ΦΤΑΙΕΙ Η ΦΤΩΧΕΙΑ;
Υπάρχουν φτωχοί πού παρεκτρέπονται στην αμαρτία, και για να δικαιολογηθούν επικαλούνται τη φτώχεια τους. Τούς ακούμε να λένε κάποτε: «Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, γιατί ή φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε». Είναι σωστή ή δικαιολογία τους; Το θέμα θα το εξετάσουμε νηφάλια κάτω από το φώς του Ευαγγελίου, για να καταλήξουμε σε σωστό συμπέρασμα. Πρωτίστως επισημαίνουμε ότι ή φτώχεια είναι μεγάλη δοκιμασία, πού δεν μπορούμε εύκολα να την αντέξουμε οι άνθρωποι. Διότι συνηθίσαμε στην καλοπέραση και δεν θέλουμε να στερηθούμε τίποτε. Μόλις μάς λείψει κάτι, αρχίζουμε τις γκρίνιες και τα παράπονα.
Αλλά υπάρχουν και δυσκολότερες περιπτώσεις. Ας έλθουμε στη θέση ενός οικογενειάρχη πού είναι άνεργος και δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή, την ενδυμασία, την κατοικία και τις ποικίλες ανάγκες των μελών της οικογενείας του! Αισθάνεται τη δοκιμασία του σαν μαρτύριο. Διότι δημιουργούνται άλυτα προβλήματα στο σπίτι του, πού γίνονται αφορμές προστριβών και παραπόνων. Ό λαός λέει: «Όπου φτώχεια εκεί γκρίνια».
Αυτό όμως το καθημερινό μαρτύριο υπάρχουν άνθρωποι πού το υπομένουν με γενναιότητα. Δεν λυγίζουν από τη δοκιμασία. Στέκουν όρθιοι σαν κυπαρίσσι. Μένουν ακέραιοι στη φτώχεια τους. Δείχνουν υπομονή και καρτερία αξιοθαύμαστη. Αλλά υπάρχουν και άλλοι πού νιώθουν εξουθενωμένοι, όταν βρεθούν σε μεγάλη ανέχεια.
Αν νιώθουμε τη φτώχεια ασήκωτο σταυρό, δεν είναι κακό να παρακαλούμε τον άγιο Θεό να μάς λυτρώσει. Ό σοφός Παροιμιαστής παρακαλεί τον Θεό να τον ελευθερώσει από τον πειρασμό του πλούτου και από τη δοκιμασία της φτώχειας: «Πλούτον και πενίαν μή μοι δώς, σύνταξον δέ μοι τα δέοντα και τα αυτάρκη», γράφει (Παρ. λ' 8). Κύριε, μη μου δώσεις ούτε πλούτο, άλλ' ούτε και ανέχεια. Χάρισε μου τα απαραίτητα, για να συντηρούμαι χωρίς να έχω την ανάγκη άλλων. Γιατί φοβούμαι μήπως εξαιτίας του πλούτου μου ύπερηφανευθώ ή μήπως εξαιτίας της φτώχειας μου γίνω κλέφτης και ασεβήσω στο άγιο θέλημα σου.
Το ζητούμενο είναι να μην ασεβήσουμε στο άγιο θέλημα του Θεού. Αλλά στην πράξη πολλοί το κάνουν. Εξαιτίας της φτώχειας τους γογγύζουν κατά του Θεού ή παρεκτρέπονται σε κλοπές, στην ανηθικότητα, ακόμη και σε φόνους. Δεν ενεργούν όμως σωστά. Διότι δεν είναι ντροπή να είναι κανείς φτωχός. Ντροπή είναι να αμαρτάνει, να μεγαλοπιάνεται, να απλώνεται, ενώ δεν έχει, να δημιουργεί συνεχώς ανάγκες, ενώ θα μπορούσε να αρκεσθεί στα αναγκαία. Μην τη φοβάσαι τη φτώχεια, λέει ό ιερός Χρυσόστομος. Την αμαρτία να φοβάσαι, πού είναι μητέρα της κολάσεως.
Ή φτώχεια από τη φύση της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Είναι ουδέτερη. Ό ερμηνευτής Όλυμπιόδωρος παρατηρεί ότι «ή πτωχεία ού κατά φύσιν αγαθή ή φαύλη τυγχάνει». Καλή ή κακή γίνεται ανάλογα με το πώς αντιμετωπίζεται. 'Αν αντιμετωπίζεται σωστά, μπορεί να μάς αγιάσει, όπως έσωσε τον φτωχό Λάζαρο. Αν δεν αντιμετωπίζεται σωστά, μπορεί να μάς κολάσει, όπως κολάζει αυτούς πού εγκληματούν στην προσπάθεια τους να κλέψουν. Ή φτώχεια από μόνη της ούτε μάς καταστρέφει ούτε μάς σώζει, ούτε μάς βλάπτει ούτε μάς ωφέλει, «ούτε τον ούρανόν προξενεί ούτε την γέενναν». Δεν φταίει ή φτώχεια για το ότι αμαρτάνουμε. Για όλα φταίει ή κακή μας προαίρεση. Δεν θέλουμε να υπομείνουμε δοκιμασίες και μένουμε χωρίς στεφάνι.
«Μη τοίνυν τα πράγματα αίτιώμεθα, αλλά την γνώμην την διεφθαρμένην», συμπεραίνει ό ιερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 10, 776). Να μην επικαλούμαστε τη φτώχεια μας για να δικαιολογήσουμε τα σφάλματα μας, αλλά την κακή μας προαίρεση.
Βεβαίως το θέμα της φτώχειας έχει και άλλες παραμέτρους. Σίγουρα ευθύνονται και ή Πολιτεία και τα κοινωνικά συστήματα και οι πλούσιοι και οι ισχυροί της γης και πολλοί άλλοι παράγοντες για το ότι παραμένει άλυτο.
Αλλά δεν επιχειρήσαμε να λύσουμε το θέμα αυτό σ' αυτό το άρθρο. Το ερώτημα πού θέσαμε στην αρχή ήταν αν επιτρέπεται να αμαρτάνουμε με τη δικαιολογία ότι είμαστε φτωχοί. Απαντούμε ανεπιφύλακτα ότι δεν επιτρέπεται να αμαρτάνουμε, διότι ασεβούμε στο θέλημα του Θεού. Ό Θεός θέλει να εργαζόμαστε τίμια, να προσευχόμαστε, να εμπιστευόμαστε σ' Αυτόν, να κάνουμε υπομονή. 'Αν δίνουμε σ' αυτά καλές εξετάσεις, δεν θα μάς αφήσει Εκείνος χωρίς προστασία.
Ο ιερός Χρυσόστομος επαινεί τούς ανθρώπους πού υπομένουν με γενναιότητα τη φτώχεια τους. Αναφέρει ως εξαίρετο παράδειγμα τον φτωχό Λάζαρο της Παραβολής, ό όποιος υπέμεινε με καρτερία τη φτώχεια του, και τον Ιώβ, ό όποιος δεν γόγγυσε κατά του Θεού, όταν τα έχασε όλα, αλλά Τον δοξολογούσε λέγοντας: Ό Κύριος μου τα έδωσε, ό Κύριος μου τα πήρε. 'Άς είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο στους αιώνες (Ιώβ α' 21). «Πένης γενόμενος, έδοξολόγει»!
Όταν έτσι αντιμετωπίζουμε τη δοκιμασία μας, τότε ή φτώχεια δεν γίνεται εμπόδιο στο δρόμο της αρετής. Απεναντίας μάς βοηθεί να πλησιάσουμε περισσότερο τον Θεό. Όσοι αντιμετωπίζουν με καρτερία τη φτώχεια τους, προσεγγίζουν διαρκώς τον Θεό. Επίσης ή φτώχεια μάς μαθαίνει να προσευχόμαστε- να στηρίζουμε τη ζωή και την ελπίδα μας στον Θεό, ό Όποιος είναι Πατέρας μας και μάς φροντίζει. Ή προσευχή του φτωχού, πού με ταπείνωση παρακαλεί τον Θεό να τον προστατεύσει, ξεπερνά τα σύννεφα - «νεφέλας διήλθε» - και δεν σταματάει μέχρι να την ακούσει ό Ύψιστος (Σ.Σειρ. λε' 17-18). (Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)