Σοφίας Κυριακοπούλου, «Αγάπη»

Σοφίας Κυριακοπούλου, «Αγάπη»

Καθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα, χάζευε την τριανταφυλλιά, που ήταν σκαρφαλωμένη γύρω από την αυλόπορτα. Την ταλαιπωρούσε ο Βοριάς, καθώς έπαιζε με τα κλαδιά της, που ήταν γεμάτα μπουμπούκια. Περίμενε πώς και πώς να δει το πρώτο τριαντάφυλλο να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα πράσινα φύλλα της. Αγαπούσε αυτή την τριανταφυλλιά, μεγαλώνανε μαζί. Την θυμότανε από παιδί στην άκρη της αυλόπορτας να ψηλώνει πόντο-πόντο, όπως κι εκείνη.

Κάθε φορά που άνθιζε, στόλιζε την αυλόπορτα με τα υπέροχα ροζ τριαντάφυλλά της και σκόρπιζε την μυρωδιά της σ’ όλη την γειτονιά. Όποιος ερχότανε σπίτι, με το που περνούσε κάτω από την «Ρόζα» (αυτό το όνομα της είχε δώσει) άφηνε απ’ έξω τις άσχημες σκέψεις. Η μυρωδιά της τους συνέπαιρνε και η ομορφιά της έφερνε ένα χαμόγελο ευτυχίας στα χείλη τους.

Σήμερα όμως δεν περίμενε κανέναν. Ήταν από εκείνες τις ημέρες που αναζητάς την μοναξιά, που θέλεις να αφουγκραστείς τον εαυτό σου. Ο καιρός συνηγορούσε. Η γκρίζα του διάθεση την οδηγούσε σε μονοπάτια αναζήτησης του βαθύτερου εαυτού της. Ο ουρανός ήταν γεμάτος γκρίζα σύννεφα, που ήταν έτοιμα να αδειάσουν το πολύτιμο φορτίο τους στη διψασμένη γη. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε. Την είχε πάρει ο ύπνος, όταν ο ήχος στο τζάμι της μπαλκονόπορτας την έκανε να ανοίξει τα μάτια.

Είδε έναν κότσυφα να την κοιτά έξω από το τζάμι.

«Έλα μαζί μου και θα σου δείξω εκείνο το μέρος απ’ όπου όλα ξεκινούν κι όλα εκεί τελειώνουν»

«Πού θα πάμε;», τον ρώτησε.

«Μην φοβάσαι, θ’ ανεβούμε σ’ ένα σύννεφο και καθώς θα ταξιδεύουμε, θα σου διηγηθώ μια ιστορία. Εσύ το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι ν’ αφήσεις την καρδιά σου να συντονιστεί με το σύμπαν. Γίνε έμβρυο μέσα στην μήτρα της μάνας, γίνε άνεμος, γίνε η βροχή που εξαιτίας της μεγαλώνουν τα φυτά, η μελωδία της απέραντης αγάπης γίνε! Όλα έχουν έναν ρυθμό, εσύ απλά αφέσου!».

«Ήταν κάποτε ένα παλικάρι», ξεκίνησε την ιστορία του ο κότσυφας. «Με κόπο και πολλή δουλειά στους ταρσανάδες, κατάφερε να εξοικονομήσει τα χρήματα και ν’ αγοράσει την βάρκα, που χρόνια ονειρευότανε. Ήθελε να ταξιδέψει στη θάλασσα. Τόσα χρόνια στους ταρσανάδες, μόνο την υγρασία και την αλμύρα της μύριζε και γευότανε. Ήρθε ο καιρός να τον ταξιδέψει στα μέρη, που ονειρεύτηκε.

Έβαψε το σκαρί της βάρκας γαλάζιο και σήκωσε λευκά πανιά. Κάθε πρωί κατέβαινε στο μουράγιο, φόρτωνε τα εμπορεύματα και τους λιγοστούς επιβάτες και περνούσε απέναντι. Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή, κάθε μέρα κι ένα μικρό ταξίδι.

Ώσπου μια ηλιόλουστη μέρα εμφανίστηκε στη βάρκα μια κοπέλα με κατάμαυρα μαλλιά, ντυμένη στα μαύρα. Τα μάτια της είχαν το βαθύ μπλε του ωκεανού. Χάθηκε μέσα τους το παλικάρι. Σαν υπνωτισμένος την άκουσε να του λέει ότι ήθελε να την πάει στην άλλη πλευρά, πίσω απ’ το βουνό.

Στην αρχή φοβήθηκε. Εκείνη όμως τον κάλυψε με το δίχτυ του ονείρου. Ονειρεύτηκε ταξίδια μακρινά σε μαγικούς κόσμους. Είδε πλούτη, χρυσαφικά και κτήματα. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του με την Μάγια, έτσι λέγανε την κοπέλα.

Η μικρή βαρκούλα με τα λευκά πανιά, ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι για την άλλη πλευρά του βουνού. Απομακρυνότανε σιγά-σιγά, ώσπου στο τέλος η στεριά δεν φαινότανε πια. Εκείνος κοιτούσε μονάχα τα δυο της μάτια και κρεμότανε από τα χείλη της, όταν του έλεγε ιστορίες για αμύθητους θησαυρούς και γυάλινους πύργους.

Η βαρκούλα αρμένιζε ανυποψίαστη, το παλικάρι δεν είδε τα μαύρα σύννεφα, που άρχισαν σιγά-σιγά να γεμίζουν τον ουρανό, ούτε που κατάλαβε την αλλαγή του ανέμου, καθώς ήταν καλυμμένος από το δίχτυ της! Βρισκόταν μέσα στον ονειρικό κόσμο, όταν η βάρκα πάλευε με τα λυσσασμένα κύματα, που ήθελαν να την καταπιούν. Προχωρούσε στα πλακόστρωτα σοκάκια της ψευδαίσθησης, αγκαλιά με την αγαπημένη του, όταν βρέθηκε στο βυθό χωρίς αέρα στα πνευμόνια.

Τα αγριεμένα κύματα τον ξέβρασαν σε ένα ακατοίκητο νησί. Ο ήλιος έκαιγε το κορμί του και η αλμύρα στέγνωσε τα χείλη του. Έψαξε παντού να την βρει, άδικα όμως, δεν ήταν πουθενά.

Περιπλανιότανε αναζητώντας την πηγή που θα τον ξεδιψούσε. Η σοφή κουκουβάγια του είπε ένα βράδυ, που γύρισε απογοητευμένος «όποιο μονοπάτι κι αν πάρεις, οδηγεί στη θάλασσα».

«Ναι, μα το νερό της είναι αλμυρό, δεν πίνεται και εγώ διψώ, μ’ ακούς;», της απάντησε θυμωμένος. Η κουκουβάγια τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει ξανά.

Την επόμενη μέρα συνάντησε τον αετό.

«Σε βλέπω να περιπλανιέσαι χωρίς προορισμό εδώ και καιρό. Πού πας; Τι ψάχνεις;», τον ρώτησε.

«Διψώ», απάντησε το παλικάρι και κάθισε σε μια πέτρα φανερά εξαντλημένο.

«Έλα μαζί μου», του είπε ο αετός. «Στην κορυφή του βουνού υπάρχει μια πηγή, εκεί θα ξεδιψάσεις».

Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος, η δίψα του μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Όταν έφτασε στην πηγή η χαρά του ήταν μεγάλη. Βούτηξε μέσα ολόκληρος, για να σβήσει την δίψα του και έτσι όπως ήταν ευτυχισμένος, που δεν διψούσε πια, γέμισε και τους ασκούς που είχε πάρει μαζί του. Όλος χαρά ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Μια η ευτυχία του κράτησε τόσο όσο υπήρχε νερό στους ασκούς. Έπειτα η δίψα του επέστρεψε και αυτή τη φορά του έκαιγε τα σωθικά. Καιγόταν ολόκληρος, αναζητούσε τη λύτρωση. Τότε θυμήθηκε τα λόγια της σοφής κουκουβάγιας.

«Όποιο μονοπάτι κι αν πάρεις, θα σε οδηγήσει στη θάλασσα!».

Έστρεψε το βλέμμα του στο μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα και χωρίς να το καταλάβει, με βήμα γοργό το διέσχισε. Στην ακροθαλασσιά την είδε ντυμένη στα λευκά. Τα μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα. Την πλησίασε διστακτικά.

«Άλλαξες, Μάγια. Σε αναζήτησα παντού, μα δε σε βρήκα πουθενά», της είπε.

«Είχες προσηλωθεί στο μυαλό και στο σώμα, έτσι έχασες τον προσανατολισμό σου. Κοίτα μέσα σου, όποιο μονοπάτι κι αν πάρεις, θα σε οδηγήσει στον ωκεανό της ζωής. Εκεί θα ξεδιψάσεις, εκεί θα τελειώσει η θλίψη. Αγαπημένε μου, δεν είσαι σταγόνα στον ωκεανό, είσαι ολόκληρος ο ωκεανός! Πιάσε το χέρι μου. Με λένε Αγάπη, ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι».

Ο αέρας λυσσομανούσε, η βροχή χτυπούσε με μανία το τζάμι. Κοίταξε έξω από την μπαλκονόπορτα, η νύχτα απλώθηκε παντού. Μια δεσμίδα φωτός, μια αστραπή χάραξε θαρρείς τον σκοτεινό ουρανό.

«Στη σκοτεινή απύθμενη νύχτα της άγνοιας, η Αγάπη είναι ο πυρσός, που φέρνει το φως! Κι εσύ ακόμη ψάχνεις;», της είπε ο κότσυφας και χάθηκε μέσα στην νύχτα.