έχει ανάγκη από τον αληθινό Θεό και όχι από τον ψεύτη μαμωνά, ό όποιος και αν ακόμη μείνει πιστός σ’ όλη τη ζωή, στο τέλος της αναγκαστικά θα μάς αφήσει. Και τότε; Τί γίνεται τότε; Το εισιτήριο για το μεγάλο ταξίδι ποιός επίγειος πλούτος πού σκλάβωσε την ψυχή, μπορεί να της το εξασφαλίσει;

Καταλαβαίνουμε τώρα τί σημαίνει «ά­πατη τού πλούτου», για την όποια μίλη­σε ό Κύριος (Ματθ. ιγ’ 22).

Μήπως δεν βλέπουμε αυτή την άπατη και σήμερα με όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας; Έχεις χρήματα στην Τρά­πεζα, αλλά δεν μπορείς να τα πάρεις. Έχεις ακίνητα, αλλά δεν μπορείς να πουλήσεις. Αγοραστικό ενδιαφέρον δεν υπάρχει, και αν βρεθεί αγοραστής, θα πρέπει να πουλήσεις σε εξευτελιστική τιμή. Δεν τολμάς λοιπόν και σου μένει το ακίνητο και μαζί ή υποχρέωση να πλη­ρώνεις γι’ αυτό και φόρους, πού συνε­χώς αυξάνονται. Οι μισθοί όμως και οι συντάξεις μειώνονται. Και δεν έχεις, και δεν ξέρεις τί να κάνεις. Ένα πράγμα μόνο καταλαβαίνεις, ότι ό μαμωνάς δεν είναι αξιόπιστος. Σε προδίδει, σε εκθέτει, σε παραπλανά. Γιατί είναι θεός απατεώνας!

Ό άνθρωπος έχει ανάγκη από τον αληθινό Θεό. Σ' Αυτόν μόνο μπορεί να βρει το ασάλευτο στήριγμά του. Ό απόστολος Παύλος όταν μιλάει για την «άδηλότητα» τού πλούτου, για την αβέβαιη και άδηλη κατοχή του, συγχρόνως προ­τρέπει οι πλούσιοι να μη στηρίζονται σ’ αυτόν, αλλά να ελπίζουν «έν τω Θεώ τώ ζώντι, τώ παρέχοντι ήμΐν πάντα πλου­σίους εις άπόλαυσιν» (Α’ Τιμ. ς' 17). Δι­δάσκει να ελπίζουμε στο Θεό, πού δεν είναι άψυχος σαν τον μαμωνά, αλλά είναι Θεός ζωντανός, ό όποιος μάς παρέχει πλούσια και άφθονα όλα τα αγαθά Του για να τα απολαμβάνουμε.

Αυτός πού φροντίζει για τα πετεινά τού ουρανού και τα κρίνα τού αγρού, φρον­τίζει πιο πολύ ως πανάγαθος Πατέρας για τα παιδιά Του, για εκείνους πού ζη­τούν πρώτα τη Βασιλεία Του και τη δικαι­οσύνη Του (Ματθ. ς’ 33). Αυτούς τούς πλουτίζει με τα δικά Του δώρα, δεν επιτρέπει να στερηθούν τίποτε πάνω στη γη, θα τούς χαρίσει δε και τα αμύθητα πλούτη τού ουρανού. (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

Πλούτος, πειρασμός και παγίδα

Αντιπροσωπευτικός ό τύπος του πλουσίου της παραβολής. Εκείνο πού προβληματίζει, εκ πρώτης όψεως, είναι ό χαρακτηρισμός του από τον Θεό, ως «άφρονος». Είναι πλούσιος. Πολύ πλούσιος. Τα χωράφια του γόνιμα και αποδοτικά. Ασφαλώς είχε φροντίσει και ό ίδιος και οι δικοί του και οι εργάτες του για την καλλιέργεια της γης. Όμως, ιδιαίτερα στις γεωργικές εργασίες, δεν αρκούν μόνο οι φιλότιμες προσπάθειες. Χρειάζεται ή ευλογία του Θεού. Απαιτούνται οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες. Και αυτές δεν είναι αποτέλεσμα του ανθρώπινου παράγοντα, άλλα του θείου. Οπωσδήποτε ό πλούσιος αυτός προγραμματίζει, επεκτείνει, εκσυγχρονίζει την επιχείρηση του, για να εξασφάλιση τα αγαθά του, τα πλούτη του. Και συγχρόνως οραματίζεται τις απολαύσεις του από τα «γενήματά του και τά αγαθά του», πού θα τα χαίρεται ή ψυχή του.

Αυτός είναι ό πλούσιος πού μας ζωγραφίζει τόσο παραστατικά ό Χριστός. Επιτυχημένος αλλά και αποκρουστικός. Όχι σπάνιος και σήμερα. Τον συναντάμε συχνά. Μπορεί να είναι μεγαλοκτηματίας, μεγαλέμπορος, βιομήχανος, επιχειρηματίας. Ευνοούνται και επεκτείνονται οι εργασίες τους από την δραστηριότητα τους και τούς κόπους των άλλων. Αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι το μετά: Άφρονες ή συνετοί στη διαχείρηση του πλούτου;

Άραγε, εμείς στη θέση τους, πώς θα ενεργούσαμε; Πώς θα διαθέταμε τα κέρδη μας; Θα σκεπτόμασταν και τούς άλλους; Πρώτα-πρώτα αυτούς πού συνετέλεσαν στα πλούτη μας, τούς εργάτες, τούς υπαλλήλους, τούς συνεργάτες μας; Τούς φτωχούς, τούς στερημένους, τούς άρρωστους, τούς γέροντες; Τόσα και τόσα φιλανθρωπικά και πνευματικά έργα για την ανακούφιση του πολύμορφου πόνου; Θα είχαμε τη δύναμη να αρνηθούμε στον εαυτό μας τα περιττά, τη σπάταλη ζωή της προκλήσεως και της ασπλαχνίας;

Μέσα στην ευφορία πού δημιουργεί ή ευφορία της επιτυχίας, του πλούτου, της εξουσίας, της φήμης, της δόξας, θα είχαμε τον καιρό. τη δύναμη, να σκεφθούμε έκτος από τα «γενήματα και τά αγαθά μας» και τον εαυτό μας, την ψυχή μας, την πρόοδο μας την πνευματική, την ζωή της αρετής, της άγνότητος, της άγιότητος; Θα είχαμε την διάθεση να ανεβάσουμε την καρδιά μας πάνω από την ύλη, σε ανώτερους κόσμους, να την ελευθερώσουμε από τα δεσμά του χρήματος, να της δώσουμε τη χαρά να απόλαυση την ομορφιά της προσφοράς, της συμπάθειας προς τον πάσχοντα, της ευσπλαχνίας στον αναξιοπαθούντα αδελφό μας; Θα είχαμε τη δύναμη να σκεφθούμε, ότι «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, άλλά τήν μέλλουσαν έπιζητούμεν»; (Έβρ. ιγ' 14). Πρέπει να επιζητούμε. Θα μπορούσαμε να δεχθούμε, πώς έδώ στη γη δεν έχουμε την κτήση, αλλά τη χρήση, είμαστε απλοί διαχειριστές και όχι ιδιοκτήτες. Και επομένως ό διαχειριστής πού μεταβάλλεται σε ιδιοκτήτη ξένων, γίνεται καταχραστής.

Ό λόγος του Θεού μας προσφέρει την ευκαιρία για μια δημιουργική αυτοκριτική. Δεν πρόκειται μονάχα για την χρήση τού πλούτου. Πρόκειται για την χρησιμοποίηση και αξιοποίηση όλων των δωρεών και των ταλάντων του Θεού πού προσφέρει στον καθένα μας. Ό ουράνιος Πατέρας μας θέλει την ευτυχία μας. Γι' αυτό και μας τα προσφέρει όλα πλούσια. «'Ανοίξαντός Σου τήν χείρα τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. 103, 28). Όταν ό Θεός άνοιξη το χέρι του τα σύμπαντα γεμίζουν από το πλήθος των ευεργεσιών και δωρεών Του. Πλουσιόδωρο το χέρι του Θεού. Μας τα παρέχει όλα «πλούσιος εις άπόλαυσιν». Συγχρόνως μας παραγγέλλει: «'Αγαθοεργείν, πλουτείν έν εργοις καλοίς, ευμεταδότους είναι, κοινωνικούς, αποθησαυρίζοντας έαυτοίς θεμέλιον καλόν εις τό μέλλον...» (Α' Τιμοθ. ς' 17-19).

«Άφρων», ανόητος και δυστυχής είναι ό ατομιστής, αυτός πού τα θέλει όλα για τον εαυτό του. Ευτυχισμένος είναι αυτός που απολαμβάνει την χαρά της προσφοράς. Είναι ό αληθινά πλούσιος. Έχει τον πιο μεγάλο πλούτο, την πλούσια καρδιά. Και αυτή ή καρδιά σκιρτάει από χαρά, από ειρήνη. Είναι ελεύθερη. Γίνεται πλουσιόδωρο ποτάμι και κάνει την έρημο της κοινωνίας να άνθίζη ως κρίνο. Την μεταβάλλει σε πανευφρόσυνη όαση.(Από την "ΖΩΗ")

«ΠΛΟΥΤΟΝ ΚΑΙ ΠΕΝΙΑΝ ΜΗ ΜΟΙ ΔΩΣ»…

Ό ευσεβής άνθρωπος της Παλαι­άς Διαθήκης φωτισμένος από τό Πνεύμα του Θεού, καθώς αντι­κρίζει εμπρός του τη ζωή με τα καλά της και τις δυσκολίες της προσ­εύχεται στο Θεό και του ζητάει με απλό­τητα και βαθιά κα­τανόηση τούτο τό δώρο: Θεέ μου, συ πού κατευθύνεις τη ζωή μου, σε παρα­καλώ μη μου δώ­σεις πλούτο ούτε νά με καταδικάσεις σε ανέχεια, άλλά νά μου παραχωρείς τα αναγκαία και απα­ραίτητα, όσα μου χρειάζονται γιά τη ζωή νά τα έχω άνε­τα (Παρ. λ' 8).

Ό φωτισμένος άν­θρωπος της Πα­λαιάς Διαθήκης τό αισθάνεται και τό διαισθάνεται: Ό πλούτος, πού μαγνητίζει πολλούς, πού τούς ξεγελά και τούς τάζει τήν ευτυχία, είναι πειρασμός. Κά­νει τόν άνθρωπο νά ύπερφρονεί και νά παραλογίζεται, νά εξαρτά τό παρόν και τό μέλλον του από τα υλικά αγαθά, από τόν πλούτο γι' αυτό και πολλοί αυ­τό κάνουν όνειρο τους, νά αποκτή­σουν πλούτο, νά έ­χουν πολλά και άφθονα αγαθά γιά νά απολαμβάνουν όπως νομίζουν τη ζωή τους. Ό ευσε­βής όμως γνωρίζει ότι ο πλούτος είναι πειρασμός, παραπλανά τόν άνθρω­πο, τόν παραπληροφορεί και τόν κάνει νά στηρίζεται σε αγαθά ασταθή πού δεν ικανοποι­ούν. Γι' αυτό θερμά παρακαλεί τόν Θεό νά μην του δώσει πλούτο. Άλλά βέβαια γνωρίζει ότι και ή ανέχεια και πολ­λή φτώχια είναι και αυτή πειρασμός μεγάλος και κάνει τόν άνθρωπο νά ζει μέσα σε στενοχώρια και θλίψη. Γι’ αυτό λοιπόν προσεύχεται νά μην του δοθεί ούτε πλούτος ούτε ανέχεια και στερήσεις. Άλλά τι νά του δοθεί; Δώσ' μου, Κύριε, παρακαλεί, «τά δέοντα», τα αναγκαία και απαραίτητα και τα αυ­τάρκη. Αυτά πού μου χρειάζονται, νά τα έχω χωρίς νά τα στερούμαι και νά στενοχωρούμαι, και νά ζω με σχετική άνεση και ανάπαυση ψυχής.

Βέβαια τό αίτημα του πιστού και ευ­σεβούς άνθρωπου τής Παλαιάς Δια­θήκης δικαιώνεται από τα πράγματα ότι είναι τό συμφέρον γιά τόν άνθρωπο. Δεν είναι όμως τό τέλειο. Ό άνθρωπος του Θεού, ο φωτισμένος με τα φώτα τής Καινής Διαθήκης, μπορεί νά προ­χωρήσει ακόμη περισσότερο. Και τι νά κάμει; Νά υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού και νά ζητά όχι απλώς νά μη στερείται και στενοχωρείται, άλλά νά είναι σε θέση με τό νά αρνείται θελη­ματικά και τα πρέποντα και τα αναγ­καία, νά προσφέρει και νά βοηθεί τούς αδελφούς του ανθρώπους. Στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζονται οι άνθρωποι του Θεού, οι όποιοι θεληματικά προ­τιμούν τήν πτώχεια και τη στέρηση, γιά νά βοηθούν με τήν πτωχεία τους τούς συνανθρώπους τους. Οι εκλεκτοί αυτοί του Θεού είναι οι «πτωχοί, πολλούς δέ πλουτίζοντες»· και ενώ είναι στα μάτια του κόσμου «ώς μηδέν έχοντες», εί­ναι στην πραγματικότητα οι τα «πάντα κατέχοντες» (Β' Κορ. ς' 10). Όλα εί­ναι δικά τους. Είναι οι αγωνιστές, οι όποιοι πετυχαίνουν αυτό τό μεγάλο κατόρθωμα, νά ομοιάζουν στον Θεό, νά μιμούνται τόν Θεό, νά προσφέρουν, όπως προσφέρει ο Θεός.

Γι' αυτό ακριβώς ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε χαρακτηριστικά: «Γενού τώ άτυχούντι θεός, τόν έλεον Θεού μιμησάμενος» (Λόγος ΙΔ', Πε­ρί φιλοπτωχίας, § κς', PG 35, 892C). Δηλαδή όταν ο άνθρωπος αποκτή­σει αγάπη όπως ο Θεός, και πονάει και θέλει νά βοηθάει τούς συνανθρώ­πους του χωρίς νά σκέπτεται τόν εαυ­τό του, τήν άνεση του, τήν επιβολή του, με τη Χάρη του Θεού μεταμορ­φώνεται, πλουτίζει, γίνεται άλλος θεός και συνεχώς ευεργετεί. Αυτό είναι τό μεγάλο επίτευγμα των αφιερωμένων ανθρώπων, πού παρέδωσαν τόν εαυ­τό τους στη βουλή και τό θέλημα του Θεού.

Παίζουν μέσα στην κοινωνία τόν ρό­λο αυτού του παντοδύναμου και παν­άγαθου Θεού. Ευτυχείς και μακάριοι όσοι πήραν αυτή τη Χάρη από τόν Θεό και έμαθαν με τήν αυταπάρνηση τους, τόν ζήλο τους, τη στοργή τους, τήν άνιδιοτέλειά τους νά βοηθούν τόν πλησίον τους. Αυτοί βαδίζουν σταθε­ρά τόν δρόμο τής θεώσεως.

Και όντως στην ιστορία τής Εκκλη­σίας μας τούς ανευρίσκουμε αυτούς τούς πτωχούς άλλά πλουσίους, άλλά χαριτωμένους ανθρώπους πολλούς. Είναι οι Άγιοι μας, οι όποιοι υπερβαί­νουν κάθε πρόσκαιρη ικανοποίηση και απολαβή και βαδίζουν σταθερά τόν δρόμο του μεγάλου υψωμού του νά είναι μιμητές Θεού, άνθρωποι αγάπης, άνθρωποι προσφοράς, οι πλούσιοι σε έργα αγαθά. Έργα παντοδαπά, εύποιίας και καλοσύνης και φιλανθρωπίας. Έργα πού θαυμάζουν οι αιώνες, ευ­εργέτες των συγχρόνων τους άλλά και των μελλοντικών γενεών. Ευτυχείς εάν μεταξύ τους αξιωθούμε νά ανήκουμε και εμείς. ■(Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ