Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ;

ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΜΕ όταν κάνουμε λόγο για τον ανθρωπισμό; Τον σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητος; Τον τονισμό των αναφαίρε­των δικαιωμάτων του άνθρωπου; Το απαραβίαστο της ελευθερίας του; Όλα αυτά συνθέτουν θεωρητικά τον ανθρωπισμό.

Και όμως ό πιο μεγάλος αντίπαλος του άνθρω­που και του ανθρωπισμού είναι ό ίδιος ό άνθρωπος. Ποιος άνθρωπος; Πρωτίστως εκείνος πού νομίζει, ότι μπορεί να θεμελίωση τον ανθρωπισμό μακριά από τον Θεό. Να αγαπήσει τον άνθρωπο, χωρίς πρώτα να αγαπήσει τον Θεό. Ίσως φαίνεται υπερβολική σε μερικούς ή τοποθέτηση αυτή. Ποιά σχέση μπορεί να έχει ό Θεός με τον ανθρωπισμό; Και όμως έχει ουσι­αστική, όχι μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική.

Έτσι είναι. Κανένας ανθρωπισμός και καμιά αγάπη δεν μπορούν να σταθούν και να έχουν διάρκεια και γνησιότητα χωρίς τον Θεό, τον ένανθρωπήσαντα Θεό, τον Ιησού Χριστό. Κατ αρχήν θα αγαπήσουμε τον Θεό, για να αγαπήσουμε τον άνθρωπο. Θα τιμήσουμε τον Δημιουργό, για να εκτι­μήσουμε το δημιούργημα. Το δημιούργημα αποκτά ανυπολόγιστη αξία σε σχέση με τον Δημιουργό. Ό άνθρωπος, ό κάθε άνθρωπος και ό πιο μικρός και περιφρονημένος, παίρνει άλλη αξία, όταν τον δούμε ως δημιούργημα του Θεού. Θα τον δούμε σαν πλάσμα της τυφλής τύχης πού έρχεται από το μηδέν και βαδίζει προς το πουθενά, πού σέρνει τα βήματα του σε μια κοιλάδα δακρύων, χωρίς προο­πτική, τίποτα περισσότερο από ένα όρθιο τετράποδο καταδικασμένο στην εξαφάνιση; Ποιο σεβασμό και θαυμασμό θα μας κινήσει; Τίποτε άλλο εκτός από τον οίκτο και τη λύπη.

Όταν όμως τον αντικρίσουμε ως εικόνα του Θεού, προικισμένο με αθάνατη ψυχή, προορισμένο για την αιωνιότητα, θεό κατά χάρη, «συμπολίτη των αγίων και οίκείον του Θεού», αντικείμενο της ιδιαί­τερης αγάπης του ουράνιου Πατέρα, «ός του ίδιου υιού ούκ έφείσατο, άλλ' υπέρ πάντων παρέδωκεν αυτόν... και συν αύτώ τα πάντα ήμίν χαρίσεται» (Ρωμ. η' 32), είναι ποτέ δυνατόν να τον αντιπαρέλθουμε ή να τον περιφρονήσουμε;

Και δεν είναι μόνο το κορύφωμα της θεϊκής αγάπης πού αποκαλύπτεται σε όλο το ασύλληπτο μεγαλείο της στη σταυρική θυσία του Σωτήρος Χρί­στου. Ολόκληρη ή επίγεια ζωή του Κυρίου, από την ενανθρώπηση ως τον Γολγοθά, την Ανάσταση και την Ανάληψη, ήταν μια χρυσή αλυσίδα απέραντης αγάπης. Τί σημαίνουν οι λίγες, αλλά τόσο περιεκτικές λέξεις του αποστόλου Πέτρου: «Διήλθεν ευεργετών και ίώμενος πάντας...» (Πράξ. l' 38); Θεραπεύει ασθενείς, καθαρίζει λεπρούς, ανορθώνει παραλύ­τους, ανασταίνει νεκρούς. Και το σπουδαιότερο. Θα απαλλάξει από την τυραννία της αμαρτίας «πάντας τους καταδυναστευομένους ύπό του διαβόλου» (Πράξ. ι'38). Παντού θα αντηχήσει το λυτρωτικό Του κήρυγμα. Το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης, της χαράς, της συμφιλιώσεως με τον Θεό, θα κάνη τις ψυχές να σκιρτήσουν από απερίγραπτη ανακούφιση και παρηγοριά.

Και όλα αυτά όχι για μια ορισμένη τάξη ανθρώ­πων, αλλά για όλους ανεξαιρέτως τούς ανθρώπους. Δεν υπάρχουν προνομιούχοι ούτε προνομιακές τά­ξεις για τον έναθρωπήσαντα Θεό πού γεννήθηκε σε μια φτωχική φάτνη και απευθύνθηκε προς όλους, για να τούς καλέσει κοντά Του: «Δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια' 28), είπε με αγάπη και στοργή στα βασανισμένα πλήθη πού γονάτιζαν κάτω από το πιεστικό βάρος της αμαρτίας και των θλίψεων. Ποιος άλλος ενδιαφέρθηκε τόσο για τον άνθρωπο; Ποιος άλλος εκτός από τον Σωτήρα Χριστό μπορεί να διεκδίκηση τα πρωτεία για την παλινόρθωση της αξίας άνθρωπος και την θεμελίωση του αληθινού ανθρωπισμού; Ποιος άλλος έβαλε τον εαυτό του στη θέση των «ελαχίστων», των φτωχών, των ξένων, των ασθενών, των φυλακισμένων με τη μοναδική διακήρυξη Του: «Εφ* όσον έποιήσατε ένί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, έμοί έποιήσατε» (Ματθ. κε' 40);

(Από την «ΖΩΗ»)

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ