Τάνια Λαζαρίδου, « Ήρθαν τα Χριστούγεννα»

Ρίζες Κορινθίας

30 Δεκεμβρίου 2016

Τάνια Λαζαρίδου, «Ήρθαν τα Χριστούγεννα»

Το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας θαμπό από την υγρασία! Ποτάμια τα νερά τρέχουνε στο τζάμι! Μάταια η σόμπα προσπαθεί να το ζεστάνει. Ο δρόμος μπροστά στην είσοδο με λακκούβες γεμάτες με λασπόνερα. Απέναντι χωράφια επίπεδα, ατέλειωτα και στο βάθος θεόρατα καβάκια, χωρίς φύλλα, γεμάτα με έρημες φωλιές άγριων πουλιών, που χάνονται στην ομίχλη.

Δεκέμβρης μήνας! Η οικογένεια μετακόμισε καταχείμωνο στην καινούργια πόλη λόγω εργασίας του πατέρα. Μια τεράστια, άκομψη, άχαρη, κρύα και χωρίς ταυτότητα μονοκατοικία στην άκρη της πολιτείας, η νέα κατοικία της οικογένειας.

Το μικρό κορίτσι της πρώτης Δημοτικού, θα πάει για πρώτη μέρα στο νέο σχολείο. Ανόρεχτο και μελαγχολικό με το χεράκι του στη ζεστή χούφτα του μπαμπά, φορτώνεται την τσάντα και ξεκινά την καινούργια της ζωή, μακριά από φίλους και συγγενείς που ήξερε μέχρι τώρα.

Φτάνουν στον περίβολο. Γεμάτος με παιδιά που παίζουν, φωνάζουν, τσακώνονται και γελάνε. Η καρδούλα της σφίγγεται, σφίγγοντας την παλάμη του μπαμπά! Ασφάλεια και σιγουριά η παλάμη του πατέρα! Χτυπάει το κουδούνι. Ας καθυστερούσε λίγο ακόμη... ας μη χτυπούσε ποτέ! Τα παιδιά μπαίνουν στην αίθουσα. Ο μπαμπάς την συστήνει στη δασκάλα, την χαϊδεύει στα μαλλιά και φεύγει. Μένει μόνη, άφωνη, άγνωστη, ανάμεσα σ’ ένα τσούρμο παιδιά που δε γνωρίζει κι ούτε θέλει να γνωρίσει.

Κοντεύουνε Χριστούγεννα. Κρύο κι αφιλόξενο αυτό το καινούργιο σπίτι. Η μαμά πιστή στις παραδόσεις τοποθετεί το δέντρο στο τέλος του μεγάλου, κρύου διαδρόμου και αρχίζει να το στολίζει. Ξετυλίγει με σπουδή τις πολύχρωμες εύθραυστες μπάλες από το χάρτινο κουτί. Απλώνει τα φωτάκια. Η γνώριμη μυρωδιά του ζεσταμένου πλαστικού φέρνει θύμισες παλιές και ημερεύει την ψυχή…

...φέτος το μικρό κορίτσι δε θέλει να πει τα κάλαντα...