ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ

Το πάθος της κατακρίσεως είναι ολέθριο και λυμαίνεται κυρίως τούς χριστιανούς. Ενώ προσέχουμε να μην πέσουμε σε άλλα αμαρτήματα πού τα θεωρούμε βαρύτερα, δηλαδή προσέχουμε να μην κλέψουμε, να μη σκοτώσουμε, να μην αδικήσουμε τον συνάνθρωπό μας, να μη γλιστρήσουμε σε ηθικά παραπτώματα, το πάθος της κατακρίσεως καθόλου δεν το προσέχουμε. Και όμως-από την κατάκριση παθαίνουμε την ίδια και μεγαλύτερη ζημιά από τη ζημιά πού θα παθαίναμε, άν πέφταμε στα αμαρτήματα πού προαναφέραμε.

Τί είναι ή κατάκριση; Είναι ή κακή συν­ήθεια πού έχουμε να κατηγορούμε με ασπλαχνία συνανθρώπους μας μπρο­στά σε άλλους ανθρώπους. Παρατηρού­με κάποιες ελλείψεις τους, κάποια αδύνατα σημεία στο χαρακτήρα τους, τα γε­νικεύουμε και τούς κατηγορούμε με άσυμπάθεια μπροστά σε άλλους ότι είναι ψεύτες, κλέφτες, οργίλοι, ανήθικοι και τα όμοια. Κατόπιν δικαιολογούμε την ενέργεια μας λέγοντας ότι διατυπώσαμε όρ- θή κρίση, ότι κάναμε δίκαιο έλεγχο, ότι δείξαμε αγάπη, και άλλες πολλές δικαιο­λογίες. Άν όντως είναι θεάρεστη ή ενέργεια μας, δεν λογίζεται ως κατάκριση. Άν όμως είναι έφάμαρτη εξουθένωση απόντος συνανθρώπου μας, διολισθαίνουμε στο θανάσιμο αμάρτημα της κατακρίσε­ως. Αυτό το θανάσιμο αμάρτημα, όταν επαναλαμβάνεται, απλώνει τις ρίζες του και γίνεται πάθος.

Πώς πολεμείται το πάθος της κατακρί­σεως; Με τα πνευματικά όπλα πού έχου­με στη διάθεσή μας. Ένα πρώτο πανί­σχυρο όπλο είναι το όπλο της προσευ­χής. Βλέπουμε τον συνάνθρωπό μας να αμαρτάνει. Συγχρόνως βλέπουμε να κι­νείται μέσα μας το πάθος της κατακρί­σεως, το όποιο σηκώνει σαν φίδι το κε­φάλι του και μάς ωθεί να τον κατακρί­νουμε. Αντί να κατακρίνουμε τον αδελφό μας, να προσευχόμαστε μυστικά γι’ αυτόν. Αυτός ό τρόπος της Αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Θεό.

Ό συνάνθρωπός μας πού είτε από απροσεξία είτε εκ προμελέτης αμαρτάνει, δεν έχει ανάγκη από τη δική μας έφά­μαρτη εξουθένωση. Έχει ανάγκη από το έλεος τού Θεού. Εφόσον πέφτει στη λάσπη και λερώνεται, το ζητούμενο δεν είναι πώς θα τον κεραυνώσουμε, άλλα πώς θα τον βοηθήσουμε να σηκωθεί. Ε­άν τον κατακρίνουμε, τον χώνουμε ακόμη βαθύτερα στη λάσπη. Γράφει ό άγιος Ιωάννης της «Κλίμακος» ότι ένας πάτη­σε σε βαλτώδες έδαφος και βούλιαξε μέ­χρι τη μέση. Μερικοί έτρεξαν να τον βο­ηθήσουν και τον έχωσαν μέχρι τον λαι­μό. Και επιλέγει ότι έτσι ενεργούν όσοι κατακρίνουν. Διότι, αντί να βγάλουν τον αδελφό τους από τη λάσπη, τον χώνουν ακόμη βαθύτερα σ’ αυτήν.

Δεν βοηθούμε λοιπόν τον αδελφό μας κατακρίνοντας. Άλλα κι εμείς ζημιωνόμα­στε. Διότι αρπάζουμε με αναίδεια το δι­καίωμα της κρίσεως, πού ανήκει μόνο στον δίκαιο Κριτή. Εφόσον φερόμαστε με τόση αυστηρότητα στον συνάνθρω­πό μας, αυστηρά θα κρίνει κι εμάς ό Θε­ός. 'Η κρίση του Θεού θα είναι «άνέλεος τώ μη ποιήσαντι έλεος» (Ίακ. β’ 13).

’Άν όμως αντί να τον κατακρίνουμε, λέ­με δυό λόγια προσευχής γι’ αυτόν, τον βοηθούμε να βγει από τη λάσπη και να ορθοποδήσει. Έτσι ελκύουμε το έλεος τού Θεού και για μάς και για τον αδελφό μας. Ελκύουμε και για τούς δύο μας την ευσπλαχνία τού Θεού. Διότι, εφόσον με επιείκεια φερόμαστε στους άλλους, με επιείκεια θα κρίνει κι εμάς ό Θεός.

Άν δεν μπορούμε να νικήσουμε την τάση της φιλοκατηγορίας, τουλάχιστον να κατηγορούμε όχι τον άνθρωπο πού αμαρτάνει, άλλα τον δαίμονα πού τον σπρώχνει στην αμαρτία. Διότι κανείς δεν θέλει να αμαρτήσει στον Θεό, μολονότι όλοι αυτοπροαίρετα αμαρτάνουμε. Να λέμε στην προσευχή μας: Θεέ μου, αντιλαμβάνομαι ότι ό διάβολος θέλει τον αδελφό μου να τον σπρώξει στην αμαρτία κι έμενα στην κατάκριση. Για να μάς έχει και τούς δυό δεμένους στο άρμα του, για να βρισκόμαστε όλοι στο ίδιο κρίμα, στον ίδιο παρονομαστή! Δώσε μας, Κύ­ριε, τη Χάρη σου, να μην πέσουμε ούτε στην πρώτη παγίδα του διαβόλου ούτε στη δεύτερη!

Εάν δεν μπορούμε ούτε με την πρώ­τη ούτε με τη δεύτερη προσπάθεια να νι­κήσουμε το πάθος της κατακρίσεως, να βάζουμε στο εδώλιο τού κατηγορουμέ­νου όχι τον αδελφό μας πού αμαρτάνει, άλλα τον εαυτό μας. Να τον ανακρίνουμε λέγοντας: Εγώ τώρα θέλω να κατα­κρίνω τον αδελφό μου, γιατί δεν φέρθη­κε καλά. Άλλα υπάρχουν άλλες στιγμές πού πέφτω κι εγώ στα ίδια και χειρότε­ρα! Θέλω να στιγματίσω τα ελαττώματα του αδελφού μου. Άλλα βλέπω ότι έχω κι εγώ πολλά και μεγάλα ελαττώματα! Θέ­λω να τον διορθώσω. Άλλα δεν έχω δι­ορθωθεί ούτε κι εγώ!

Επιπλέον είμαι χιλιοευεργετημένος! Α­πολαμβάνω τόσες ευλογίες, άλλα δυσ­τυχώς τις αφήνω ανεκμετάλλευτες! Ό αδελφός μου είχε άραγε παρόμοιες ευκαιρίες στη ζωή του; Μήπως ένήργησε από άγνοια τού θείου θελήματος; Μήπως ανατράφηκε σε περιβάλλον κοσμικό και δεν έχει συνείδηση ότι είναι βαρύ αυτό πού κάνει; Επίσης εγώ δεν είμαι παντο­γνώστης. Δεν βρίσκομαι στην καρδιά τού αδελφού μου, για να γνωρίζω τί μυ­στικές διεργασίες συντελούνται στα βά­θη της ψυχής του! Μπορεί αυτός πού τώρα αμαρτάνει, αργότερα να μετανοή­σει. Να χύσει δάκρυα καυτά και να ζητή­σει συγχώρηση. Να γονατίσει κάτω από το πετραχήλι του Πνευματικού και να λά­βει την άφεση. Εγώ θα εξακολουθήσω να τον κατηγορώ, ενώ ό άγιος Θεός τον έχει ήδη συγχωρήσει. ’Άρα δεν ενεργώ σωστά πού άκολουθώ την ολισθηρή οδό της κατακρίσεως. Είναι προτιμότερο να πενθώ για τις δικές μου αμαρτίες. Έτσι ευαρεστώ στον Θεό. Έτσι βοηθώ ουσιαστικά τον αδελφό μου πού αμαρτάνει.

Δώσε, Κύριε, και σε μένα μετάνοια και στον αδελφό μου πού κλυδωνίζεται, και σ’ όλο τον κόσμο. Αμήν.(Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")


https://www.youtube.com/watch?v=Qo8w5qqv29U