ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

Υπερηφανεύεσαι;

«Ή αγάπη ου περπερεύεται, ού φυσιούται» (Α΄ Κορ. 13,4)

Υπάρχει, αγαπητοί μου, μία ασθένεια σοβαρή, που κάνει θραύση. Ποιά είναι αυτή; ή φθίση, ό καρκίνος; Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτές. Δεν πρόκειται για ασθένεια σωματική· πρό­κειται για ασθένεια ψυχική, που θα ’πρεπε ν’ ακούμε το όνομά της και να τρέμουμε. Κι όμως θα το πω και κανείς δεν θα ταραχτεί. Το όνο­μα της ασθενείας αυτής είναι υπερηφάνεια. Γι’ αυτήν μιλάει ή αγία Γ ραφή, γι αυτήν λέει ό απόστολος Παύλος στο σημερινό ανάγνωσμα της εορτής των αγίων ’Αναργύρων και δίνει το κατάλληλο φάρμακο για τη θεραπεία της.

"Ας δούμε, αγαπητοί μου, για τί υπερηφανεύεται ό άνθρωπος. Για διάφορα πράγματα.

• Ό ένας λόγου χάριν υπερηφανεύεται για τα λεφτά του. Αυτά είναι ό θεός τού κόσμου. 'Άμα κανείς πιάσει λεφτά, αμέσως φουσκώνει. Τον βλέπεις, αυτόν που καθόταν σε μια παράγκα, να θέλει τώρα να καθίσει σ’ ένα τεράστιο οικο­δόμημα, να τρέχει δεξιά κι αριστερά και να ε­πιδεικνύεται, ν’ αγοράζει λιμουζίνες, να ντύνε­ται φανταχτερά, «πορφύραν και βύσσον» όπως ό άφρων πλούσιος τού ευαγγελίου (Λουκ. 16,19).

• Ό άλλος υπερηφανεύεται για κάποιο αξίω­μα. Κατόρθωσε, ν’ ανεβεί ψηλά στην ιεραρχία τού κράτους, να γίνει νομάρχης, υπουργός ή πρωθυπουργός. Και ενώ μέχρι χθες παρακαλούσε για την ψήφο και τού τελευταίου ψηφο­φόρου, τώρα κάθεται στο υπουργείο του και βλέπει τους άλλους σαν κουνούπια.

• Ό άλλος δεν υπερηφανεύεται ούτε για χρή­ματα ούτε για αξιώματα· υπερηφανεύεται για τα μπράτσα και τις γροθιές του, για τα πόδια του που δίνουν κλωτσιές στα γήπεδα και που τα εξαργυρώνει με χρήματα πολλά. Αυτοί καυχώνται και υπερηφανεύονται για τη σωματική δύναμη, την υγεία ή την ομορφιά τους.

• ’Άλλος πάλι καυχιέται για την καταγωγή του ή για τις γνωριμίες και σχέσεις του με μεγάλα πρόσωπα, συγγενείς και φίλους ισχυρούς σε διάφορες θέσεις και υπουργεία. Άλλος καυχιέ­ται για τη γυναίκα του, άλλη για τον άντρα της, άλλος για τα παιδιά του, και πολλά άλλα. Υ­πάρχει άνθρωπος που να μην έχει μέσα του το μικρόβιο της ύπερηφανείας;

• Και όχι μόνο οι κοσμικοί· ή ψώρα αύτη προσ­βάλλει και θρησκευτικούς. Αυτοί δεν καυχώνται για υλικά πράγματα· καμαρώνουν για πνευμα­τικά. Είναι σαν τον Φαρισαίο εκείνον που καυ­χιόταν για τα έργα του (βλ. Λουκ. 18,11-12). Έτσι και μερικοί καυχώνται για νηστείες ελεημοσύνες προσευχές, για τη θρησκευτικότητά τους.

Αυτά είναι τα είδη της ύπερηφανείας.

Ό άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός, αγαπητοί μου, έλεγε· Όταν δω άνθρωπο ταπεινό μού φαίνε­ται πώς βλέπω Άγγελο, άμα δω υπερήφανο και φαντασμένο νομίζω πώς βλέπω διάβολο. Με­γάλο κακό ή υπερηφάνεια. Γιατί; Διότι είναι η ρίζα όλων των κακών. Αύτη γκρέμισε τον εωσ­φόρο και τους άγγέλους του από τον ουρανό και τους έκανε δαίμονες· αυτή έδιωξε τον Αδάμ και την Εύα άπ΄ τον παράδεισο και τους έριξε μαζί με τόσους απογόνους στον κόσμο αυτόν· αύτη κάνει τους ανθρώπους να φθονούνται, να ζηλεύουν ό ένας τον άλλο, και γίνονται τόσα κακά στην οικογένεια, στην κοινωνία, στα έθνη.

Και δεν υπάρχει λοιπόν φάρμακο εναντίον της ύπερηφανείας; Υπάρχει. Ή Εκκλησία εί­ναι ιατρείο και διαθέτει φάρμακα. Φάρμακα για τις σωματικές ασθένειες δίνουν τα νοσοκο­μεία· ή Εκκλησία είναι το πνευματικό ιατρείο και έχει τα φάρμακα για τις ψυχικές παθήσεις. Ας έρθει λοιπόν στην Εκκλησία όποιος άντρας ή γυναίκα είναι υπερήφανος -και ποιός δεν εί­ναι, αφού ό ταπεινός είναι κάτι σπάνιο- να ζητήσει τα φάρμακα. Ας έρθει σήμερα ν’ ακούσει τον απόστολο Παύλο, που δίνει τη συνταγή.

Το πρώτο φάρμακο που συνιστά είναι η ταπείνωση. άνθρωπε, λέει, ότι έχεις δεν είναι δικό σου· όλα είναι ξένα. Τίνος είναι; Του Θεού.

• Καυχιέσαι για σωματική δύναμη και υγεία. Και δεν καταλαβαίνεις, ταλαίπωρε, ότι φτάνει ένα μικρόβιο να σε ρίξει στο κρεβάτι, ότι ένα αγγείο να σπάσει και μια σταγόνα αίμα να πέσει στον εγκέφαλο μένεις παράλυτος; Ή ζωή είναι εύθραυστη σαν το γυαλί, εφήμερη σαν το άνθος.

• Καυχιέσαι για λεφτά. Και δεν βλέπεις ότι μπορεί να συμβεί κάτι στο χρηματιστήριο, μία κρίσις οικονομική, και ξαφνικά να δεις τα χαρτο­νομίσματα να γίνουν πλατανόφυλλα και να μη

μπορείς ν αγοράσεις ούτε ένα κουτί σπίρτα; Μή­πως δεν είδαμε πλουσίους να πέφτουν και να ζητιανεύουν; Τροχός είναι η ζωή, τα άνω γίνον­ται κάτω· «πάντα σκιάς άσθενέστερα, πάντα ονείρων άπατηλότερα» (1ω.Δαμασκηνοΰ -Άκολ. εις κεκοιμ.).

• Κ’ εσύ που καυχιέσαι για την ομορφιά σου και κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, δεν πας στο νε­κροταφείο να δεις τους τάφους και να μου πεις απ' όλους εκείνους ποιές ήταν οι ωραίες και ποιοί οι άσχημοι; Δεν βλέπεις τη ματαιότητα;

• Κ’ εσύ ό άλλος, που καυχιέσαι για τις σχέ­σεις με τους ισχυρούς της ημέρας, έλα στην εκκλησία ν’ ακούσεις τί λέει ό Δαυίδ· «Μη πεποίθατε έπ’ άρχοντας, επί υιούς άνθρώπων, οΐς ουκ έστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145, 3). Μη στηρίζεσαι σ’ αυτούς· σήμερα είναι στην εξουσία, αύριο βρί­σκονται στις φυλακές και πάνε για εκτέλεση.

• Κ’ εσύ ό άλλος, που καυχιέσαι για την επι­στήμη, ότι πήγες στα πανεπιστήμια και ξέρεις πολλά, δεν βλέπεις τί είναι οι γνώσεις; σταγό­να στον ωκεανό. Σκέψου και το άλλο; ότι αυτά που γνωρίζεις τα γνωρίζεις γιατί κάποιος σου έδωσε μυαλό. Βάλε ένα πίθηκο στο δημοτικό σχολείο· δέκα χρόνια να καθίσει στα θρανία, δεν μπορεί να μάθη ούτε το άλφα. Γιατί; Δεν έ­χει μυαλό όπως έχεις εσύ. Το μυαλό, που κινεί τη γλώσσα, που κάνει τη γραφή, την τέχνη, την επιστήμη, ερωτούμε τους απίστους, ποιός το έ­δωσε; Απαντήστε, άθεοι. Το έδωσε ό Θεός.

• Κ’ εσύ τέλος που καυχιέσαι για αρετές, τί έχεις; προσευχή, νηστεία; Όλα είναι δώρα. Αν πάρει ό Θεός τη χάρι του, κι ό μεγαλύτερος άγι­ος πέφτει, γίνεται αμαρτωλός. Ό Θεός να φυλάει. Γι’ αυτό λέμε «Μη είσενέγκης ημάς εις πειρα­σμόν» (Μαιθ. 6,13). Νομίζουμε πώς είμαστε καλοί Χριστιανοί, άλλα δεν ήρθε ακόμα πειρασμός. 'Άμα ό Θεός στείλει το κόσκινο, όπως κοσκίνι­σε τον Πέτρο, θα πούμε «Ουκ οίδα τον άνθρω­πον» (Μαιθ. 26,72), θ’ αδειάσουν οι εκκλησίες.

Όλα είναι του Θεού. Γι’ αυτό πώς τα ονομά­ζει ό Απόστολος Παύλος έδώ στην επιστολή του· «χαρίσματα» (Α' Κορ. 12,31). Χάρισμα ή υγεία, χάρισμα ή τέχνη, χάρισμα ή επιστήμη, χάρι­σμα οι ικανότητες. Δεν είναι δικά σου, ό Θεός τα έδωσε· κάποτε θα σου ζητήσει λόγο γι’ αυτά. • Προσθέτει όμως και κάποιο άλλο φάρμακο ι­σχυρότερο ό Απόστολος Παύλος. Στην εκκλησία της Κορίνθου, στην όποια έγραψε τα λόγια αυτά, οι άνθρωποι από την υπερηφάνεια ό ένας καυχιόταν για τη ρητορεία του, ό άλλος για το ψάλσιμό του, ό άλλος για τη διδασκαλία του, ό άλλος για τις προφητείες του, ό άλλος γιατί έ­βγαζε δαιμόνια. Είχαν χωριστή μεταξύ τους, υπήρχε διχόνοια. Τους λέει λοιπόν· Παραπάνω απ’ όλα τα χαρίσματα, παραπάνω από την προφη­τεία, τη διδασκαλία, τη θαυματουργία, τη γλωσσολαλία, παραπάνω κι από την πίστη, το κορυφαίο χάρισμα είναι η αγάπη. Το χουμε; έχει κα­λώς. Δεν το ’χουμε; κρίμα στις προσευχές, στις νηστείες, στις μετάνοιες, στην επιστήμη μας, κρίμα σ’ όλα. Μηδέν ό κόσμος, «γης Μαδιάμ» (βλ. Έξ. 4,19), «Άρμαγεδών» (Απ. 16,17).

’Εγώ θα προτιμούσα να ’χαμε ένα δράμι, μια σταλαγματιά απ’ αυτό. Τα άλλα μην τα ζηλεύ­ετε. Έλα, Χριστέ, έλα και ρίξε μια σταγόνα απ’ αυτό το βάλσαμο μέσ’ στα ανδρόγυνα, στα σπίτια, στις κοινωνίες, στην ανθρωπότητα! Τότε οι άνθρωποι γίνονται άγγελοι.

Δεν σας λέω περισσότερα, αδέλφια μου. Ό­ταν πατέ στο σπίτι, ανοίξτε το Ευαγγέλιο, ανοίξτε την Πρώτη προς Κορινθίους επιστολή στο 13ο κεφάλαιο και διαβάστε αυτή την περικοπή περί της αγάπης. Αυτή ή αγάπη ενώνει το ανδρόγυνο και τα παιδιά, όλη την κοινωνία. Αυτή την αγάπη, που είναι ουρανός και παράδεισος, αυτήν ήρθε να διδάξει ό Χριστός, αυτήν κηρύτ­τουν σήμερα και οι δύο άγιοι που εορτάζουμε.

Οι άγιοι Ανάργυροι είχαν χαρίσματα· κατα­γωγή από τη 'Ρώμη, πλούτη, νιάτα, ομορφιά, επιστήμη ιατρική. Άλλα παραπάνω απ’ όλα είχαν την αγάπη. Γι’ αυτό δεν εξάσκουσαν την ιατρική ως εκμετάλλευση, δεν «γδύνανε» τους φτωχούς. Τα χαρίσματα που τους έδωσε ό Θεός τα προσέφεραν θυσία στο Χριστό και στον φτωχό αδελφό, σαν λιβάνι που καίγεται.

’Έτσι κ’ εμείς. Ό,τι χάρισμα έχουμε, είτε ο­μορφιά είτε ικανότητα είτε χρήματα είτε τέ­χνη, μην τα έχουμε για να εκμεταλλευόμαστε τους άλλους. Όλα να τα θέσουμε στην υπηρεσία του πλησίον μας, όλα για την αγάπη του Θεού μας· για να λατρεύεται και να δοξάζεται ό Πατήρ, ό Υιός και το άγιο Πνεύμα εις αιώ­νας αιώνων δια πρεσβειών των αγίων Αναρ­γύρων· αμήν.

(+) επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΗΣΗ;

Οι νεότεροι δεν έχουμε συνηθίσει να τη χρησιμοποιούμε ως λέξη. Αλλά στα πνευματικά βιβλία τη συναντούμε συχνά. «Οίηση» είναι το υπερήφανο φρόνημα, ή έπαρση, ή αλαζονεία. Είναι ή ψεύτικη ιδέα πού έχουμε για τον εαυτό μας ότι είμαστε μεγάλοι και τρανοί. «Το να νομιζόμενα ότι είμεθα κά­ποιον τί· τούτο ονομάζεται οίησις», γρά­φει ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης στο ωραίο βιβλίο του «Ό Αόρατος Πόλεμος».

Στη γλώσσα της Άγιας Γραφής αυτοί πού έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους ονομάζονται «φρόνιμοι παρ’ έαυτοΐς» (Ρωμ. ιβ' 16- πρβ. Παρ. γ' 7). Ό προφή­της Ησαΐας τούς ταλανίζει. Αλίμονο, λέει, σ’ αυτούς πού τρέφουν μέσα τους το φρό­νημα ότι είναι συνετοί και σοφοί, και οι όποιοι στα μάτια τους παρουσιάζονται ότι τα ξέρουν όλα και δεν έχουν ανάγκη συμ­βουλής. «Ουαί οι συνετοί έν έαυτοΐς, και ένώπιον αύτών έπιστήμονες» (Ησ. ε' 21). Τούς ταλανίζει, διότι δεν υπολογίζουν το νόμο του Θεού, αλλά ρυθμίζουν τα θέμα­τα της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής τους με βάση τη δική τους και μόνο σοφία και επιτηδειότητα.

Το πάθος της οιήσεως γεννιέται από τη φιλαυτία, τη μητέρα των παθών, και γίνεται ή αρχή και ή ρίζα και των άλλων πα­θών. Είναι τόσο λεπτό και κρυφό πάθος, πού από την πολλή του λεπτότητα ούτε καν διακρίνεται. «Εις τον άνθρωπον είναι τόσον πολύ προσκολλημένη ή ύπόληψις τού εαυτού του, πώς είναι κάποιον τί, και τόσον λεπτή, οπού σχεδόν πάντοτε ζή άποκρύφως εις την καρδίαν μας, αν και μάς φαίνεται πώς έχομεν την άπελπισίαν εις τον έαυτόν μας, και την έλπίδα εις τον Θεόν» («Άόρ. Πόλεμος», κεφ. Γ', σελ. 19).

Όμως όσο λεπτό και κρυφό πάθος εί­ναι ή οίηση, τόσο μεγάλο κακό προξενεί. Δεν αφήνει τη Χάρη τού Θεού να μάς επισκιάσει. Πώς να έλθει ή Χάρις του Θεού σ’ αυτόν πού θεωρεί εγωιστικά τον εαυ­τό του σοφό, αυτάρκη και ικανό για όλα; Πώς να φωτίσει αυτόν πού έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του; Πώς να βοηθή­σει αυτόν πού λέει ότι δεν έχει την ανάγκη κανενός; Στις υπερήφανες καρδιές δεν κατοικεί το Άγιο Πνεύμα. ’Εφόσον από μόνοι μας δεν αφήνουμε τη Χάρη του Θεού να ενεργήσει μέσα μας, κατά δίκαιο λόγο ή Χάρις του Θεού αναχωρεί.

Πρόκειται για εωσφορικό πάθος και νόσημα, πού δεν είναι καθόλου αρεστό στον άγιο Θεό. Πώς θα απαλλαγούμε απ’ αυτό;

Πρωτίστως να μην ξεθαρρεύουμε στον εαυτό μας. Αν έχουμε την πεποίθηση ότι μπορούμε μόνο με τις δικές μας δυνάμεις να αντιμετωπίσουμε όλες τις δυσκολίες της ζωής, μοιάζουμε σαν να περπατάμε με ξύλινα πόδια. Από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύουμε να σωριασθούμε κατά γης και να τραυματισθούμε θανάσιμα.

’Επίσης να μην έχουμε πεποίθηση στη γνώμη και την κρίση μας. Ό μεγαλύτε­ρος εχθρός της κατά Θεόν ζωής είναι ή υψηλή ιδέα ότι δεν χρειαζόμαστε τη συμ­βουλή των άλλων. Δεν είμαστε αυτάρκεις! Να μάθουμε να ακούμε τις ορθές κρίσεις και συμβουλές των άλλων. Να μάθουμε να ρωτάμε τον Πνευματικό μας: «Αυτό το θέμα με απασχολεί. Μου λέτε τί πρέπει να κάνω;».

Ακόμη να στρέψουμε τον φακό της προσοχής στον έσω άνθρωπο, για να γνωρίσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε την ουτιδανότητα μας, την άγνοια και την αδυναμία μας.Κι ακόμη να μην υψώνουμε τον εαυτό μας, αλλά να ταπεινοφρονούμε. Όποιος υψώνει τον εαυτό του, παραχωρεί ό Θεός να πέφτει σε σφάλματα μεγαλύτερα ή μι­κρότερα, όσο είναι μεγαλύτερη ή μικρό­τερη ή υπόληψη πού έχει για τον εαυτό του.

'Επίσης ό,τι καλό επιτυγχάνουμε στη ζωή μας, να μην το αποδίδουμε στη δική μας άξια και προσπάθεια, αλλά στη Χάρη τού Θεού. Ό άπόστολος Παύλος έλεγε: «Χάριτι Θεού είμι ό είμι... περισσότερον πάντων έκοπίασα, ούκ έγώ δέ, άλλ’ ή χά­ρις τού Θεού ή σύν έμοί» (Α' Κορ. ιε' 10). Ό,τι ήταν κι ό,τι καλό έκανε, το απέδιδε στη Χάρη τού Θεού. Στη Β' προς Κορινθίους ’Επιστολή του γράφει: «Χωρίς τη Χάρη τού Θεού δεν είμαι τίποτε» (ιβ' 11). Και στην προς Γαλάτας ’Επιστολή του γράφει ότι, αν νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, αυτός με την ιδέα αυτή χάνει κάθε άξια ένώπιον τού Θεού- είναι μηδέν ένώπιον τού Θεού. ’Εξαπατά συνεπώς τον εαυτό του, «έαυτόν φρεναπατά» (Γαλ. ς 3). Αν ό άπόστολος Παύλος έλεγε- «δεν είμαι τί­ποτε»· αν στην προ Χριστού εποχή μία μεγάλη μορφή, ό Σωκράτης, έλεγε- «εν οίδα ότι ούδέν οίδα», εμείς πώς καλλιερ­γούμε την ψεύτικη ιδέα ότι είμαστε «κά­ποιον τί»;

Τέλος, όταν πηγαίνουμε να εξομολογηθούμε, να μην επιρρίπτουμε στους άλλους τις ευθύνες ότι εκείνοι έφταιξαν για κάτι πού συνέβη, ούτε να βρίσκου­με ελαφρυντικά για να δικαιολογήσουμε τα αμαρτήματα μας, αλλά να λέμε στον Πνευματικό:

«’Εγώ αμάρτησα, πάτερ. Δικές μου είναι οι πληγές, από δική μου υπαιτιότητα συνέβησαν».

’Έτσι πολεμείται το κρυφό και ολέθριο πάθος της οιήσεως και ή μεγάλη ιδέα πού έχουμε για τον εαυτό μας. (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

178_ΑΝΘΡΩΠΕ ΓΙΑΤΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΥΕΣΑΙ; (Α΄) - ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ https://www.youtube.com/watch?v=oMb6VX1p3B8

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ